Οι ιστορίες της βάβως | Ο καλατζής, ο ρολογάς, ο ασημουργός και οι άλλοι μιας άλλης εποχής της Παραμυθιάς

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Στη Παραμυθιά υπήρχε μια πολύ καλά οργανωμένη κοινωνία. Αυτάρκης στα χρόνια μου δεν ήταν όλα, γιατί πια δεν ύφαιναν ούτε τα μάλλινα ρούχα και παρόλο που πολλές γυναίκες ως τον πόλεμο έτρεφαν μεταξοσκώληκες υφάσματα βαμβακερά, λινά, μεταξωτά δεν είχαν. Αυτά έπρεπε να τα φέρουν από την Αθήνα. Πολύ καλή και φτηνή αγορά ήταν και η γιαννιώτικη αγορά αφού στα Γιάννενα ύφαιναν κάποια υφάσματα λεπτά όπως μαντήλια ίσως και αλατζιάδες.

Στη μικρή μας πόλη πολλά τα έφερναν και από την Κωνσταντινούπολη ή από την Ιταλία και την Αγγλία. Τα βαμβακερά σεντόνια για τις προίκες ήταν Αγγλικά όπως και οι μεταξωτές κουρτίνες ψαράκι. Αυτή ήταν όμως για τις προίκες, στην καθημερινότητά μας όμως ήταν πιο απλά και ελληνικά. Στα υφάσματα των ρούχων και των εσωρούχων όπως και τώρα οι κυρίες ήθελαν να είναι η μια κομψότερη από την άλλη. Οι παραμυθιώτισσες ήταν πολύ καλοντυμένες.

Αν και είχαμε πολλά τσαγκαράδικα οι γυναίκες έφερναν παπούτσια λεπτεπίλεπτα από λουστρίν και τελατίνη. Και μένα μου έφερναν λουστρίν το Χειμώνα τελατίν το Καλοκαίρι. Για την καθημερινή οι νοικοκυρές τα παιδιά και οι εργαζόμενοι έκαναν παπούτσια σεβρά για καλά και βακέτα για κάθε μέρα. Πολλούς τσαγκάρηδες είχαμε, οι δικοί μου άνθρωποι, όταν έκλεισε ο Σωκράτης το παπουτσάδικο και πήρε αυτοκίνητο, κάναμε παπούτσια στον Αποστολίδη. Αυτά τα καθημερινά παπούτσια είχαν από κάτω πεταλάκια μπροστά και πίσω και πολλές φορές και πρόκες έτσι όταν περπατάγαμε στα καλντερίμια δεν χάλαγαν εύκολα. Άκουγες όμως τον ήχο τάκα τάκα τάκα. Εκτός από τα κανονικά παπούτσια έπρεπε όλοι να έχουμε γαλότσιες. Στην Παραμυθιά βρέχει πολύ. Τα αγόρια φορούσαν μονόχρωμες μαύρες ψηλές και τα κορίτσια κοντές με κουμπάκια στο πλάι και γούνα από πάνω. Επειδή οι γαλότσιες ναι μεν σε προφύλαγαν από το νερό ήταν όμως πολύ κρύες έτσι τις φοράγαμε με μάλλινες κάλτσες ή σπιτικές χειροποίητες που τις έπλεκαν με πέντε βελόνες και προβατίσια κλωστή, ή μάλλινες πουρνάρα.

Τα βελούδα και τα σιφόν τα έφερναν από την Κωνσταντινούπολη ή από τη Θεσσαλονίκη, υπέροχα βαμβακερά βελούδα έφερναν κι από την Αγγλία. Τα παπλώματα τα στρώματα τα έκαναν οι γυναίκες μόνες τους, αλλά είχε και μάστορα ή Παραμυθιά. Υφασματάδικα είχε πολλά. Τα μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα είχαν από όλα χρυσαφικά, ρολόγια, είδη κεντήματος, κλωστές πλεξίματος κλπ. Το πιο πλούσιο μαγαζί γυναικείων και ανδρικών ενδυμάτων και υφασμάτων ήταν του Γιάννη Μπάρμπα. Από εκεί ο πατέρας μου μου αγόρασε το πρώτο μου ρολογάκι ένα venus χρυσό με 21 ρουμπίνια, το έχω ακόμη.

Οι αδελφοί Μητσιώνη είχαν το κάτω μαγαζί που έφερνε και λίγο πιο μοντέρνα υφάσματα και ήταν κυρίως το κατάστημα που έβρισκες ότι χρειαζόσουνα από την κλωστή μέχρι το κουμπί τα υφάσματα για βάτες ακόμη έβρισκες και κεντήματα και είδη προικός. Από ότι θυμάμαι χρυσαφικά και ρολόγια κολιέδες δεν είχε. Ψεύτικα πολύ κομψά κοσμήματα είχαν τα μαγαζιά που είχαν και ψιλικά.
Υπήρχε και το μαγαζί του Κωστάκη Μητσιώνη που είχε πολλά κλωστικά κάλτσες μαντήλια πουκάμησα πιο λα’ι’κά. Είχε όμως υπομονή ο Κωστάκης κι άν έψαχνες κάποιο νούμερο κλωστές για κέντημα έψαχνε να το βρει. Αν δεν το έβρησκε σου το έφερνε σε δυο μέρες δεν σου έλεγε αυτό είναι δεν φαίνεται η διαφορά κλπ.

Τα κρεοπωλεία ήταν μικρά μαγαζιά που έσφαζαν κάθε Πέμπτη και το Σάββατο. Πριν σφάξει ο χασάπης έπαιρνε τις παραγγελίες. Θυμάμαι πως για πίτα ήθελε μιάμιση οκά μεσολούρι. Για ψητό με πατάτες ή κυδώνια πλάτη μια οκά και τρακόσια δράμια. Για γκιουβέτσι μπούτι πίσω με το νεφρό και αν έχει πάνα και λίγη πάνα. Αν ήταν για ξένους το μπούτι ολόκληρο αν ήταν για την οικογένεια τόσες μερίδες όσες τα άτομα συν τρία μερίδες για τους ξένους, που ίσως έρθουν κι άν δεν έρθουν στέλνουν το φαγητό. Αυτό τότε δεν ήταν όπως σήμερα, τότε ήταν αγάπη όχι οίκτος.

Ηλεκτρικά ψυγεία δεν είχαν μα και ο κόσμος δεν έτρωγε κρέας παρά μια φορά την Εβδομάδα την Κυριακή. Στις μεγάλες γιορτές έρχονταν ο παππούς μου ο Χρήστος, που έσφαζε ως 80 σφαχτά. Όταν είχε καλό καιρό τα Σάββατα έρχονταν οι Κερκυραίοι, που φέρνανε ψάρι. Έτσι πολλά σπίτια το Σάββατο τρώγανε μικρά τηγανητά ψάρια με σαλάτα λάχανα βρασμένα. Τα ψάρια ήταν πολύ φτηνά.

Εκτός όμως από τα κατ΄εξοχήν υφασματάδικα είχε και άλλα μαγαζιά που είχαν μικρές ποσότητες υφασμάτων. Δίπλα στο μαγαζί του παππού μου ήταν ένας χωριανός μας ο Λάκης Γιαννακης που ήταν και φίλος του παππού μου. Εκεί ψώνιζα κι αν δεν μου άρεσε κάτι τότε πήγαινα σε άλλο μαγαζί. Δεν ξέρω όμως πως τα κατάφερνε και μου έδινε ότι θα ήθελα, μάλλον από τότε ήμουν ατσούμπαλη.

Βιβλιοπωλεία είχε η Παραμυθιά τρία οργανωμένα, του Θωμά Χρήστου, του Τζόΐ ένα που δεν θυμάμαι παρά την προσπάθειά μου, είχε όμως μικρές γωνιές βιβλίων, ο Αδάμ Γκρέκος, μα και άλλοι πολλοί, που πούλαγαν γραφική ύλη ακόμα και βιβλία. Ο Αδάμ ο Γκρέκος είχε και εφημερίδες έφερνε και στυλό πένας με ένα λάστιχο που το ζούλαγες και γέμιζε μελάνη το στυλό.

Τότε τα βιβλία τα αγοράζαμε δεν μας τα έδιναν το κράτος. Τα φροντίζαμε και προ παντός τα ντύναμε τους βάζαμε χαλκομανίες και τα κρατούσαμε πεντακάθαρα. Τη μόνη σημείωση που κάναμε ήταν ένα ,ν, που έδειχνε από που έως που είχαμε μάθημα. Αυτό το σημάδι το κάναμε με μολύβι για να το σβήνουμε και να είναι καθαρό το βιβλίο μας.

Πολλά παιδιά δεν είχαν βιβλία όμως τους έδιναν οι συμμαθητές τους που είχαν. Τα πιο μαγικά επαγγέλματα για μένα τότε, ήταν του καλατζή, του σαγματοπποιού, του ρολογά του ασημουργού και του σιδερά.

Ο καλατζής έρχονταν στα σπίτια γιατί μια φορά το χρόνο οι νοικοκυρές καλάιζαν τα αγγεία τους. Άναβε φωτιά έξω ο καλατζής και περνώντας στο ακαλάιστο τηγάνι που ήταν μαύρο ντιν κατα νιπ, έριχνε μέσα ένα πράγμα το καλάι που έλειωνε, και με μια πατσαβούρα το έφερνε γύρω γύρω. Έριχνε όμως εκτός από το καλάι και κάτι άλλο μπορεί να το λέγανε νησαντήρι μα δε είμαι σίγουρη. Τα καλαΐσμένα αγγεία έλαμπαν, καθρεφτιζόσουν μέσα. Έπρεπε όμως να πλυθούν με βραστό πυτουρόνερο. Τότε δεν είχαμε ανοξείδωτα κουταλοπείρουνα ήταν σιδερένια και τα καλαΐζαμαν.

Ο ρολογάς, ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. Σκυμμένος με το γυαλί στο μάτι έβγαζε κάτι βιδάκια με κάτι μικροσκοπικά εργαλεία και αν εμείς θέλαμε να παρακολουθήσουμε μας άφηνε αν καθόμασταν σε μια γωνιά χωρίς να μιλάμε, μπορούσαμε ώρες να τον κοιτάμε. Ήταν φίλος του πατέρα μας.

Ο τελάλης που τελάληζε τις αποφάσεις του Δημαρχείου τις πράξεις που τότε δεν έστελναν εγγράφως ούτε σε εφημερίδα. Έβγαζαν το καντάρι δημοπρασία, φώναζε ο τελάλης δυο Σάββατα ότι το καντάρι θα βγει την τάδε του μηνός στο Δημαρχείο σε πλειστηριασμό.

Οι αχθοφόροι που κουβαλούσαν τα ψώνια στα σπίτια με μικρό αντίτιμο ήταν κύριο επάγγελμα. Εγώ θυμάμαι τον Τσώτα και το Μίχο Κάτσιο. Ο Μίχο Κάτσιος ήταν και πρακτικός θεραπευτής σπασιμάτων.

Υπήρχαν γυναίκες που έκαναν καλά τη σούφρα. Σούφρα ήταν η σχεδόν πλήρης αφυδάτωσης. Αυτή η αλλοιφή γίνονταν με σουφροχόρτι ή δαύκο, καμένο με μέλι και κατράμι. Αυτό το μαύρο πράγμα άλειφαν τα μωρά που έτσι δεν έχαναν από τους πόρους του υγρό. Σε μια εβδομάδα ήταν μια χαρά.Γιαούρτι πουλούσαν και οι φούρνοι είχε όμως η Παραμυθιά και γιαουρτάδικα. Ένα πολύ καλό γυαουρτάδικο ήταν στο πηγάδι από την πάνω πλευρά.

Τα σιδεράδικα, τα ντενεκατζίδικα, τα ραφτάδικα ανδρικών ρούχων ήταν πολλά. Τα χαλκωματάδικα που έκαναν λάμπες μπρούτζινες,χαλκούς, λάμπες λαδιού, μπρούρζινα θυμιατά, γουδιά πολλών είδων, μικρά, μεγάλα με χέρι, βαριά κλπ. Έκαναν λάμπες πετρελαίου με σκαλίσματα με πόδι ψηλές και με χερούλι. Καντήλια όλων των ειδών και γκιούμια. Πόσο όμορφα ήταν όταν τα ζύγιαζαν στη ζυγαριά τόσο το μέταλο τόσο ή δουλειά. Να βάλεις και το όνομα Κωστάντω, βάλε και ημερομηνία είναι για δώρο. Το πρώτο δώρο που έκανε η νούνα ή ο νούνος ήταν χάλκωμα συνήθως νταβάς με σκέπασμα. Έκαναν και υπέροχα μαγκάλια με βάσεις σιδερένιες, χερούλια που έλαμπαν.

Ας αφήσουμε τα άλλα για την άλλη φορά.

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως από εδώ

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation