Ήμασταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι μας, τον χειμώνα του 1950. Έκανε πολύ μεγάλο κρύο και είχε άγριο βοριά.
Η μάνα μας με την Ασήμω την ψυχοπαίδα μας, ετοίμασαν την κουζίνα μας να κοιμηθούμε όλοι μαζί να έχει το νού της στα παιδιά μη τρομάξουν από τις βροντές και τις αστραπές. Το σπίτι μας είχε ρεύμα όμως ήταν πολύ ακριβό. Ήταν για τους επισκέπτες. Εμείς είχαμε δυο λάμπες με λαμπόγυαλα και τρία λαδοκάντηλα στη σκάλα και στο αναγκαίο που ήταν μέσα στο σπίτι και που μόνο όταν ήμαστε άρρωστα πηγαίναμε τον άλλον καιρό, στο χαλέ έξω
Δίπλα μας έμενε η Φωτεινή με τη μάνα Σούλα. τη μάνα της. Έτσι την ξέραμε, τα παιδιά της ήταν στο Καναλάκι που είχαν σιδεράδικο.<br />- Βέργω, ελάτε να περάσουμε μαζί το βράδυ.
– Που να φέρω τα παιδιά ελάτε σεις.
– θα ρίξω ένα στρώμα κι ένα μιντέρι και για σας, η κουζίνα μας είναι πολύ μεγάλη μας χωράει όλους. Θα βάλω και τη μια λάμπα στο καρφί στον τοίχο να κεντάει η Φωτεινή όσο να γύρει. Έβαλε μια μεγάλη κατσαρόλα στη φωτιά και είπε θα φάμε όλοι τραχανά.
– Εγώ δε θέλω τραχανά, θέλω τηγανήτες με γλυκό είπε ο Δημήτρης.
– Θα κάνουμε και τηγανητές Δημητράκη μου, είπε η μάνα μας.
Έστρωσε ένα στρώμα με τσιάφκες και τσουβάλι επένδυση, και πάνω από το στρώμα έριξε ένα σά’ι’σμα. έφερε και μαξιλάρια και πήγε να βοηθήσει τη Φωτεινή που ήταν κουτσή από το ένα πόδι.
– Άι μωρή σε βάλαμε σε κόπο, μα σκιαθκα μη μας σβήσει η λάμπα και το τζάκι και πως να κρατήσω τη φωτιά όλη τη νύχτα.
Κάτσαμαν γύρω από το τζάκι, η μάνα μου έριξε μπόλικα ξύλα στη φωτιά και έκατσε δίπλα στη Φωτεινή. Η Ασήμω κοίταγε τον τραχανά. Σαν έβρασε έβγαλε το μισό τραχανά από την κατσαρόλα σε ένα ταψί και έριξε μέσα βούτυρο και τυρί. Μετά έκαψε βούτυρο με πιπέρι κόκκινο καυτερό και του έριξε μέσα ψωμάκια να τηγανισθούν και το έριξε στην κατσαρόλα
– Μάνα θα βάλω πιάτα σε σας;
– Βάλε πιάτα και δίπλα βάλε τυρί να ρίξει όποιος θέλει.
Μας έδωσαν ξύλινα κουτάλια γιατί τα σιδερένια καίνε. Φάγαμαν. Ο πατέρας δεν ήταν στο σπίτι είμασταν μοναχοί μας. Όταν φάγαμε τον τραχανά η μάνα μας έβαλε στη φωτιά κοκώσιες (καρύδια ) να ψηθούν και βαλάνια ήμερα. Τα έβαζε σε ένα χαλκωματένιο πιάτο βαθύ να πάρει όποιος ήθελε. Ο Δημήτρης είπε, μαμά, μας είπες πως θα μας κάνεις τηγανήτες με γλυκό. Άει ωρε Βέργω μου και γω τις λαχτάρησα είπε η Φωτεινή. Η μάνα μας έκανε γρήγορα το κουρκούτι και έβαλε ένα νταβά στη μεγάλη πυροστιά. Έβαλε μπόλικο λάδι και έριχνε το κουρκούι που αμέσως φούσκωνε και τηγανίζουνταν. Έβαλε τα σιρόπια σε ένα βαθύ πιάτο και μας έδωσε πιρούνια. Να προσέχετε μη πασαλείφτηκε.
Την ώρα που τρώγαμαν είπε η Ασήμω, μάνα δεν θα παίξουμε τίποτες; Η Ασήμω ήταν ορφανή δεν είχε μοίρα στον ήλιο έτσι την έφερε ο πατέρας στο σπίτι. Όπου τρώμε εμείς εκεί και τούτη. Βλέπεις γνώριζαν τους γονείς της πριν χαθούν στον πόλεμο.
– Δε θα παίξουμε τίποτες; Πως θα περάσει η βράδια μέχρι να γείρουμε;
– Έχω δουλειές για όλους είπε η μάνα μου και αν θέλετε τραγουδάτε κιόλας.
Έφερε μπροστά μας μια κοφίνα ρετάλια και ρούχα πολύ κατεστραμμένα. Θα τα κόψουμε κουρέλια είπε και θα υφάνω κουρελές.
– Βέργω να βγάλουμε τα καλά τετράγωνα και να τα γαζώσεις αύριο, η Τσαντούλα θα τα περάσει μια βελονιά να ξέρεις τι θα ράψεις.
– Εμείς τι θα κάνουμε είπε ο Φάνης, βλέπεις αυτός ύφαινε κουρελούδες και φλοκάτη στον αργαλειό και δεν έκανε λάθη.
– Εσείς θα μαζεύετε τα κουβάρια από αυτά που θα κόβει η Ασήμω.
– Πριν αρχίσετε θα φάτε όποιος θέλει τηγανίτες και να πλύνει τα χέρια του έριξα ζεστό νερό στη βρύση.
Κάτω από τη βρύση είχε μια λεκάνη λουμινένια να μαζεύει το νερό, να το ρίχνουμε στο αναγκαίο. Ήταν ένα στενόμακρο δωμάτιο χωρισμένο στα τρία. Στη μια αποθήκη ήταν το αναγκαίο (λουτρό) στην άλλη την πιο μεγάλη είχαμε τα ξύλα της εβδομάδας να μην βρέχονται. Και στο πιο μικρό αποθηκάκι είχαμε λίγα τρόφιμα, πατάτες σκόρδα, κρεμμύδια κλπ
Μετά το φαγητό άρχισε η δουλειά, άλλος έκοβε άλλος μάζευε και γω ένωνα τα κομμάτια με ράψιμο. Να βάλω καρφίτσες μάνα;
Την είδες την τεμπέλα στα εύκολα λέει η μάνα μου και κόβει την κουβάντα μου..
Τσουπράκι είναι Βέργω μου.
– Μωρε τι να σου κάνω, που όλοι τρέμουν μη χάσουν την πριγκήπισσα και θα σου την έκανα εγώ λουρίδες.
Εγώ άρχισα να τραγουδάω τούτη τη διαμάχη χρόνια την άκουγα την έμαθα και δεν με πόναγε τόσο όσο όταν ήμουν ακόμα πιο μικρή. [Και όταν μεγάλωσα αφού παντρεύτηκα έγινα, αχ, δεν ξέρεις τι τσούπρα έχω, σε όλα μέσα μη την κοιτάς που είναι τόση, χα μικρή είναι και η λίρα μα πόση αξία έχει διάολος με τα πέταλα.]. Και τραγουδώντας ενώ έξω φυσούσε ο βοριάς μας πήρε ο ύπνος. Η μάνα μας έβαλε στο μπάσι και η μάνα Σούλα μας σταύρωνε. Κακό μάτι να μην τα δει . Ύστερα κάθισαν και αφού ξάπλωσε τη Φωτεινή άρχισε να της λέει πως πρέπει να την παντρέψει με όποιον να είναι να μη πεθάνω και τι θα κάνει μοναχή της. Τώρα τα παιδιά την κοιτάν όμως αν παντρευτούν, τότε τι θα πουν οι νύφες. Και οι νύφες Βέργω μου τις κουνιάδες τις θέλουν μονάχα για δούλες. Εγώ ακόμη δεν είχα κοιμηθεί.
– Μωρή Βέργω, εσείς εκεί στα χωριά που πάτε μη βρείτε κανένα ότι νάναι.
Όταν μεγάλωσα και το θυμώμουνα η καρδιά μου σπάραζε, μια μάνα που δεν τη φόβιζε ο θάνατος μα το τι θα κάνει το κορίτσι της. Η Φωτεινή παντρεύτηκε στη Παραμυθιά έναν από την Κέρκυρα. Εκεί έφερνε τα ρούχα του για μπουγάδα στη γριά μάνα Σούλα.
Η μάνα μου έκανε τα προξενιά, και τι να σας πω η Φωτεινή έκανε και τρία παιδιά. Ο Νίκος βγήκε καλός νοικοκύρης εργάζουνταν στο σιδηρουργείο με τα παιδιά το Γάκη και τον Κίμο. Τα παιδια παντρεύτηκαν ο Γάκης μια πολύ ωραία γυναίκα από τη Γουμένισσα της Μακεδονίας και ο Κίμος τη δική μας Αντιγόνη του Τσίλη Δήμου του κουμπάρου μας. Σε λίγα χρόνια έφυγαν για τη Γουμένισσα εκεί το σιδηρουργείο έγινε εργοστάσιο με μια εφεύρεση που έκαναν για τους αγρότες.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation