Παραμονή των Χριστουγένων του 1953. Η μάνα μας ήταν βαριά, περίμενε να γεννήσει από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Όμως ανέβαινε τη σκάλα και με δυσκολία φρόντιζε να έχουμε κάποια φροντίδα. Όμως εκεί δίπλα μας ήταν η γιαγιά μας και ο παππούς μας. Η γιαγιά μας φρόντιζε να κάνει ότι μπορούσε. Εμείς καταλαβαίναμε πως η μάνα μας δεν ήταν καλά.
Πριν νυχτώσει η μάνα μας άρχισε να πονάει. Μας έδιωξαν να ανεβούμε πάνω και η μάνα με τη γιαγιά έμειναν στην κουζίνα μας που ήταν ψηλά, είκοσι σκαλιά μα ήταν εκεί το τζάκι και οι βρύσες με το ζεστό νερό. Είχε πάει η γιαγιά σεντόνια πετσέτες, και πάνες για το μωρό. Άναψε το καντήλι και συνεχώς επικαλούνταν τον Άγιο Ελευθέριο. Ο παππούς μας έτρεξε να φέρει τη μαμή και ο πατέρας μας να φέρει το γιατρό
Σε λίγο ο γιατρός και η μαμή ήταν εκεί, είχε έρθει και η άλλη μαμή που ήταν από το χωριό της μάνας μας. Εμείς δε θέλαμε ούτε να φάμε, ούτε νερό δεν θέλαμε ούτε τις καραμέλες τις κόκκινες που μας έδωσε ο παππούς θέλαμε.. Είχαμε ένα παράξενο φόβο. Είχαμε βάλει το κεφάλι μας στο πάτωμα και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Ήμασταν πολύ φοβισμένα, γιατί η μάνα μας και όταν γέννησε την αδελφή μας τη Σωτηρούλα κόντεψε να πεθάνει.
Έξη έκανε σαν κουνέλα και μετά θιάμα μεγάλο έλεγε η θεία μου, που γνώριζε πως οι πρωτάρες έχουν κίνδυνο και τούτη ύστερα από έξι παιδιά έξι γέννες να βασανίζεται. Κάποια στιγμή ακούσαμε το γιατρό να λέει στη μαμή, πιάσε τη γυναίκα εσύ, δάσκαλε φέρε τον παπά να βαφτίσουμε το παιδί να μην φύγει αβάπτιστο. Δίπλα μας ήταν ο παπάς και η νονά του Χρίστου μας μια και γεννήθηκε Χριστούγεννα θα το έλεγαν Χρήστο. Αεροβάπτισε ο παπάς το παιδί και ήρθαν και μας είπαν πως έχουμε έναν καινούριο αδελφό που όμως ήταν πολύ άρρωστο έτσι να μην φωνάζομε και να μην ενοχλούμε τη μάνα μας.
Πέρασαν πέντε μέρες και η μάνα μας ήταν πολύ κουρασμένη και το παιδάκι μας δεν πήγαινε καλά. Καθόμασταν μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς μας και την παρακαλούσαμε. Κάνε Παναγιά μας τη μάνα μας καλά, και τον αδελφούλη μας, το αγαπάμε το παιδάκι μας. Όλοι μας έλεγαν, πως τόσο καλά παιδιά που είμαστε, μπορεί ο καλός Θεός να μας ακούσει. Γιατί ο Χριστός μας που θα γεννηθεί, θα μας βοηθήσει. Η μάνα ανέβηκε στο δωμάτιο το πάνω που το είχαμε και σάλα. Δίπλα ήμασταν εμείς και όποτε θέλαμε να κάνουμε φασαρία ή να τσακωθούμε κατεβαίναμε στο υπόγειο. Αν πηγαίναμε στην κουζίνα η μαμά μας θα μας άκουγε και θα στεναχωριούνταν.
Ο παππούς κάθε μέρα μας έφερνε στραγάλια ζαχαρωμένα ή σπασμένες ζαχαρόκουκλες. Εκείνη τη χρονιά στο κατώφλι του σπιτιού μας έκαιγε ένα κεραμύδι που μέσα είχε κάρβουνα αναμμένα και λιβάνι. Κανένας δεν πέρναγε την πόρτα αν δεν πήδαγε το λιβάνι. Δεν γιορτάσαμε τη γιορτή του πατέρα μας, του Αγίου Βασιλείου. Ούτε του αδελφού μας του Φάνη τα Θεοφάνια. Ο πατέρας μας υποσχέθηκε πως αν γίνει η μάνα μας, καλά κι ο καινούριος αδελφός μας θα μας πάει βόλτα στην Ηγουμενίτσα με το φορτηγό του θείου μας του Σωκράτη.
Ο μικρούλης αδελφός μας άρχισε να ανοίγει τα ματάκια του. Εμείς του λέγαμε σιγά, σιγά για να μην του κάνουμε κακό. Χρηστάκη μας σε αγαπάμε κι όταν γίνεις πιο μεγάλος θα σε βαπτίσουμε και με νερό και λάδι. Ο παππούς και η γιαγιά μας σκούπιζαν τα μάτια τους, και έλεγαν ευλογημένα παιδιά έχουμε. Και μεις πιστεύουμε, πως αφού ήμασταν τόσο καλά παιδιά, το παιδάκι μας και η μαμά μας σε λίγο θα ήταν καλά.
Ούτε γλυκά ζητάγαμε ούτε φαγητό ότι μας έβαζαν τρώγαμε σιωπηλά. Η γιαγιά μας μας είχε κάνει σπάργανα του Χριστού κουραμπιέδες και μπακλαβά. Καμάρια μου να μου ζητάτε να σας δίνω για να μην χαλάσουμε τα γλυκά και δεν έχουμε τι να κεράσουμε τον κόσμο και μας κουτσομπολεύουν. Ήρθε πριν τα Θεοφάνια η μάνα της μάνας μου. Έπιασε το παιδί το σταύρωνε και όλο μουρμούριζε προσευχές. Η γιαγιά μας η Γεωργία ήταν πολύ καλή αλλά πολύ αυστηρή, ύστερα ήθελε να μας έχει προσοχή. Και μεις πηγαίναμε στη γιαγιά μας την Ελένη, εκεί περνάγαμε καλά, κάναμε ότι θέλουμε, παίζαμε στον κήπο και η γιαγιά μας η Γεωργία έλεγε πολύ κακομαθημένα είναι.
Το παιδάκι μας άρχισε να μεγαλώνει δεν τον βάλαμε σε σαρμανίτσα μα σε ένα όμορφο κρεβατάκι που είχαν πάρει για τη Σωτηρία μας, που μας πέθανε.
Εγώ ανέλαβα όταν τελείωνα τα μαθήματα να προσέχω το παιδί μας. Δεν ξέρω πως ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα, γιατί δεν μοιάζανε με γιορτή, γιατί ούτε μονά ζυγά παίξαμε με τα λεφτόκαρα, ούτε κάλαντα λέγαμε ξεσηκώνοντας τη γειτονιά, ούτε βγαίναμε έξω, φοβόμασταν μήπως μας πάθει κάτι κακό ο μικρός μας Χρηστάκης. Ο παππούς μας συνεχώς έλεγε αν ζήσει θα είναι ο Χρήστος Παύλου Παύλου ο δεύτερος.
Σε λίγες ακόμα μέρες όλα άρχισαν να είναι σαν πρώτα, μόνο που τώρα είχαμε ένα αδελφάκι παραπάνω το Χρηστάκη μας.
Η μάνα μας σαν να αναστήθηκε, ο πατέρας έφερε μια κοπέλα να τη βοηθάει, και μεις είμασταν πολύ χαρούμενα έστω κι αν φέτος τα Χριστούγεννα ήταν δύσκολα και είχαν αγωνία. Και μπορεί να μην ήταν γιορτινά όμως είχαμε το μεγάλο δώρο έναν ακόμα αδελφό που έγινε για όλους ο αγαπημένος μας. Εγώ είχα ζήσει και χειρότερα όταν δεν είχαν γεννηθεί τα αγόρια σε μια σκηνή έμενε η μάνα μου με τις θείες μου, και γω στο σπίτι των παππούδων μου με την αυστηρή γιαγιά μου, που με αγαπούσε πολύ μα εγώ αγαπούσα τη γιαγιά μου την Ελένη.
Το παιδί μας μεγάλωσε, έγινε ένας σπουδαίος άντρας, έκανε τον στρατιωτικό του στη χωροφυλακή στο σώμα τουρισμού γνώριζε αγγλικά και μάθαινε γαλλικά.
Όμως αυτό το υπέροχο παλικάρι, έφυγε από τη ζωή της ογδόη Γενάρη του 1974 όταν ένας κακούργος ασυνείδητος οδηγός πέρασε με κόκκινο τη διάβαση και χτύπησε το παιδί μας ένα λεβέντη δυο μέτρα. Ήταν τότε ο Χρήστος μας μόλις είκοσι χρονών και δέκα οχτώ ημερών.
Μάθαμε πως ο άθλιος φονιάς ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, αυτό έγινε μετά το πολυτεχνείο. Ο πατέρας μας βρήκε ότι όλοι οι στρατιώτες και οι μάρτυρες εξαφανίσθηκαν. Ένα μεγάλο γιατί μας βασάνιζε. Για πολύ καιρό έψαχνε ο πατέρας να βρει τους μάρτυρες, που ήταν μπροστά μιας και κει υπήρχαν μόνιμοι φρουροί στο φρουραρχείο, να μάθει κάτι, αν είδε κάποιος αν άκουσε, τι ήξερε το παιδί μας, τι άκουσε, τι δεν έπρεπε να μην πει, να μην μιλήσει, όταν ήταν έξω από το πολυτεχνείο τι είχε δει; Τι είχε ακούσει; Και γιατί το σκότωσε αυτός ο άθλιος άνθρωπος.
Πολλοί έψαξαν μαζί με τον πατέρα μου κι ο Αλέκος Παναγούλης, όμως δεν βρήκαμε τίποτε κανέναν. Σαν να άνοιξε η γη και κατάπιε όλους τους μάρτυρες. Στο στρατοδικείο μας απείλησαν και δεν μας επέτρεψαν να έχουμε δικηγόρο. Ο φονιάς δικάσθηκε για παράβαση του ΚΟΚ, τόσο απλά. Ο αδελφός μας ο Φάνης φώναξε στους φύλακες που προστάτευαν το φονιά, “γλύψτε τον να πάρετε γαλόνια”. Τρομαγμένος ο πατέρας μας του φώναξε, μη παιδί μου έχει φυλάκιση…… Ήταν ακόμα η χούντα…
Είχε ο φονιάς ένα μάρτυρα και αποδείξαμε πως ήταν ψευδομάρτυρας, δεν ήταν καν εκεί. Δικάσθηκε για ψευδορκία… Όμως τους μάρτυρες που γνώριζαν την αλήθεια δεν τους βρήκαμε ποτέ και χωρίς μάρτυρες η αλήθεια δεν φαίνεται. Ο πατέρας μας σε λίγο έπαθε καρκίνο και πέθανε από το μαράζι του.
Γιατί τέτοιες μέρες θυμάμαι πάντα τα δύσκολα, ίσως γιατί αυτά είναι που μας ελέγχουν τις μέρες της χαράς. Πάνω στον τοίχο του σπιτιού μου, μου χαμογελάει όμορφος σαν άγγελος, αδελφούλα μου, είμαι καλά. Μετρώ πόσες καρέκλες έπρεπε να έχουμε τότε στο τραπέζι μας. Τότε ήμασταν πολλοί πάρα πολλοί και ήμασταν όλοι μια γροθιά, μια οικογένεια που τώρα γνωρίζω πως όλη τη χαρά την χρωστούσαμε στον παππού μας τον Παύλο και την γιαγιά μας την Ελένη, που ήταν δίπλα μας και είχαν μια γαλήνη και ένα χαμόγελο σπάνιας καλοσύνης και ευγένειας.
Η μάνα μας ήταν μια δυναμική γυναίκα, δυνατή, γελαστή, η ψυχή της γειτονιάς. Πολλές φορές νοιώθω ένοχη για το θάνατο του αδελφού μου. Εκείνο το καταραμένο βράδυ μου τηλεφώνησε.
-Αδελφούλα να έρθω;
-Να έρθεις ψυχή μου, τι ρωτάς;
Φάγαμε, πήρε για τους συναδέλφους του καρύδια και έφυγε. Έξω από το τμήμα που υπηρετούσε το χτύπησε ο καταραμένος άνθρωπος. Οκτώ μέρες ήταν σαν να κοιμόνταν έτσι έφυγε. Κόντεψα να τρελαθώ, δεν το χωρούσε το μυαλό μου και κείνη την τραγική στιγμή, τη στιγμή της εξόδιας ακολουθίας άκουσα τον πατέρα μου να τον φιλάει και να του λέει. Γιατί αγόρι μου έφυγες έτσι; Γιατί να μη σε χάσω στον πόλεμο για ένα ιδανικό.
Η Ελληνική σημαία τον συνόδεψε στο τελευταίο του ταξίδι όμως εμείς δεν θέλαμε πυροβολισμούς και μπάντες μουσικής, θέλαμε και θέλουμε, τον αδελφό μας το Χρηστάκη μας. Λένε πως όσο τους θυμόμαστε δεν πεθαίνουν, ψέμα……. μόνη παρηγοριά μας, πως θα τους συναντήσουμε μια μέρα…
Συγνώμη που δεν μπορώ να συνεχίσω. Αυτά τα Χριστούγεννα του 1953 γεννήθηκε ο Χρήστος μας δύσκολα, με δύσκολο τοκετό, με αεροβάπτιση, όμως μας έφερε χαρά. Και τα άλλα Χριστούγεννα ήταν πολύ χαρούμενα να γιορτάζουν δυο στο σπίτι μας, ο Χρήστος ο αδελφός μου και ο Χρήστος ο άνδρας μου. Όμως την άλλη μέρα του Αγίου Ιωάννου και αφού είχαμε γιορτάσει το Γιάννη το γιο μου το 1974 έφυγε ο Χρηστάκης μας, στα είκοσί του χρόνια. Έφυγε παίρνοντας μαζύ του όλη μας τη χαρά. Μα η ζωή έχει τους δικούς της νόμους, που δεν ρωτούν και δεν δέχονται ενστάσεις.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation