Κάθε φορά που ανοίγω τα τεφτέρια της ψυχής μου, βρίσκω γωνιές μυστικές, αδιάβαστες. Μυστήριο πράγμα ο άνθρωπος. Φίλοι μου, ο άνθρωπος ότι τον πονάει το καταχωνιάζει στα τρίσβαθα της ψυχής του. Υπάρχουν πράγματα που πονούν, ασήμαντα που όμως έβαλαν το σημάδι τους, καρφί, στα κρυφά ντουλάπια του μυαλού μου.
Ήταν τότε, παλιά, ίσως στα 1948. Χρονιά που παίζονταν το τέλος του αδελφοκτόνου πολέμου.
Οι δρόμοι της Παραμυθιάς μας γεμάτοι κόσμος, ένας κόσμος παράταιρος. Τους έβλεπες να περπατάν, άλλοι με σκυμμένο κεφάλι φορώντας ρούχα από αυτά της Ούνδρας, που τους έδινε η Μητρόπολη, πολλοί χωρίς παπούτσια, άλλοι ντυμένοι κομψά και προ παντός οι γυναίκες. Οι δάσκαλοι ήταν επιφορτισμένοι να δίνουν τα επιδόματα σε πολύτεκνους και σε γέρους γενικά σε συμμοριόπληκτους.
Το κράτος τότε ήθελε να τους στείλει στα χωριά τους, να φτιάξουν τα σπίτια τους, να ξαναμπεί η μηχανή της παραγωγής μπροστά. Να γίνει η Ελλάδα μας πάλι κράτος.
Στα χωριά μας, στα βουνά, ή στους κάμπους που ρήμαξαν δεν υπήρχε τίποτε, το μόνο που υπήρχε ήταν ο αδελφοκτόνος πόλεμος… Μένανε αυτοί οι άνθρωποι στην Παραμυθιά όπου βρήσκανε. Όπου βρήσκανε, έστω και μια κάμαρα στα τούρκικα ή σε ένα μισοχαλασμένο με κήπους….. Η πόλη, τους έδινε σιγουριά, είχε χωροφυλακή, στρατό, και οι αντάρτες ήταν τώρα κατά το Φιλιάτι. Τότε πολλά σπίτια τούρκικα ήταν εγκαταλειμμένα.
Μεγάλα σπίτια θεόρατα για εκατό νοματαίους, και πιο πολλούς, με πόρτες θεόρατες πορτόνια κρυμμένα θαρρείς πίσω από γωνιές, υπόγεια σαν γιοφύρια γκουμπέδες τα έλεγαν, και σκαλίσματα σε πόρτες και νταβάνια. Μια πόρτα που ένωνε μια σάλα με μιαν άλλη στον ίδιο όροφο, ήταν πάνω από τρία μέτρα μήκος και ύψος πέντε μέτρα.. Αν δεν ήταν πολλά μισογκρεμισμένα θα ήταν καλύτερα απο πολλές βίλες και αρχοντικά των Αθηνών ακόμα και από δημόσια μέγαρα.
Βλέπεις το να έχεις ραγιάδες φοβισμένους, ήταν πολύ καλό για κείνους. Δούλευαν οι ραγιάδες για να ζουν οι αγάδες. Πάντως τα σπίτια ήταν σε πολλά σημεία γκρεμισμένα. Γούρνες στα πατώματα και στα παραθύρια. Τώρα τα γκρέμισαν να πάρουν θησαυρούς που είχαν κρυμμένους; Τα γκρέμισαν οι Έλληνες από μίσος για ότι είχαν περάσει, όχι μόνο στα χρόνια τα παλιά μα και στα χρόνια τα καινούρια με τους φόνους τις αναγκαστικές δουλειές, τις κλεψιές στα χρόνια της κατοχής; Και το φόνο των σαράντα εννιά προκρίτων που αθώοι οδηγήθηκαν στη σφαγή. Μα και τα χωριά του κάμπου αριθμούσαν αθώους που δεν έκαναν καμιά αμαρτία κανένα κακό, απλώς θέλησαν να προστατέψουν την οικογένειά τους. Δεν ξέρω τι να σας πω.
Περίεργο δεν είναι πως τόσα χρόνια με τους έλληνες στην πατρίδα μας την Ελλάδα και να λένε πως είναι αλβανοί, ενώ καλά το γνωρίζανε πως ήταν έλληνες που τούρκεψαν. Αυτό το έλεγαν και μεταξύ τους πως εννιά στα δέκα ζωνάρια θα κρούξωμε στο Γιώργο και στο Γιάννη.
Οι Παραμυθιώτες είχαν τα δικά τους σπίτια και καταντιά. Οι τούρκοι ήταν αγράμματοι και τα κέρδη τους ήταν από τη δουλειά των ραγιάδων. Οι Παραμυθιώτες είχαν το εμπόριο στα χέρια τους με λίγους αρμένηδες και ελάχιστους εβραίους. Βέβαια απλώθηκαν σε μεγαλύτερο σπίτι, ή οικόπεδο, όμως πάντα κοντά στο δικό τους. Ακόμα δεν είχαν πιστέψει πως αυτοί που τόσα κακά και φόνους έσπειραν στον τόπο μας, δεν θα ξαναγύριζαν.
Ήθελαν να γυρίσουν και τώρα θέλουν, όμως δεν θέλουν να γυρίσουν σαν έλληνες στην Ελλάδα, μα σαν αλβανοί για να κάνουν αγώνα να προσαρτήσουν την Θεσπρωτία μας στην Αλβανία.Αυτό δείχνουν συνεχώς με τους χάρτες τους και τις φωνές τους.
Και πως να γυρίσουν, το αίμα, το καινούριο αίμα, τους χώρισε για πάντα.
Τότε ήρθαν κείνοι που ήταν από τα πανωχώρια, που τους είχαν σπρώξει οι οχτροί στα κατσάβραχα και που ποτέ δεν χόρταιναν ψωμάκι. Αν έβλεπαν εκεί τότε καμιά χοντρή έλεγαν, μάνα μου μια νταρντάνα. Αν ήταν και άσπρη η νταρντάνα ποιος να την πρωτοχαλέψει για γυναίκα. Άκουσα να λένε για κάποιον, είναι ένας λεβέντης μάνα μου, έχει άσπρα μάγουμα και μια κοιλιά, τι να σου πω.
Χοντροί και χοντρές μην απογοητευόμαστε, τώρα με την κρίση, μπορεί να γίνουμε μόδα. Κοιτάξτε τις κυρίες της αναγέννησης; Χοντρούλες κι ομορφούλες.
Εδώ τούτον τον καιρό του 1947 1848 πολλοί από τη Ρίζα, τη Ντουσκάρα, τη Λάκκα, το πήραν απόφαση να πάνε κατά τη θάλασσα. Έτσι βρέθηκαν από τη Λάκκα και τα δικά μας χωριά Σέλλιανη, Πόποβο, Τύρια κλπ να κατηφορίζουν με ότι έβρισκαν κατά την Πάργα, το Μούρτο την Πέρδικα. Από τα ψηλά βουνά στον κάμπο, ευτυχώς και κει κάμπος κάμπος δεν είναι. Κουφάρια σπίτια βρήκαν, όμως βρήκαν κάμπο με ελιές, να λιγδώσει το αντεράκι τους. Μέσα στα σπίτια δεν υπήρχε τίποτε, τα σπίτια κουφάρια όπως και στην Παραμυθιά ρημαδιό. Έφερνες τον πάλιουρα γύρα και δεν σκάλωνε πουθενά. Κοίταγαν τα σπίτια και τους έπιανε φόβος. Γύριζαν σε γνωστούς και συγγενείς, τους φώναζαν να έρθουν να πάρουν και κείνοι γη να έχουν δύναμη, χωριό καινούριο με χωριανούς τους ίδιους χωριανούς που είχαν στα χωριά τους τα καμμένα, τα βομβαρδισμένα. Τους καλούσαν να έρθουν να μείνουν όλοι μαζύ.Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά. Μα λκαμάρωναν τις πλαγιές που ήταν γεμάτες ελιές, και είχαν και δέντρα πολλά. Λεμόνια πορτοκάλια και άλλα ξυνά. Και η θάλασσα ήταν τρεις δρασκελιές από το χωριό.
Μια μέρα ήρθαν στο σπίτι μας μια όμαδα χωριανών, από τα χωριά Ζωτικό, Ζιώριστα, Βελανιδιά και άλλα της περιοχής. Δάσκαλε εσύ δουλεύεις στις Παγκράτες μάθαμαν, όμως εμείς σε θέλουμε στο Μούρτο. Σου βγάλαμαν και μερίδιο πολύ καλό, να κάτσουμε όλοι μαζύ, αν θες και περισσότερα να πάρεις, εμείς σε θέλουμε δίπλα μας, στο χωριό μας… Μαζί ωρέ δάσκαλε πολεμήσαμε, μαζί φάγαμαν ξερή μπομπότα, εσύ τότες ήσουν δίπλα μας με τη δασκαλίνα. Δάσκαλε σου κρατήσαμαν και ένα πολύ καλό σπίτι. Ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν και ο κουμπάρος μας ο Τζουβάρας έτσι νομίζω πως τον έλεγαν.
Του πατέρα μου του άρεσε η προσφορά, του άρεσε και ο κόσμος ήταν ο δικός του κόσμος, πέντε χρόνια στα βουνά, πέντε Χειμώνες πέντε Καλοκαίρια με λάχανα αλευρωμένα μπομπότα και γκορτσόψωμο.
Βιργινία έλα να ακούσεις της είπε χαρούμενος ο πατέρας. Ήρθε η μάνα μας που πάντα όταν έρχονταν άνδρες πήγαινε στην κουζίνα για καφέδες και τσίπουρο με ελιές ψωμί και λίγο γκερεμέζι. Έλα Βιργινία μου να ακούσεις. Τούτοι, οι δικοί μας άνθρωποι, θέλουν να πάμε στο Μούρτο. Εγώ, θα πάρω μετάθεση για κει. Φρόντισαν να μας βρούνε και σπίτι καλό. Και μεγάλο κτήμα με ελιές, είπε ο κουμπάρος μας.
Τι λες θα πάμε; Η μάνα μου έκατσε στο μπάσι που είχαμε και είπε. ΟΧΙ. Ούτε ο Μεταξάς δεν θα το είπε τόσο στεγνά, όχι.
– Φεύγομε δασκαλίνα, εμείς φροντίσαμαν να έχετε όλες τις βολές, τα καλύτερα θέλουμε για τα παιδιά μας. Θέλουμε τούτον τον δάσκαλο είμαστε ένα εμείς μετεσάς…
– Μπορώ να πω κάτι Βασίλη μου.
-Γιατί σε φώναξα Βιργινία, έχεις και συ ίσο λόγο με μας, μαζί δεν ήμασταν στο βουνό όλοι εμείς και σεις οι γυναίκες κάτω από τις διαταγές του παπά Κολιούση;
-Δεν θέλω να φύγω απο δω. Κουράστηκα, ας είναι μικρό η μεγάλο δεν με νοιάζει όμως δεν θέλω να μην έχω κορωνιό σταθερό. Κουράστηκα.
– Παιδιά εις υγείαν είπε ο πατέρας μας.
– Εις υγείαν δάσκαλε.
-Σας ευχαριστούμε. Ωρε διαόλοι σας ευχαριστούμε πολύ, μα μη λέτε τίποτε ακόμα στους άλλους. Όλοι με γνωρίζεται και όλους σας γνωρίζω. Θα έρθω να τα πούμε..
– Όπως θέλεις δάσκαλε μας, και συ μωρ δασκαλίνα σκέψου πάλε, μαζί φάγαμαν ξερό ψωμί, οι γυναίκες μας σε έχουν Πανήγια, μα την Παναγία..
– Κουράσθηκα είπε η μάνα μου θέλω να μείνω μόνιμα εδώ.
Ο πατέρας το είπε, το ξανάπε, μα η μάνα μας ήταν σταθερή. Δεν αντέχω άλλα βάσανα έλεγε, κουράσθηκα.
Ήταν και η γιαγιά με τον παππού που θα έχαναν τα εγγόνια τους, εμάς. Που μωρέ Βασίλη θα τα πας τα παιδιά να μην τα βλέπουμε; Και όλο έλεγε της μάνας μας. Εδώ να κάτσετε νυφούλα μου να βλέπω τα παιδιά το Μήτσιο μου και έβαζε τα κλάματα, καθώς αγκάλιαζε το μπούλη μας. Σε λόγα χρόνια η αρρώστια της μάνας μας μας έφερε στην Αθήνα και τα δύσκολα, ήταν για όλους μας. Μήνες στα νοσοκομεία, και γω η ακαμάτρα να δεις που έπιασα τη σκούπα το φαράσι και τις κατσαρόλες. Μη με φαντασθείτε σαν νοικοκυρά, χάλια. Έχετε ακούσει που λένε της νύχτας τις δουλειές τις βλέπει η μέρα και γελάει; Έτσι και τις δικές μου, αν τις έβλεπε νοικοκυρά θα έσκαζε στα γέλια.
Πέρασαν τα χρόνια, ο κάθε ένας μας πήρε το δρόμο του. Κάναμε οικογένειες, μα δεν ήταν όπως στο χωριό. Εκεί κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Όμως δεν αφήσαμε τίποτε από ότι είχαμε έθιμο στο χωριό μας. Έτσι και δω, κάθε Κυριακή τρώγαμε μαζί στο σπίτι της μάνας μου. Εγώ την κουζίνα και τα πιάτα, ήμουν η μεγαλύτερη, οι άλλες σερβίρισμα στρώσιμο τραπεζιού, και οι άνδρες με το ουζάκι τους ή κρασάκι να λένε τα δικά τους η να παίζουν τάβλι. Τρία τάβλια είχαμε και δεν ξέρω πόσα έχουμε, μικρά, μεγάλα από δέρμα βαλίτσες, τάβλι κεντημένο, κλπ κλπ. Και κει αρχίζαμε το γλέντι. Δεν θες πολλά, ούτε πολύ, το κέφι έρχεται μόνο του έτσι απλά, το φέρνει η αγάπη.
Εκεί ανάμεσα στα τραγούδια την τρυγώνα, τα δασιά πλατάνια και τη Βεργούλα, όλες οι βέργες ειν΄εδώ μα λείπει η Βέργα που αγαπώ. Εκεί έβλεπες και το δάκρυ για κείνους που λείπουν μα είναι στις καρδιές μας. Η μάνα μας γύριζε μας κοίταγε και μας έλεγε. Μια φορά κιότεψα στην ζωή μου. Ήταν τότε, μετά τον πόλεμο, που μας παρακάλεσαν να πάμε στο Μούρτο και δεν πήγαμε. Τώρα θα ήσασταν πάμπλουτα. Ποιος σου είπε μάνα πως θέλαμε να είμαστε πάμπλουτα; Θα ήμασταν όλοι μαζί.
-Έτσι σαν οι γύφτοι; Όταν το έλεγα αυτό, το σαν οι γύφτοι, με αγριοκοίταζαν όλοι. Λες και χάναμε κάτι από το οικόσημό μας, μπανταλά….και ξωπαρμένα….
Βασίλη, γιατί δεν μας έβαλες μια φωνή;
– Σε σένα; Στα παιδιά μου Βέργω μου;
-Σε μένα εσύ ήξερες. Γιατί;
-Γιατί είχες κουρασθεί, και με τούτους εδώ, έδειχνε εμάς, άνδρες, και γυναίκες, θα κουράζεσαι συνεχώς.
– Καλά σε μένα βγαίνει η ψυχή άλλος τους επαίνους; Αλήθεια είναι πως βάλαμε δικές μας σούβλες, μετά το θάνατό της. Πάντα ήταν ο αρχηγός, και δεν ξέρω πως μας έκανε ότι ήθελε, χωρίς να μας πιέζει.
Εγγόνια, παιδιά, ένα τσούρμο και όσο ήταν εδώ ο πατέρας και η μάνα όλοι μαζύ στο πατρικό μας στο ίδιο τραπέζι λύπης ή χαράς, δε είχε σημασία..
Τώρα μαζεύουμε ο κάθε ένας την δική του οικογένειά, σε διαφορετική πόλη, έτσι είναι η ζωή. Βλεπόμαστε μια φορά το χρόνο ευτυχώς που είναι το τηλέφωνο. Τώρα πολλές φορές σκέπτομαι πως αν ήμασταν εκεί, ίσως τα Καλοκαίρια να τα περνούσαμε μαζί.
Έτσι είναι η ζωή. Έχει τους δικούς της νόμους, και δρόμους. Σιγά σιγά συνηθίζεις τα περίεργα, γιατί δεν είναι περίεργο να πίνεις νερό από ένα σωλήνα και όχι από την κρουσταλλένια βρύση;;;; Να βλέπεις δρόμους και αυτοκίνητα και όχι υπέροχους μπαξιέδες; Έτσι είναι η ζωή, έχει δρόμους και παράδρομους.
Ευτυχώς που δεν με βλέπετε, τα μάτια μου έχουν δάκρυα, έτσι είμαι εγω κλαψιάρα.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation