Παραμυθιά στα μέσα της δεκαετείας του 40.
Εκείνη τη χρονιά στο σπίτι μας ήμασταν τρία παιδιά. Η μεγάλη, δηλαδή η αφεντιά μου, ο Δημήτρης που όλοι τον φωνάζαμε Μπούλη γιατί στο όνομα Δημήτρης η Μήτσιος, αν τον φωνάζαμε, έκλαιγε η γιαγιά μου. Ήμουν πολύ θυμωμένη με τη νονά, που τον βάπτισε Δημήτρη και έκανε τη γιαγιά μας να κλαίει. Ήταν και ο Φάνης μας που ήταν μόλις εννέα μηνών ένας κούκλος, που όμως εγώ και σε κείνον ήμουν θυμωμένη, να έχει ο Δημήτρης αδελφό και γω να μην έχω αδελφή; Και είμαι και η μεγάλη είναι δίκαιό… Αφού ήθελα να τον πετάξω από το παράθυρο. Ευτυχώς το παράθυρο είχε σιδεριές και έτσι έχουμε το σοφότερο κεφάλι στο Παυλαίικο.
Εκείνη τη χρονιά στο σπίτι μας υπήρχε μια μουγκαμάρα. Κανένας, δεν γέλαγε κι αν μας έπαιρναν αγκαλιά εμείς καταλαβαίναμε πως κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε, γιατί όλοι έκλαιγαν στο σπίτι μας, και στης γιαγιάς μας, ούτε κοκκόσιες (ποπ κορν) δεν μας έκαναν. Μόνο ο παππούς μας έφερνε ένα λουκουμάκι κάθε βράδυ, όπως έκανε ο πατέρας μας.
Στο Φάνη δεν δίναμε μη μας πνιγεί. Εκεί, λίγο πριν τις γιορτές, ο πατέρας μας είχε ανεβάσει έναν πυρετό παράξενο και ύστερα δεν μπορούσε να περπατήσει. Πόναγε πολύ και του έκανε ο νοσοκόμος ενέσεις. Έβραζε η μάνα μας κάτι βελόνες και κάτι γυαλιά να είναι έτοιμα για την ένεση. ΄’Ήθελα να τον βαρέσω που έκανε ενέσεις στον μπαμπά μου, όμως ο πατέρας μου είπε, πως φροντίζει να τον κάνει καλά.
Ήρθαν όλοι οι γιατροί, αυτούς που είχαμε στην πόλη μας, δεν μπόρεσαν να του βρουν τίποτε, τον πήγανε με φορτηγό στα Γιαννένα. Όταν τον έβγαζαν έξω, πάνω σε μια καρέκλα, μας κοίταγε με ένα βλέμμα, αυτό το βλέμμα το είδα ξανά όταν έφυγε για το νοσοκομείο πολλά χρόνια μετά, λίγο πριν πεθάνει. Ήταν ένα βλέμμα αποχαιρετισμού. Δεν γνωρίζω τι έγινε, τι είπαν οι γιατροί, μα ο πατέρας μας δεν γύρισε μαζί τους. Μας είπαν πως ο πατέρας μας είναι καλά κι ότι έπρεπε να μείνει στους άλλους μας παππούδες που μένανε μόνιμα στα Γιάννενα και μόνο το Καλοκαίρι οι γυναίκες και τα παιδιά πήγαιναν στο χωριό. Ακούσαμε πως ήταν στο νοσοκομείο μα δεν ξέραμε που ήταν. Οι μεγάλοι νομίζουν πως ξεγελούν τα παιδιά. Τι ειρωνία και τα παιδιά κάνουν τα χαζά. Η μάνα μας, μας έλεγε πως ήταν στους άλλους παππούδες. Μόλις γίνει καλά θα έρθει. Εγώ, γιατί μόνο για μένα μπορώ να μιλήσω, δεν πίστευα κανέναν, τα άλλα ήταν μικρά, ξεγελιούνταν και με μια καραμέλα.
Η γιαγιά μου, όλο σκούπιζε τα μάτια της και έλεγε παιδάκι μου, αχ παιδάκι μου. Η μάνα μας έκανε μηχανικά τις δουλειές της, μα δεν μας μάλωνε καθόλου, ότι και να λέγαμε ότι και να κάναμε. Και όλο έφευγε με το φορτηγό του θείου μας του Σωκράτη και γύριζε μαζί του την άλλη μέρα. Μα δεν μιλούσε, δεν έλεγε τίποτε. Εμείς για πρώτη φορά κάναμε ότι μας έλεγαν. Σε λίγες μέρες θα ήταν τα Χριστούγεννα και δεν ήταν σαν γιορτή. Έκανε η μάνα μας μια πίτα και μια σούπα, και κανένας δεν γέλαγε μόνο η γιαγιά μας έλεγε. Δεν θα μου το κάνει ο Θεός αυτό, πήρε το Μήτσιο, θα λυπηθεί τα παιδιά. Ούτε τραγούδια ούτε τίποτε ούτε καν τα τραγούδια της γέννησης του Χριστού μας. Εγώ τα τραγούδησα από μέσα μου (ο μπαμπάκας μου τα τραγουδούσε μαζί μου) αν ήταν εδώ,,,,, και κείνη η μάνα μου, φώναζε αν γέλαγα και με έλεγε αναίσθητη. Δεν ήξερα τι είναι αυτό, καλό όμως δεν ήτανε, άρα,, ήτανε κακό… Πέρασαν τα χριστούγεννα και μεις είμασταν μαραμένοι, έλειπε ο πατέρας μας ο κύριος της χαράς μας και οι άλλοι λες και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έτσι μαύρα πέρασαν τα Χριστούγεννα. Ήρθε και η Πρωτοχρονιά η ίδια μαυρίλα και κατήφεια. Έκανε η μάνα μας παραμονή μια κολοκυθόπιτα γλυκειά. Η γιαγιά μας είπε, θα κάνω νύφη και γω μια κρεατόπιτα τι άλλο λες να κάνω; Τίποτε μάνα, τίποτε, ποιος θα τα φάει;
Για τα παιδιά λέω, για τα παιδιά, είπε η γιαγιά. Η θεία μας η Αθηνά έκανε μια καρυδόπιτα που είχε μάθει στη σχολή της και έβαλε εκεί το δίδραχμό του 1921. Εμείς φλουρί δεν βάλαμε ποτέ, πάντα βάζαμε ένα παλιό νόμισμα. Μαζευτήκαμε όλοι στο δικό μας σπίτι. Πάντα τις μεγάλες γιορτές πλην του Αγίου Γεωργίου και του Αποστόλου Παύλου γιορτάζαμε στο σπίτι μας. Δεν γελάσαμε, δεν τραγουδήσαμε δεν κάναμε την κοφτόπιτα για τα ζώα του παππού του Χρήστου, του πατέρα της μάνας μου, ούτε για τα χωράφια και για το κτηματάκι του παππού του Παύλου. Εμείς αυτή τη χρονιά , ούτε με λεφτόκαρα παίξαμε, όλα ήταν μουγκά και λυπημένα. Μα ύστερα εκεί, έσπασε η μουγκαμάρα, κάτι έγινε, κάτι σπουδαίο. Εκεί μέσα στην θλίψη, ακούσαμε τον παππού μας να μας λέει τα κάλαντα, και να σηκώνει το ποτήρι με το κόκκινο κρασί. Βάλε και στην Τσαντούλα λίγο με λίγο νερό βάλε και στον Μπούλη. Άντε να πιούμε στην υγεία του Βασίλη μας, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και τα Φώτα να τα γιορτάσουμε όλοι μαζί. Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά.
Σαν να άλλαξαν όλα. Η θεία μας πήγε και έβαλε στο γραμμόφωνο ένα ταγκό πατριωτικό που αγαπούσε ο πατέρας μας, φεύγω Λενιώ μου Λενιώ μου αγαπημένη, πάω στον πόλεμο με τ΄άλλα τα παιδιά. Εκεί μετά το κόψιμο της πίτας που πάντα την έκοβε ο παππούς μας, όλοι αρχίσαμε να μπαίνουμε στη γιορτή της χαράς.
Ο παππούς μας είναι σοφός, ο παππούς μας ξέρει. Άντε νύφη φέρε το καλάθι με τα λεφτόκαρα να παίξουμε μονά ζυγά. Ο Βασίλης σε λίγες μέρες θα είναι στο σπίτι. Άρχισα να χορεύω σαν τρελή ο παππούς μας δεν λέει ποτέ ψέματα, θα έρθει ο μπαμπάς μας, θα έρθει ο μπαμπάς μας, θα έρθει ο μπαμπάκας μου….. Οι γιατροί είπαν… πήγε να πει η μάνα μου…
-Και τι ξέρουν οι γιατροί. Ο Βασίλης είναι καλά, τον βλέπω μπροστά μου είναι καλά. Η γιαγιά έκανε το σταυρό της και σταύρωνε και τον παππού μας.
-Καλά είναι πατέρα, το ξέρουμε, του είπε η θεία μας η Αθηνά, ένοιωθε πως ο παππούς προσπαθούσε να μας κάνει να χαρούμε όλους.
Η Γιωργίτσα δεν μπορούσε να καταλάβει. Είχε ανοίξει τα μάτια της και κοίταζε το ταβάνι. Όταν έκοψε ο παππούς τη βασιλόπιτα, που φέτος ήταν καρυδόπιτα, το φλουρί έπεσε στον πατέρα μας, χαρές, λες και ήταν το σημάδι που θα μας τον έφερνε πίσω στο σπίτι μας. Την άλλη μέρα, η Ζωίτσα ρώτησε τη μάνα μου.
-Πάει καλά ο Βασίλης Βέργω μου, σας άκουσα καλά χθες.
-Καλά! που να το ξέρω, αύριο μεθαύριο, θα πάω με το Σωκράτη να δω τι κάνει -Δεν πήρατε τηλέγραφο;
-Πήραμε από τα ΤΕΑ στον αξιωματικό που πηγαίνει και τον βλέπει, καλά πάει μας λέει, έτσι λέμε και μεις.
Δεν πέρασαν τρεις μέρες, και η μάνα μας ετοιμάζονταν να πάει στα Γιάννενα, με το φορτηγό του θείου μας, όταν είδαμε στην πόρτα του σπιτιού μας, τον πατέρα μας. Αδύνατος, κίτρινος, μα όρθιος. Περπατούσε με ένα μπαστούνι. Τον βοήθησαν να ανέβει τη σκάλα, να μπει να ξαπλώσει στο μπάσι της κουζίνας. Εγώ έτρεξα να φωνάξω τη γιαγιά και τις θείες μου, μα τις βρήκα στο δρόμο να έρχονται τρεχάτες.
– Ήρθε ο μαμπάκας, ήρθε ο μπαμπάκας.
– Καλά είναι; Ρώτησε η γιαγιά;
-Για να έρθει στην Παραμυθιά, καλά είναι, είπε η Θεία μας η Αθηνά. Πολλή σοβαρή ήταν ετούτη η κοπέλα, έμοιαζε του παππού μας.
-Ο πατέρας έμεινε στο μπάσι δέκα μέρες μα ήταν εκεί δίπλα μας.
Όμως τότε, μας αρρώστησε και ο αδελφός μας ο μικρός, ο Φάνης μας. Ευτυχώς ο πατέρας μπορούσε να περπατάει να πηγαίνει στη δουλειά του και να μας φροντίζει. Ήταν η πρώτη φορά που κάναμε πρωτοχρονιά χωρίς τον πατέρα μας μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Ήταν Βασίλής ο πατέρας μας και γιορτάζαμε όλοι στο σπίτι μας το πατρικό.
Εκεί ήταν το κέντρο της χαράς. Η μάνα μας, δυνατή, δημιουργική, ζωντανή, ετοίμαζε τα φαγητά, τα γλυκά, και μεζέδες εκλεκτούς. Και ο πατέρας μας, ένας Αριστοφάνης και Σωκράτης μαζί έκανε όλους μας να γελάμε με τα διάφορα που πάντα είχαν ένα δίδαγμα. Τον αγαπούσα τον πατέρα μου πολύ, ήταν για μένα εκτός από πατέρας μου, ο δάσκαλος που με πήρε από το χέρι να με πάει στα φώτα προσέχοντας να μην τυφλωθώ.
Είχε συμπαραστάτες τη γιαγιά τον παππού τη θεία την Αθηνά. Ακούγαμε πως έπαθε οξείς ρευματισμούς από τις κακουχίες στον πόλεμο και στα αντάρτικα που τον πείραξαν στην καρδιά. Ότι και να ήταν, πέρασε. Την ημέρα των Θεοφανίων είχαμε πολύ μεγάλη γιορτή, του μικρού μας Φάνη και του μπαμπά μας. Γιορτάζαμε τον Φάνη μας και τον πατέρα μας.
Ο πατέρας, αν και ακόμα ήταν αδύναμος, μας έβαλε να παίζουμε και να τραγουδάμε τα τραγούδια της πρωτοχρονιάς μαζύ με των Φώτων. Ταραταταμ ταρατατάμ με την τρομπέτα, και μας ξεκούφανες τα αυτιά, βουλωσατέ τα. Παντού χαρά να φιληθούμε εχθροί και φίλοι, και θα σας πω τραγουδιστά τον Α’ι’ Βασίλη. και σήμερα τα Φώτα, και οι φωτισμοί, μαζί.
– Κοφτόπιτα είπε της μάνας μας ο πατέρας μας, έκανες την πρωτοχρονιά;
– Εμείς δεν ξέραμε που είχαμε τον άνθρωπό μας, τέτοια θα σκεφτόμασταν;
– Έπρεπε να κάνεις. Δεν πειράζει φέτος θα κάνουμε τα έθιμά μας με το παλιό.
Δικό μας είναι κι αυτό το ημερολόγιο. Και κείνη τη χρονιά, κάναμε δυο φορές πρωτοχρονιά. Μια χωρίς τον πατέρα μας, αυτή που γιόρταζε όλος ο κόσμος και μια με το παλιό, με τον πατέρα μας στις δέκα τρεις ή στις δέκα τέσσερις του Γενάρη.
Και τούτη η Πρωτοχρονιά ήταν για την ανάρρωση του πατέρα μας ένα ευχαριστώ στο Θεό που μας τον έφερε γερό. Και ήταν οι δεκατρείς του Γενάρη η πιο παράξενη Πρωτοχρονιά, με πίτες γλυκά και βασιλόπιτα. Από δω και στο εξής η βασιλόπιτα μας θα ήταν μια καρυδόπιτα σαν της θείας μας της Αθηνάς.
Και όταν έγινε καλά ο πατέρας μας, πήρε το μικρό μας αγκαλιά, εγώ τον Μπούλη από το χέρι και μας πήγε σε ένα μαγαζί απέναντι από το χρωματοπωλείο του Τζάκου που ο Νικήτας έρχονταν στο σπίτι της γιαγιάς μας, ήταν φίλος του θείου μας του Σωκράτη, αυτό το μαγαζί ήταν ενός συγγενή του πατέρα μου, του Θάνου Παππά, πάντα εκεί ψωνίζαμε από τα παιχνίδια που είχε.
Αγόρασε μια τσίγκινη πεταλούδα με κουδουνάκια για τον μικρό. ένα μικρό μπαλάκι κόκκινο καρώ και μια σφυρίχτρα τσίγκινη με ρεβίθι για το Δημήτρη και μένα τη γνωστή Αμαλία. Ήταν η πρώτη φορά που δεν γκρίνιαζα.
Μετά μας πήγε απέναντι στου Γούσια, όχι στο μεγάλο μα στο διπλανό και μας κέρασε πάστες. Έφαγε και κείνος την περισσότερη από την πάστα του Φάνη. Ήταν τα παιχνίδια των Χριστουγέννων. Των Χριστουγέννων που τα περάσαμε θλιμμένα και πονεμένα χωρίς τον πατέρα μας. Ο παππούς και ο Θείος, μας αγόρασαν αδιάβροχα, που τα έφερε ο θείος από την Αθήνα και τα πλήρωσε ο παππούς μας για να μην βρεχόμαστε.
Καλή κι ευλογημένη Πρωτοχρονιά.
Στο σκίτσο, η Παραμυθιά το 1943, απο τιον Γερμνανο στρατιώτη Ρόλαντ Σμιτ . Διαβάστε εδω
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation