Ήταν τότε παλιά το 1953 στην Παραμυθιά. Ιούνιος μήνας. Το σχολείο τελείωνε και οι διακοπές μας χάριζαν την ανεμελιά του αύριο. Είχαμε ετοιμάσει τις σκηνές για τις Καλοκαιρινές εξετάσεις. Ποιήματα διάλογοι, γυμναστικές επιδείξεις όλα έτοιμα.
Σαν κατσίκια τρέχαμε ανάμεσα στα χρυσά στάχυα του σιταριού. Ανάμεσά τους σταρίθρες μικρά πουλιά, και σταρίθρες αυτά τα υπέροχα ροζ κρινάκια, που με το κίτρινο του σταριού, έκαναν ένα υπέροχο συνδιασμό χρωμάτων. Στις όχθες των χωραφιών το ελληνικό τριφύλλι γέμιζε χρώματα τις οχτιές καθώς προσπαθούσε να γαντζωθεί στα γαϊδουράγκαθα. Το βουνό έφερνε αεράκι που δρόσιζε τα παιδικά μας όνειρα. Ο κόσμος ήταν δικός μας. Ποιος νοιάζονταν αν τα παπούτσια μας τρύπησαν; Κανένας αρκεί να έκαναν τη δουλειά τους, και ξυπόλυτα μια χαρά ήμασταν.
Οι ψάθες τα βράδια έκαναν χρέη κρεβατιού στο δωμάτιο αυλή, ενός υπνοδωματίου τεράστιου με στέγη τον έναστρο ουρανό και αρχή και τέλος τη μάντρα της αυλής μας. Με όνειρα που ξέφευγαν που έτρεχαν μακριά εκεί στους άγνωστους κόσμους των παραμυθιών. Εκεί που εσύ θα βρεις τη βασιλοπούλα ή το βασιλόπουλο να πάρεις τη θέση του βασιλιά και της βασίλισσας. Έτσι δεν λένε τα παραμύθια;. Και το παραμύθι της ζωής μας πλάνεψε…
Μαζεύαμε μεγάλα κλωνιά σταριού εκεί για να πλέξουμε χτένια, και διακοσμητικά για τις πόρτες των σπιτιών μας. Ακόμα μαζεύαμε σκούπες, ένα άγριο σιτιρό,με το οποίο κάναμε σκουπάκια για το τζάκι ή σκουπάκια ξεσκονίσματος.
Κοίταζα με προσοχή τα άλλα παιδιά να μάθω. Δεν ήταν εύκολο. Τα άλλα παιδιά γνώριζαν από μικρά να κάνουν αυτές τις υπέροχες κατασκευές.
Μια μέρα εκεί που παίζαμε ανέμελα σχοινάκι στο διάλειμμα ακούσαμε ένα θόρυβο τρομερό. Αφήσαμε το σχοινάκι και τρέξαμε στο γεφύρι να δούμε τι γίνεται στον κάμπο.
Ένα θεριό, μεγάλο θεόρατο σκορπώντας καπνούς και σύννεφα από κομμάτια μικρά άχυρου ήταν στον κάμπο της Παραμυθιάς κάπου κάτω από το Καρυώτι, στον κάμπο του αεροδρομίου.
Όλα μαζί αφού ήμασταν σίγουρα πως δεν είναι αληθινό θηρίο αρχίσαμε να τρέχουμε κατά το χωράφι που το θηρίο έπαιζε με το στάρι.
Όταν φτάσαμε είδαμε κόσμο πολύ μαζεμένο να κοιτάει το θηρίο και να σχολιάζουν πόσο γρήγορα θερίζει και αλωνίζει το σιτάρι που ήθελαν τόσα χέρια να το θερίσουν και να το αλωνίσουν.
Χέρια και πόδια είπε κάποια γυναίκα.
-Πόδια, χα, χα, χα , χωριστά είναι τα χέρια από τα πόδια μωρή σιατούρω;
-Για τα άλογα λέω πόδια δεν λέω τα δικά σου και τα δικά μου γαϊδούρια.
-Εγώ το χωράφι μου θα το θερίσω με το δρεπάνι.-
-Ζουρλάθκες μωρή;
-Εσείς ζουρλαθήκαταν.
-Που είναι τα άχερα; τι θα τα’ι’σω τα ζώα μωρές;
-Με τούτο που πέφτει.
-Μώρε αυτό χεριάζεται μπαλιάζεται τι θα μου πείτε τώργια.
-Εγώ θα το δώκω στη μηχανή που θα θερίζουμε στον ήλιο μέρες, για το άχερο.
-Εσύ δεν έχεις ούτε μανάρι να θρέψεις τι το θες το άχερο;
-Γιατί δεν έχω εγώ καλύβες, δεν χρειάζομαι άχερο;
Δίπλα ο κυρ Λευτέρης καμάρωνε τη μηχανή που θέρισε και αλώνισε το στάρι σε λίγες ώρες. Και μεις θαυμάζαμε που ξεχώριζε το στάρι σπυρί σπυρί.
Για δεν το μηχάνημα του διαόλου για δες είπε η Δέσπω.
Όλοι θαύμαζαν το θηρίο. Σε λίγα χρόνια ο κάμπος γέμισε θηρία και μηχανές τρακτέρ αλωνιστικές θεριστικές μηχανές πολλά τα θηρία. Τα δρεπάνια σε λίγο κρεμάσθηκαν στις αποθήκες μαζί με τις κασάρες γιατί φεύγοντας οι άνδρες έφυγαν και τα ζώα. Όμως κάποια στιγμή εκείνα τα χρόνια τα θηρία έμειναν ορφανά όπως και οι κάμποι. Τα αλέτρια τα υνιά και οι συρτές μπήκαν στα κατώγια να πουληθούν για παλιοσίδερα.
Οι γυναίκες ξέκοψαν από τα χωράφια και κλείστηκαν στα σπίτια τους που τώρα είχαν ορφάνια μιας και ο αφέντης έλειπε και τι θα πει ο κόσμος; Ποιος ακούει την χλαλοή, και την κακογλωσσιά;
Έμεινε το θηρίο με μια μεγάλη ταμπέλα ΠΩΛΕΙΤΑΙ και πουλήθηκε.
Στα χωριά μας μετά τον πόλεμο ήρθε ο ξεριζωμός και την ορφάνια των χωριών μας. Οι χωριανοί άρχισαν να φτάνουν για λίγες μέρες κάπου το Καλοκαίρι με μεγάλα ΙΧ αυτοκίνητα και καλοντυμένους χωριανούς.
Η ζήλια για το αυτοκίνητο, το σπίτι και τα νάιλον κουβερλί έκαναν πολλούς να ονειρεύονται τη Γερμανία το Βέλγιο ακόμη και την Ελβετία με την ακριβή ζωή. Πετάχτηκαν οι φλοκάτες και τα χράμια, πετάχτηκε το στρώμα από τις τζάφκες ακόμα και το σαμάρι από τον ψαρί πήγε στο λάκκο τι σκασμό τα ήθελαν;
Έτσι μαράθηκαν όλα, γιατί και κείνοι που δεν μπορούσαν να φύγουν έξω μακριά, πήραν το δρόμο των πόλεων. Κλείστηκαν σε κλουβιά δυο ή τριών δωματίων και χαίρονταν ένα ντενεκέ με δυόσμο και βασιλικό. Άφησαν τον απλόχωρο κάμπο, τα ψηλά βουνά, το ποτάμι και τις συναυλίες των πουλιών του γρύλου και του τζίτζικα για μια μουκιά ψωμί.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως έγινε. Όλοι είχαν μια δικαιολογία την καλή ζωή.
Και ήταν τότε που στις διακοπές μιλούσαν για τα καλά της ξενιτιάς για τα καλά του μεροκάματου, μα δεν μιλούσαν για το στενό φόρεμα της μοναξιάς τον στενό κορσέ της καταπίεσης, κι ας ήσουν μέσα σε εκατομμύρια ανθρώπους ξένους ξένος και συ. Άνθρωπος ήσουν μονάχα μέσα σου, το χωριό, το ταπεινό σπίτι, ο τραχανάς, η μπατσαριά, το γάλα στην κούπα την τσιγκένια η και μια κόρα ψωμί στο παραγώνι στην αγκαλιά της γιαγιάς η της βάβως……Μα δεν μιλούσες σε κανέναν, έπρεπε να είσαι σαν όλους τους άλλους.
Δάκρυζαν τα μάτια σου μα δεν τόλμησες να πετάξεις το σκουτί της ξενιτιάς και να γυρίσεις πίσω. Ποιος άντεχε την καφτή γλώσσα του ότι εσύ δεν μπορείς, του ότι είσαι δειλός, ανάξιος.
Το γνώριζες πως σαν και σένα ήταν οι πολλοί, μα δεν βρέθηκε ο γενναίος, αυτός που θα έλεγε, λιγότερο ψωμί κοντά στην ακροποταμιά λιγότερο κρέας μα στα λουλούδια. Ζέστα με καπνό στ τζάκι, χωρίς ομπρέλα γιατί εκεί στο χωριό στην παίρνει ο αγέρας. Ναι χωρίς αυτά όμως κατσούλι θα είχες πάντα μια κάπα τα όνειρα, τη γη, τους χρόνους, τα γάλια πικρά η κατσαρά και την άνοιξη λουλούδια, Καλοκαίρι καρποί. Φθινόπωρο ετοιμασίες για το Χειμώνα και το Χειμώνα τραχανά κοντά στη στια, με την οικογένεια στο παραγώνι, γιαγιάδες, παππούδες, γονιοί, όλοι μαζί με τις χαρές και τις φασαρίες ακόμα και τους καυγάδες, μα οικογένεια.
Δεν είναι τραγική η μοναξιά σου, μπρος σε μια οθόνη, που σου δείχνει το ποτάμι, τον κάμπο, τα λουλούδια, που τα θαυμάζεις μα δεν τα βλέπεις. Αυτά είναι εκεί που τα άφησες, στον αληθινό κάμπο, στο αληθινό ποτάμι, στην αληθινή ζωή.
Το θηρίο έμεινε μόνο του όπως όλα. Είναι μέσα μας όμως σα μια ανάμνηση από τα παλιά. Ευτυχώς που τα ζήσαμε. Ευτυχώς. Έτσι μπορούμε να γυρίζουμε σε πολυαγαπημένα, ανθρώπους κάμπους, βουνά, βρύσες, ποτάμια και αγάπες μικρές μεγάλες ή ιδεατές.
Και τότε είχαμε πολλές αγκαλιές πολλά πανιά να μας σκουπίζουν τα μάτια. Με ρώτησες αν είχαμε χαρτομάντιλα; ΟΧΙ ούτε χαρτί υγείας είχαμε. Όμως τι θα θυμούνται τα παιδιά μας; Το χρωματιστό αρωματισμένο μαλακό κωλόχαρτο, τα πολυτελή χαρτομάντιλα, τις πολλές οθόνες. Εσύ τι θυμάσαι κάθε μέρα;;;
Φωτογραφία αρχείου – 1963 Δ.Β
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation