Aν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο, ώστε να συναντήσουμε τους οπλαρχηγούς των δύο οικογενειών, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα δέχονταν να σταθούν πλάι, πλάι, Μποτσαραίοι και Τζαβελλαίοι. Οι δύο οικογένειες από το Σούλι μπορεί να πολέμησαν μαζί πρώτα ενάντια στον Αλή Πασά και έπειτα κατά των Τούρκων γενικότερα, όμως τα δύο σόγια χώριζε έντονη κόντρα, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε ως και τις… εχθροπραξίες. Σήμερα πάντως, ο Κώστας Τζαβέλλας, ελεύθερος επαγγελματίας και έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, διατηρεί άριστες φιλικές σχέσεις με τον Κίτσο Μπότσαρη, που εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος.
Η οικογένεια των Μποτσαραίων, όπως τους αποκαλούσαν ήταν μεγάλη και αριθμούσε εκατοντάδες μέλη, τουλάχιστον μέχρι την αιματηρή μάχη του Σέλτσου το 1804, οπότε και έπειτα από τρίμηνη πολιορκία χάθηκαν εκατοντάδες άνδρες. Ο Κίτσος Μότσαρης μας αναφέρει, πως μετά την ήττα από τα στρατεύματα του Αλή Πασά, από τα περί 200 μέλη της οικογένειας έμειναν μόνο κάποιοι δεκάδες. Ο Κώστας Μπότσαρης, από τον οποίο κατάγεται η οικογένεια του κ. Κίτσου Μπότσαρη, γεννήθηκε το 1793 στο Σούλι.
Πατέρας του ήταν ο Κίτσος Μπόταρης και αδερφός του ο Μάρκος. Ο πατέρας του Κίτσος ήταν ένα από τα πέντε παιδιά των Σουλιωτών οπλαρχηγών που κρατήθηκαν όμηροι στην αυλή του Αλή Πασά, μετά την πρώτη εκστρατεία του τελευταίου να καταλάβει τα σουλιωτοχώρια. Αν και απελευθερώθηκε, κατέληξε και πάλι όμηρος στην αυλή των Ιωαννίνων, αυτή φορά με το γιο του Κώστα, ενώ όταν φούντωσε η Γ’ εκστρατεία του Αλή Πασά να καταλάβει το Σούλι, διέφυγε και έτρεξε να συνδράμει τους συγγενείς του στην αντίσταση.
Ο γιος του Κωνσταντίνος έμεινε πίσω και παρέμεινε όμηρος του Αλή Πασά, μέχρι τη δολοφονία του από άνδρες του Χουρσίτ. Τότε κατάφερε να διαφύγει και να συνδράμει τον αδερφό του Μάρκο, ο οποίος είχε ήδη αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα της επανάστασης και διορίστηκε μάλιστα και Στρατηγός στη Δυτική Ελλάδα από την Α’ Εθνοσυνέλευση.
Ο σημερινός απόγονος του Κωνσταντίνου αναφέρει ένα περιστατικό από εκείνη την περίοδο. “Όταν η Α εθνοσυνέλευση τον διόρισε Στρατηγό στη Δυτική Ελλάδα, υπήρξαν άλλοι οπλαρχηγοί που δυσαρεστήθηκαν και φαινόταν να δημιουργείται μια κατάσταση που θα έπληττε την ενότητα των Αγωνιστών. Ο Μάρκος τότε ενώπιον των υπολοίπων οπλαρχηγών έσκισε το δίπλωμα διορισμού και είπε ότι το δίπλωμα το κερδίζει κανείς στη μάχη”. Ο Κώστας Μπότσαρης πήρε μέρος στη μάχη του Καρπενησίου στις 9 Αυγούστου 1823 και μετά το θάνατο του Μάρκου, ορίστηκε αντικαταστάτης του. Πήρε μέρος στη μάχη στο Κρεμμύδι κατά των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ πασά, όπου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί, ενώ στη συνέχεια, έφυγε για την Ανατολική Στερεά Ελλάδα και πολέμησε υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Κώστας, ως επικεφαλής των Σουλιωτών, τον ακολούθησε στις μάχες του Διστόμου και της Αράχωβας. Μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ορίστηκε Στρατηγός στη θέση του και οδήγησε στρατεύματα στο Φάληρο, όπου υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Τούρκους, τον Απρίλιο του 1827. Μετά την απελευθέρωση, ο Κώστας συνέχισε τον αγώνα για την απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς, ενώ ανέλαβε πρωτοβουλίες μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και υπήρξε μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας που είχε σταλεί στο Μόναχο, για να προσκαλέσει επίσημα τον Όθωνα στον ελληνικό θρόνο. Στα χρόνια του Όθωνα έγινε Υπασπιστής της φάλαγγας και την περίοδο 1844-1847 υπηρέτησε επίσης ως γερουσιαστής.
Ο Κώστας Μπότσαρης πέθανε το 1853 και ετάφη στον οικογενειακό τάφο των Μποτσαραίων, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Τζαβέλλα τα χρόνια μεταξύ 1745 και 1872, θαρρείς και συναντάς μόνο ήρωες και αγωνιστές… Ο Λάμπρος Τζαβέλλας (1745-1792) αρχηγός και γενάρχης των Τζαβελλαίων, ήταν ο πολέμαρχος που ακόμα και ο Αλή Πασάς λογάριαζε και… φοβόταν. Γιος του ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας (1770-1809), που έγινε αρχηγός της Φάρας των Τζαβελλαίων και Πολέμαρχος, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Πολέμησε τον Αλή Πασά και πέθανε, έχοντας δηλητηριαστέι από τους Τούρκους.
Γιοι του ήταν οι Νικόλαος (1790-1872) και Κίτσος Τζαβέλλας (1801 – 1855). Ο Νικόλαος, από τον οποίον κατάγεται η οικογένεια του κ. Κώστα Τζαβέλλα, γεννήθηκε στο Σούλι και συμμετείχε στην επανάσταση του 1821, λαμβάνοντας μέρος σε περισσότερες από 70 μάχες. Στις 18 Απριλίου του 1829, υπό τη γενική αρχηγία του αδελφού του Κίτσου, εισήλθε πρώτος με τη Χιλαρχία του στη Ναύπακτο και την απελευθέρωσε. Ονομάστηκε τιμής ένεκεν “Απελευθερωτής της Ναυπάκτου” και “Πρώτος Φρούραρχος αυτής”.
Προήχθη στον βαθμό του Υποστρατήγου. Απεβίωσε στις 10 Μαΐου του 1872 στη Ναύπακτο και ετάφη στον περίβολο του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου. Ο κ. Κώστας Τζαβέλλας προσπαθεί να ξεχωρίσει μία ιστορία, χαρακτηριστική της προσωπικότητας και του αγωνιστικού χαρακτήρα του προγόνου του… δύσκολα… “Ανήκω στην όγδοη γενεά από τον Γενάρχη μας Λάμπρο Τζαβέλλα και στην έκτη από τους αγωνιστές του 1821, Νικόλαο και Κίτσο Τζαβέλλα. Τι να πρωτοδιηγηθεί κανείς.
Το γράμμα του Λάμπρου στον Αλή Πασά όταν θυσίαζε τον 16χρονο γιo του Φώτο; Την απόκριση της μάνας του Φώτου της Μόσχως Τζαβέλλα όταν στην απειλή του Πασά ότι θα ψήσει το Φώτο ζωντανό του ζήτησε να της κρατήσει ένα κομμάτι να το φάει;!!! Την απόκριση του Φώτου στον Πασά, όταν είχε σε ομηρία τη δική του αυτή τη φορά γυναίκα και τα παιδιά του (Κίτσο και Νικόλαο Τζαβέλλα); Κάμε τους ότι θέλεις αλλά εγώ και οι συμπολίτες μου, είναι αδύνατον να σου παραδώσουμε τα όπλα ζώντες.
Την απάντηση του 7χρονου Νικολάκη γιου του Φώτου, όταν τον ρώτησε ο Αλή Πασάς αν σου δώσω Νικολό ένα ντουφέκι θα πολεμήσεις; Του απάντησε ναι, αλλά όχι τους δικούς σου του Τσάμηδες δεν είναι καλοί, εγώ θέλω να πολεμήσω με τους γενναίους ! Πραγματικά είναι τόσο πολλά ! Για να μην πω για πολεμικά γεγονότα καθώς χρειαζόμαστε ημέρες ολόκληρες. Κατά την οικογενειακή μας παράδοση 177 Τζαβελλαίοι έχουν πέσει για την πατρίδα. 177ος ο παππούς μου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας στις μάχες της Πρεμετής, με τους Ιταλούς στην Βόρειο Ήπειρο, 2 Δεκεμβρίου 1940.
Ο Πατέρας μου τότε ήταν επτά χρόνων”. “Θα επιλέξω ένα περιστατικό που δεν αφορά μόνο δικό μου πρόγονο, αλλά δείχνει και την ψυχοσύνθεση αυτών των ατσάλινων ανθρώπων. Ένα περιστατικό που συχνά μου αρέσει να διηγούμαι στα παιδιά μου και αρέσκονταν να αφηγείται και ο προπάππους μου, Λάμπρος Τζαβέλλας (1883-1959 Στρατηγός και ήρωας του 1912-1913) στον εγγονό του και με τη σειρά του εκείνος (ο πατέρας μου δηλαδή) σε μένα”.
“Κατά την περίοδο 1800-1803 που διεξήχθησαν οι τελευταίοι πόλεμοι των Σουλιωτών με τον Αλή πασά, σε μία μάχη κοντά στην Παραμυθιά στο βουνό ονομαζόμενο Κουρίλλα, τραυματίστηκε ο Φώτος Τζαβέλλας, γιος του Λάμπρου. Το στράτευμα ήταν του Ιμπραήμ Πασά από τον Αυλώνα με 2.000 Τουρκαλβανούς. Η δύναμη των Σουλιωτών ήταν 100 πολεμιστές με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλλα. Μετά από πολύωρη μάχη ο Φώτος βλέποντας ότι η νίκη ήταν αμφίρροπος προτίμησε να επιτεθεί, αντί να υποχωρήσει. Όρμησε με γυμνό ξίφος εναντίον του εχθρού, τρέποντάς τους σε φυγή. Ένας Τουρκαλβανός που ήταν αργός, κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο τραβώντας το τουφέκι του, καθώς φοβήθηκε ότι ο Φώτος θα τον προλάβαινε. Όταν ο Φώτος πλησίασε τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε σοβαρά. Πέφτοντας κάτω ο Ήρωας, οι Τουρκαλβανοί έτρεξαν να του κόψουν το κεφάλι για να το πάνε στον Αλή και να αμειφθούν ! Παρ’ όλη όμως την ορμή τους δεν το κατάφεραν, διότι τα παλικάρια του Φώτου πρόφθασαν, μπήκαν μπροστά και κάλυψαν τον αρχηγό τους πολεμώντας μέχρι τη νύχτα ! Ο Φώτος, άσχημα πληγωμένος, παρακαλούσε τους συμπολεμιστές του να του κόψουν αυτοί το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μη βρεθεί λάφυρο στον Αλή πασά !
Οι Σουλιώτες του αποκρίθηκαν ότι το κεφάλι του θα παρθεί, αφού πρώτα κατακοπούν όλοι πάνω στο σώμα του. Αποτέλεσμα ήταν φυσικά όταν έπεσε η νύχτα να φύγουν πίσω στο Βουνό (Σούλι ), μαζί με τον τραυματισμένο αρχηγό τους. Σκεφθείτε εκατό πολεμιστές να μάχονται πεισματωδώς για ώρες, με εικοσαπλάσιο αριθμό εχθρικού στρατεύματος, μόνο και μόνο για την υπεράσπιση της τιμής του αρχηγού τους, καθώς με τέτοιο βαρύ τραύμα που έφερε να θεωρούσαν ίσως πως δεν θα γλίτωνε κιόλας. Ο Φώτος βέβαια έγινε καλά μετά από πέντε μήνες και επέστρεψε στις μάχες. Τι να πει κανείς για αυτούς τους αγράμματους αγωνιστές !
Οι αρχές και οι αξίες τους, δίδαγμα για όλους μας. Αλλά δυστυχώς στα σχολεία τα παιδιά μας μαθαίνουν μόνο για όλα τα άλλα και όχι και για αυτά!”, μας λέει. Τι μπορεί να σημαίνει για έναν Έλληνα εν έτει 2016 να κατάγεται από μια τέτοια οικογένεια;
Ο Κίτσος Μπότσαρης μας εκμυστηρεύεται πως η καθημερινότητα παραμένει ίδια, όπως και για κάθε άλλον σε αυτή τη χώρα. “Ίδιοι ρυθμοί ζωής, ίδια προβλήματα με τους υπόλοιπους Έλληνες”. Αυτό που ίσως αλλάζει, είναι η ανάγνωση εκείνης της ιστορικής περιόδου στο τέλος της ημέρας. “Ίσως του δίνει κάποιο παραπάνω κίνητρο για να μελετήσει το συγκεκριμένο κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας και να επισκεφθεί τα μέρη που σχετίζονται με αυτό” σημειώνει ο κ. Μπότσαρης και υπογραμμίζει: “Άρα ίσως να το κάνει πιο ιδιαίτερο όταν αυτός στο τέλος μιας ημέρας πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο αφιερωμένο στο 1821”.
Ο κ. Τζαβέλλας στέκεται στη σημασία που έχει για έναν Έλληνα του 2016, να γνωρίζει από ποια ακριβώς οικογένεια ηρώων του 1821 κατάγεται. “Βλέπετε, δυστυχώς, η αποξένωση από την ιστορία μας, δημιουργεί αυτή την αίσθηση. Ότι δηλαδή αυτή η βαριά κληρονομιά ανήκει μόνο σε εμάς, που για διάφορους λόγους ίσως και τύχη, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σήμερα από ποιους επώνυμους αγωνιστές καταγόμαστε”, μας λέει, εκτιμώντας πως σήμερα, δεν υπάρχει Έλληνας, που να μην κατάγεται από ήρωες κι αγωνιστές του 1821.
“Ό,τι σημαίνει λοιπόν για ένα οποιονδήποτε Έλληνα αυτή η καταγωγή, διαβάζοντας για τον Μάρκο Μπότσαρη, που έσκισε το χαρτί της Αρχιστρατηγίας, για να κατευνάσει τη διχόνοια μεταξύ των υπόλοιπων οπλαρχηγών και την επόμενη έπεφτε πρώτος στη μάχη του Κεφαλόβρυσου, το 1823, το ίδιο σημαίνει και για εμάς”. Κατά τον απόγονο του Νικόλαου Τζαβέλλα, όπως αισθάνεται ένας Έλληνας πατέρας σήμερα, όταν διαβάζει για τον Καπετάν Λάμπρο Τζαβέλλα που θυσίασε τον γιο του, το 1792 στα χέρια του Αλή Πασά για την Ελευθερία της Πατρίδας του, το ίδιο αισθάνονται και οι απόγονοί τους. ‘Εμείς απλά αποτελούμε την απόδειξη ότι αυτή η βαριά κληρονομιά είναι ζωντανή. Και ότι όλα αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα και μάλιστα πολύ πρόσφατα και είμαστε όλοι η συνέχειά τους.
Μία κληρονομιά πραγματικά πολύ βαριά που όσο και δύσκολα αν περνάμε πρέπει να την σηκώνουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε και να την περιφρουρούμε όλοι το ίδιο, όταν κάποιοι την επιβουλεύονται η προσπαθούν να την αποδομήσουν. Εντάξει, αισθανόμαστε ίσως μία επιπλέον συγκίνηση και περηφάνια όταν μιλούμε για τους παππούδες μας, όπως τώρα καλή ώρα, αλλά χωρίς καμία απολύτως έπαρση. Και αυτό πρώτον διότι γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, αλλά κυρίως γιατί αισθανόμαστε ευθύνη για το τι θα πράξουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ευθύνη που μοιραίο είναι να την ‘φορτώνουμε’ κι εμείς στα παιδιά μας!”, λέει με ταπεινότητα. Συνομιλώντας με δύο ανθρώπους που κουβαλάνε στις πλάτες τους δύο από τα πιο “βαριά” ονόματα της Ελληνικής Επανάστασης και ιδιαίτερα της πολύτιμης συνεισφοράς των Σουλιωτών σε αυτή, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε ποια είναι η “στόφα” ενός ήρωα.
Τι είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο ξεχωριστό; “Νομίζω ήταν η επιμονή τους να πετύχουν τον στόχο τους να απαλλαγούν από τον Οθωμανικό ζυγό με οποιοδήποτε κόστος για αυτούς χωρίς να ζυγίζουν τα ρίσκα και τις αναλογίες”, λέει ο Κίτσος Μπότσαρης. Για τον Κώστα Τζαβέλλα, αυτό που ισχύει γενικά για τους ήρωες και αγωνιστές της επανάστασης, ήταν ο άνθρωπος, όπως διαμορφώθηκε μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς.
“Ο Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος που βγήκε στην κλεφτουριά, διότι προτιμούσε να ζει κυνηγημένος, μα περήφανος κι ελεύθερος σε όλη του τη ζωή. Οι κακουχίες της δύσκολης ζωής του μέσα στα τετρακόσια χρόνια διαρκούς κατατρεγμού, η εξοικείωσή του με την φύση, η λιτή του διατροφή, αλλά και οι αξίες που ανεπτύχθησαν στην ψυχή, ενός τέτοιου σκληρού αλλά απλού και τίμιου ανθρώπου, συνέθεσαν τον απόλυτο πολεμιστή, που όταν χάρις τους Λόγιους κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν, μας χάρισε αυτό που απολαμβάνουμε σήμερα. Τα περιγράφει ο μέγιστος όλων Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του”. Για την περίπτωση των Σουλιωτών βέβαια, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, καθώς έχουμε μία ολόκληρη συμπολιτεία από τέτοιους αλύγιστους ανθρώπους.
Μία συμπολιτεία η οποία υπήρξε ελεύθερη μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, για περίπου διακόσια χρόνια. “Σα να λέμε ότι στην Ευρώπη του 3ου ράιχ θα μπορούσε να υπάρξει μία χώρα Ελεύθερη δια των όπλων! Θα ήταν ποτέ δυνατόν ; Κι όμως. Βασικές αρχές τους η Ενότητα και η πίστη στην Ελεύθερη Πατρίδα ! Μία Δημοκρατία με άγραφους απαράβατους νόμους, ισόνομη για όλους. Βασικά χαρακτηριστικά τους η Μπέσα και η Ανδρεία. Ο δειλός δεν είχε θέση στην Συμπολιτεία των Σουλιωτών.
Το σώμα των Σουλιωτών αποτέλεσε τον βασικό κορμό των Ελληνικών στρατευμάτων κατά την διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης. Ειδικοί στην ενέδρα, στην μάχη σώμα με σώμα, στην νυχτερινή επίθεση αλλά κυρίως στη μη εγκατάλειψη του πόστου, μέχρι και του τελευταίου πολεμιστή!
Ακριβώς όπως οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες”, λέει χαρακτηριστικά. Παρατηρώντας πόσο καταλυτική είναι η επίδραση της ιστορίας των παπούδων τους μέχρι και σήμερα, αναρωτηθήκαμε αν βλέπουν παρόμοια ηρωικά χαρακτηριστικά σήμερα στην Ελλάδα. “Αν και δεν μου αρέσουν τέτοιου είδους συγκρίσεις, μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά αλλά και θαυμασμό ότι οι πιλότοι στα μαχητικά της Πολεμικής Αεροπορίας είναι ήρωες και τους οφείλουμε πολλά” εξηγεί ο Κίτσος Μπότσαρης. Ο κ. Τζαβέλλας από τη μεριά του, χωρίς καμία αμφιβολία, δηλώνει πως φυσικά και υπάρχουν ήρωες… όλοι εμείς, οι εν δυνάμει ήρωες, εκείνοι που υπάρχουν μέσα μας κι όταν χρειαστεί θα βγουν μπροστά. “Όπως τότε που μετά από αιώνες ανέχειας και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, βγήκαν κάποιοι λίγοι μπροστά κι έγιναν ήρωες.
Πολλοί από αυτούς μάλιστα χωρίς να το καταλάβουν. Έτσι και σήμερα, το ίδιο θα γίνει όταν χρειαστεί. Ο πατέρας μου, απόστρατος Ιππικού – Τεθωρακισμένων, μου διηγείται συχνά πως πριν τον πόλεμο του 1940, ο παππούς μου Ίλαρχος Ιππικού έγραφε στον προπάππου μου. Πατέρα οι σημερινοί στρατιώτες δεν είναι σαν αυτούς που είχατε εσείς τότε, το 1912 – 1913 και στη Μικρά Ασία. Είναι ανυπάκουοι και μαλθακοί. Ο Στρατηγός πατέρας του, του αποκρίνονταν πως δεν έχει δίκιο κι όταν έρθει η ώρα θα δει τι στρατιώτες έχει. Ήρθε η ώρα λοιπόν και αυτοί οι μαλθακοί στρατιώτες έγραψαν το «Έπος του 40»! Το κρίμα όμως βρίσκεται αλλού. Αν τότε επί Τουρκοκρατίας χρειάστηκαν τετρακόσια χρόνια για να ξεσηκωθούμε και να φτιάξουμε κράτος, τώρα με αυτή τη γνώση που έχουμε από τους προγόνους μας, θα είμαστε αδικαιολόγητοι να φτάσουμε το κράτος στο χείλος του γκρεμού, για να αναζητήσουμε τους ήρωες που θα το σώσουν και πάλι. Και σε αυτό ίσως γίνομαι κουραστικός, αλλά το επαναλαμβάνω πάντα. Η Ιστορία μας βοηθά να γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε και να αποφεύγουμε τα ίδια λάθη.
Μα δεν τη διδασκόμαστε”, λέει ο κ. Τζαβέλλας. Τα χωριά του Σουλίου είναι από τις λιγοστές περιοχές της υποδουλωμένης Ελλάδας που αντιστάθηκαν σθεναρά πριν καν ξεσπάσει η επανάσταση. Τα σουλιωτοχώρια προέταξαν το ανάστημά τους απέναντι στον Αλή Πασά και κατάφεραν να αντέξουν έχοντας απέναντι τους δεκαπλάσιους στρατούς. “Έχει ειπωθεί πρόσφατα ότι ένας Σουλιώτης ισοδυναμούσε με 10 αντιπάλους του” μας αναφέρει ο Κίτσος Μπότσαρης. Τι ήταν όμως αυτό που τους έκανε τόσο ξεχωριστούς και συνάμα πολύτιμους την περίοδο της εθνέγερσης; “Νομίζω ότι ο σημαντικότερος παράγων είχε να κάνει με την ικανότητά τους ως πολεμιστές” αναφέρει ο κ. Μπότσαρης. Ο απόγονος της οικογένειας των Μποτσαραίων κάνει μάλιστα και έναν παραλληλισμό των προγόνων του με τον τρόπο ζωής στην Αρχαία Σπάρτη. “Έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς την καθημερινότητα των Σουλιωτών που θυμίζει λίγο πολύ εκείνη των αρχαίων Σπαρτιατών με τη λιτή ζωή, την αγάπη στα όπλα αλλά και την υψηλή θέση που κατείχαν οι γυναίκες στην κοινωνία τους”.
Το Σούλι, όπως λέει ο Κώστας Τζαβέλλας, δημιουργήθηκε από την ανάγκη του τότε Ορθόδοξου Χριστιανού κάτοικου της περιοχής, να ζήσει ελεύθερος. Ύστερα από διωγμούς, βίαιους εξισλαμισμούς και γενοκτονίες στην ευρύτερη περιοχή, κάποιοι άνθρωποι προτίμησαν αυτόν τον δύσβατο τόπο, για να ζήσουν ελεύθεροι με λιγοστά αγαθά. Σιγά σιγά εξελίχτηκε σε μία ολόκληρη συμπολιτεία, με δυνατούς πολεμιστές και πολλοί προσέτρεχαν εκεί για να βρουν καταφύγιο και Ελευθερία. “Η ανάγκη του ανθρώπου δημιούργησε αυτή την μικρή περιοχή, που θέλει κάποια στιγμή να σηκώσει το κεφάλι ψηλά και να αποτινάξει τον δυνάστη του. Σε μία εποχή που θεωρείτο πολυτέλεια και μόνο το ότι ζεις, ο καταλύτης δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την ανάγκη για Ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αυτή η μικρή περιοχή, αυτή η μικρή Δημοκρατία, είναι το πρώιμο Ελληνικό κράτος που μαζί με τη Μάνη κράτησαν αναμμένη τη φλόγα. Τα δύο κάστρα που έλεγε κι ο Γέρος του Μοριά”, εξηγεί. Στα χρόνια της κρίσης, οικονομικής και κοινωνικής, πολλές είναι οι φωνές που μιλούν για ένα νέο τρόπο υποδούλωσης του ελληνικού λαού, ο οποίος παραμένει δέσμιος μιας κατάστασης που “κρύβει” το μέλλον και “σκοτεινιάζει το παρόν. Από την πλευρά του ο Κίτσος Μπότσαρης αρνείται να μπει σε μια τέτοια σύγκριση και λογική. “Θεωρώ ότι μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικές εποχές και τελείως διαφορετικές καταστάσεις” αναφέρει.
Ο κ.Τζαβέλλας πιστεύει, ότι ο οικονομικός ζυγός της χώρας μας σήμερα οφείλεται πρωτίστως σε εμάς τους ίδιους και μετά στους δανειστές και στους εταίρους μας. “Μα ακόμα κι αν οφείλεται στους ξένους δεν θα μπορούσε να είναι πρόβλημα αν ήμασταν μονιασμένοι μεταξύ μας! Δεν τολμώ να ερμηνεύσω το προπάππου μου και να τον επικαιροποιήσω με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα πω το εξής: Όταν το 1854 έγινε η εξέγερση Θεσσαλίας και Ηπείρου, στην υπόδουλη ακόμα υπόλοιπη Ελλάδα, ο προπάππους μου Κίτσος Τζαβέλλας, έχοντας διατελέσει ήδη Υπουργός στρατιωτικών αλλά και Πρωθυπουργός, κατά τα παλαιότερα έτη (1844 – 1849), αντί να κάτσει με σταυρωμένα χέρια στην ελεύθερη Ελλάδα με τα αξιώματά του, έλαβε μέρος στην εξέγερση, ερχόμενος σε αντίθεση με τον Όθωνα και φυσικά με τους τότε Δανειστές και συμμάχους μας.
Μάλιστα κατά την οικογενειακή μας παράδοση, μίλησε απαξιωτικά όταν επέστρεψε ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά, αλλά και στην βασίλισσα Αμαλία την οποία και απείλησε. Αυτός ο Ήρωας που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους της Ελληνικής επανάστασης, πέθανε το 1855 απογοητευμένος (όπως και άλλοι σαν αυτόν φυσικά), καθώς είδε το όνειρο της μεγάλης ιδέας να χάνεται για άλλη μία φορά. Έχοντας αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στον αγώνα, ένοιωθε πως δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει την προσφορά του στην Πατρίδα !
Για αυτή τη μεγάλη ιδέα πολέμησαν, θυσιάστηκαν και πέτυχαν μερικά χρόνια αργότερα, τα εγγόνια του με τις τότε γενεές Ηρώων!” Κλείνοντας, ο απόγονος των ηρώων Τζαβέλλα, αναφέρεται στους σημερινούς “Ιστορικούς”, όπως τους αποκαλεί, που προσπαθούν να αποδομήσουν αυτούς τους ήρωες, ερμηνεύοντάς τους πολλές φορές, με τρόπο χυδαίο, θέλοντας να πρωτοτυπήσουν ή εκτελώντας ίσως κάποιον άλλο σκοπό, που αδυνατεί, όπως λέει, να αντιληφθεί. “Αν ξαφνικά κάποιος από εμάς σήμερα, μεταφερόταν δια μαγείας σε εκείνη την εποχή, δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε μία ημέρα !
Η επικαιροποίηση της Ιστορίας, είτε γίνεται για λόγους ασχετοσύνης, είτε γίνεται δια του δόλου, αποτελεί για μένα προσωπικά το ίδιο και το αυτό έγκλημα. Χρόνια μας πολλά, να είμαστε καλά, να τιμούμε, να θυμόμαστε και να παραδειγματιζόμαστε κάθε μέρα στη ζωή μας από αυτούς τους ανθρώπους, που μας χάρισαν αυτό που σήμερα όλοι απολαμβάνουμε. Την Ελευθερία μας. Να μαθαίνουμε την Ιστορία μας στα παιδιά μας. Γίνονται καλύτεροι άνθρωποι”, καταλήγει.
Join the Conversation