Χριστουγεννιάτικη ιστορία της Βάβως | Ήταν και τότε Χριστούγεννα. Μαγικά και όχι εμπορικά

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Ήταν παλιά, πολύ παλιά… εκει στην Παραμυθιά.

Τα σπίτια φωτίζονταν με τις λάμπες πετρελαίου αυτές τις ωραίες μπρούτζινες, με τα λαμπόγιαλα, που πολλές φορές είχαν πάνω τους υπέροχα κεντήδια, ή τις γυάλινες και κείνες με λαμπόγυαλά, με ένα ντενεκέ στρογγυλό πίσω και μια συρμάτινη θηλιά με την οποία κρέμονταν στον τοίχο.

Στα πιο φτωχά σπίτια φωτίζονταν με λαδοκάντηλα,(μπρούτζινα βαριά ή ντενεκεδένια που έκαναν στην πόλη μας) εκεί που είχαν λάδι η με καντήλια λίπους που τα έκαναν οι γυναίκες μόνες τους. Έστριβαν βαμβάκι και το έκαναν φιτίλι. Είχαν ένα ντενεκέ μικρό από κονσέρβα, στον οποίο έβαζαν το λίπος που είχαν από τα σφαχτά, αφού είχαν βάλει το φιτίλι. Αυτά κρατούσαν μέρες αναμμένα. Βέβαια είχε και έτοιμο φιτίλι που το αγόραζαν με τον πήχη.

Επίσης ο φωτισμός γίνονταν και με κεριά χοντρά ή λεπτά σαν της εκκλησίας που έμπαιναν στα μπολιτσάκια που είχαν τα σπίτια δίπλα στο Τζάκι. Αυτό μας δίνει μια διαφορετική εικόνα των γιορτών. Φώτα, δένδρα, μπιχλιμπίδια δεν είχε.

Μα πως θα γιόρταζαν εκείνοι οι άνθρωποι τα Χριστούγεννα; Σαν Χριστούγεννα, σαν Χριστούγεννα. Χριστούγεννα δεν σημαίνει, στολίδια μπιχλιμπίδια, γλέντια και φαγοπότι ποτά και αξημέρωτα γλέντια.

Χριστούγεννα σημαίνει, οικογένεια, χαρά, πνευματική ανάταση στον ερχομό του Κυρίου μας. Δηλαδή τι, δεν υπάρχει χαρά στη θρησκεία μας; Δεν υπάρχει χαρά στην οικογένεια; Στη δημιουργία;

Στον τόπο μας τον ορθόδοξο, η χαρά είναι πολύ μεγαλύτερη από τα κενά πάρτυ και από τα ρεβεγιόν της πολυφαγίας, και της κενότητας. Τα Χριστούγεννα τότε ήταν μια προετοιμασία για να δεχθούμε στο σπίτι μας τον Χριστό μας. Και αν το σπίτι μας σε κάθε επισκέπτη είναι στολισμένο και μεις καλοντυμένοι πως θα πρέπει να είμαστε όταν περιμένουμε την επίσκεψη του Χριστού μας;

Τότε που δεν είχαμε φώτα δένδρα και ψεύτικα πλαστικά στολίδια που μοιάζουν αληθινά, μα είπαμε αυτά είναι ψεύτικα, και μεις ζούσαμε τα αληθινά, τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων.

Τότε οι μανάδες φρόντιζαν τα παιδιά τους να πηγαίνουν στον εσπερινό που τούτες τις ημέρες είναι καθημερινός. Μετά έβαφαν με χρωματιστό ασβέστη μπλε και ώχρα, όχι μόνο τις σκάλες και τα πεζοδρόμια, μα και τους ντενεκέδες που πολλές φορές τους ζωγράφιζαν με λουλούδια και πουλιά.

Στα σπίτια στρώνονταν τα καλύτερα και η προετοιμασίες ήταν και εσωτερικές μιας και όλοι μικροί μεγάλοι νήστευαν και εξωτερικές γιατί ο επισκέπτης είναι μοναδικός.

Τα παιδιά προετοίμαζαν τις ομάδες που θα έλεγαν τα κάλαντα. Ήταν υπέροχα να τα ακούς όλες τις μέρες να φροντίζουν τα καλύτερα κουδούνια τα καλύτερα τρίγωνα, τις τζαμάρες, τις φλογέρες και τις φυσαρμόνικες. Οι μανάδες φρόντιζαν ακόμα να είναι έτοιμα τα σκουτιά που θα φόραγαν στην εκκλησιά και στα κάλαντα.

Πολλές φορές κρεμασμένα στην πόρτα σε μια κρεμάστρα ξύλινη με γάντζους, και κρεμάστρες από καθαρισμένα ξύλα ντυμένες με κουρέλια και μια θηλιά να τις κρεμάμε. Καλές κρεμάστρες είχαμε μόνο για τα ρούχα του πατέρα και της μάνας μας.

Τα φαγητά των Χριστουγέννων ήταν χοιρινό με φασόλια, κατσίκι στη γάστρα με πατάτες η με ρύζι, κότα σούπα ή κότα πίτα. Και πολλά άλλα φαγητά έκαναν όμως από ένα φαγητό μια πίτα ένα γλυκό εκτός από τις δίπλες τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες που έκαναν κοφίνια, γιατί όποιος έρχονταν επίσκεψη αφού έτρωγε ένα γλυκό έπρεπε να πάρει κι άλλο τυλιγμένο σε ένα κομμάτι εφημερίδας, και ο κουραμπιές μπαίνει εύκολα.

Εκείνο που έκαναν όλες οι γυναίκες ήταν τα ψωμιά τα πρόσφορα και τα χριστόψωμα που ήταν κεντημένα με μια κονταρίτσα και ήταν εικόνες από την καθημερινή μας ζωή, τα ζώα την τυροκόμηση, τα σπαρτά. Έκαναν πολλά ψωμιά και για κείνους που δεν είχαν στάρι και είχαν καλαμπόκι. Βέβαια και τότε πολλές οικογένειες που ήταν με πολλά άτομα έκαναν κοτόπουλα στο φούρνο ή τη γάστρα και κοτόπουλο σούπα καθώς και κοτόπιτα ή κοτοπιτάκια (βλέπεις όλα τα σπίτια είχαν κότες), που ήταν για μεζέ όπως τα μπουρεκάκια, τα τυροπιτάκια κλπ. Αυτά δεν χαλάν όπως και τα γλυκά κρατάν τρεις τέσσερις μέρες τα γλυκά κρατάν μήνα και,, βλέπεις η ζάχαρη είναι συντηριτικό…

Σε όλη τη νηστεία έκαναν λαχανόπιτες, κολοκυθόπιτες ή μπατσαριές ορφανές χωρίς τυρί, μπόλια, όσπρια και πατάτες βραστές τις μέρες που δεν έτρωγαν λάδι, ήταν και τα λεφτόκαρα ή οι μπασμάδες που μασουλάγαμε με ψωμί συνέχεια.. ελιές τουρσιά, πολλά…ήταν πάνω στο τραπέζι για να μην ανοίγουν τα ντουλάπια και μπαίνουν σε πειρασμούς και τα δέντρα της πορτοκαλιάς είχαν γλυκάνει τα ωραία τους πορτοκάλια που τα τρώγαμε σαν φαγητό με ψωμάκι…Και επειδή είχαμε πολλά δίναμε και στους γειτόνους μας που δεν είχαν. Και κείνοι μας έδιναν ότι δεν είχαμε εμείς.

Στα γλυκά πολλές οικογένειες είχαν το μπακλαβά και το κανταΐφι λίγους κουραμπιέδες και δίπλες. Και η μάνα μας έκανε μπακλαβά όλη τη σαρακοστή.

Το γλυκό όμως των Χριστουγέννων που έκαναν όλα τα σπίτια ήταν τα σπάργανα του Χριστού που τα έκαναν με μεγάλη ιεροτελεστία. Έπρεπε από μέρες να βρουν την πλάκα, μια μαυρόπλακα που αφού την έπλεναν την έκαιγαν να δουν αν αντέχει, γιατί μερικές έσπαγαν.
– Άει ωρέ καμάρι μου να πάρεις μια καλή πλάκα να μη μας σπάσει, έλεγαν οι μάνες στα παιδιά και κείνα έτρεχαν στις πλακαριές να βρουν την καλύτερη.

Το βράδυ σούρωπο, πολύ πριν τις επτά, θα έτρωγαν τούτα τα σπάργανα του Χριστού θα κοιμώνταν ύστερα λουσμένα καθαρά, και[ τη νύχτα,] το πρωί, θα μεταλάβαιναν στον Α’ι’νικόλα που θα πηγαίναμε να λειτουργηθούμε, να μην είμαστε αλειτούργητοι.

Οι μάνες σταύρωναν το αλεύρι το καθάριο, το καλοσιτισμένο, να μην έχει πίτουρο καθόλου να το κάνουν φαρίνα, μετά τραγουδώντας, το ελάτε εδώ να κάνουμε, τα σπάργανα για το Χριστό, έκαναν ένα κουρκούτι λεπτό σκέτο μόνο αλεύρι νερό και λίγο αλάτι. Όταν η πλάκα ήταν έτοιμη έριχναν το χυλό να σκεπάσει την πλάκα σαν ύφασμα. Μόλις έκανε τρύπες τη γύριζαν ίσα ίσα να ακουμπήσει την πλάκα και την έβγαζαν με μια ξύστρα (σιδερένιες σπάτουλες που τις έκαναν οι σιδεράδες) να τη βάλουν στο ντεψί. Εκεί αν ήταν πολλά τα παιδιά στέκονταν ο πατέρας να την κόψει σε ίδια κομμάτια και να τη μοιράσει. Μετά η μάνα έλεγε. Σιγά, σιγά, αν τις φάτε όλες δεν θα τις φάτε με σιρόπι. Και κει δεν ξαναζητάγαμαν. (Φαντάζομαι και στα άλλα σπίτια)

Τότε έβαζε τις τηγανίτες στο ταψί σκορπίζοντας από πάνω καρύδια. Όταν τελείωναν όλες τις χάραζε ο πατέρας σταυρωτά με ένα μεγάλο μαχαίρι (σε πολλά σπίτια με το μαυρομάνηκο σουγιά) ενώ εμείς περιμέναμε γεμάτα λαχτάρα τις τηγανίτες μας, τα σπάργανα του Χριστού μας. Η μάνα τις σιρόπιαζε και τις σκέπαζε με ένα σινί, για λίγο να ρουφήξουν το σιρόπι που ήταν μέλι πολλές φορές με λίγο νερό, χωρίς ζάχαρη. Η ζάχαρη ήταν ακριβή. Τότε κι αυτοί που δεν είχαν μελίσσια έβρισκαν άγρια στο δάσος και έπαιρναν το μέλι ή το άλλαζαν με τσίπουρο ή λάδι.

Έβαζαν στα σαγάνια [τα είχαν σαν πιάτα,] το κομμάτι του κάθε ενός, το έτρωγαν και νωρίς έπεφταν για ύπνο. Τραγούδαγαν τότε στα σπίτια το βράδυ  ́ ́ το Σήμερον της σωτηρίας ήμων το κεφάλαιο ́ ́ ή το η Παρθένος. Η μάνα έβαζε στη φωτιά το φαγητό ή τα φαγητά να σιγοψηθούν γιατί αύριο είναι μεγάλη γιορτή.

Το πρωί, νύχτα τζατ, με φακό ή ένα ξύλο αναμμένο έπαιρναν το δρόμο για τη μεγάλη εκκλησιά οι πιο πολλοί, για τον Άγιο Νικόλα εμείς, καθαρά με ωραία ρούχα με ζακέτες που έπλεκαν οι μανάδες μας, με την προσμονή της θείας κοινωνίας την ευλογία από τον παπά μας, τις ευχές χρόνια πολλά να σου ζήσει ο Χρήστος, να χαίρεσαι τη Χριστίνα, κλπ με καινούρια ή με παλλιά καλογυαλισμένα τα παπούτσια μας και μπαλωμένα πολλές φορές από τον τσαγκάρη, είχαμε μια μεγάλη λαχτάρα να πάρουμε τη θεία κοινωνία. Να μεταλάβουμε.

Την προηγούμενη είχαν πει τα αγόρια τα κάλαντα, πολλές φορές και τα κορίτσια. Τα χρήματα πήγαιναν στα ορφανά ή στα παιδιά πολύτεκνων οικογενειών που δεν είχαν, ή στα παιδιά του οικοτροφείου. Κάναμε και μεις την καλή μας πράξη.

Γυρίζοντας από την εκκλησία τρώγαμε κοτόσουπα κουραμπιέ και πηγαίναμε να συνεχίσουμε τον ύπνο μας ευτυχισμένα, σε λίγες ώρες θα έχουμε στο σπίτι γιορτή γιορτάζει ο Χρήστος μας.

Επειδή δεν είχαμε σχολείο χαιρόμαστε διπλά, γιατί μπορούσαμε να παίζουμε όλη μέρα με τους φίλους μας καινούρια παιχνίδια με τα λεφτόκαρα, την καινούρια μας μπάλα ή κάτι φθηνά κοτοπουλάκια χνουδωτά κίτρινα που τα έκανε η θεία μας η Αθηνά και δεν τα αγόραζε…..Πολλά παιχνίδια μας έκανε η θεία μας η Αθηνά, η Γιωργίτσα μας έκανε μόνο ρούχα.

Ο κόσμος ήταν ντυμένος καλά και πήγαιναν επισκέψεις σε όλους. Πρώτα όμως πήγαινε ο παπάς μας να ευλογήσει το σπίτι. Να δεις πόσο όμορφα ήταν τα κορίτσια με τις πλεξίδες τους στολισμένες με κοκαλάκια ή φιόγκους, και τα αγόρια λεβέντες και καμάρι οι γονείς για τα βλαστάρια τους.

Χοροί στήνονταν στις γειτονιές και πανηγύρια να μην ξεχνάμε πως όλες τις μέρες και της νηστείας ακόμη, είναι βαριές γιορτές. Ένα γραμμόφωνο ή ένα ραδιόφωνο ήταν ότι πρέπει μα κι αν δεν είχαν δεν ήταν τίποτε, οι γέροι τραγουδούσαν και οι νέοι χόρευαν.

Έτσι περνούσαν τότε τα Χριστούγεννα με άλλα ήθη και άλλα έθιμα, εκκλησία, αγάπη, οικογενειακή θαλπωρή, παιχνίδια οικογενειακά τα βράδια με μεζεδάκια ένα τσίπουρο οι άνδρες, ένα κομμάτι πίτα γλυκά και λικέρ οι γυναίκες και τα παιδιά κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Και γλέντι με τα δικά μας δημοτικά τραγούδια που τότε έπαιζε και το ραδιόφωνο.

Χρόνια πολλά παιδιά μου. Χρόνια ευλογημένα.

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation