27-10-1940: Πριν χαράξει έφυγα για την Παραμυθιά που στρατοκρατείται. Εδώ έχει την έδρα του ο στρατηγός Λιούμπας. Δεν έχω τίποτε πιο ιερό από τους γονείς μου. Έτσι μισθώνω δύο άλογα και τους μεταφέρω, πεζοπορώντας εγώ στο Μορφάτι. Στον κάμπο της Παραμυθιάς πολυβοληθήκαμε από Ιταλικά αεροπλάνα. Μόλις που διασωθήκμε. Έχουμε εγκατασταθεί σ’ ένα παλιό, ιδιόκτητο οίκημα του Δημοτικού Σχολείου, στον ένα λόφο του χωριού. Αγρυπνώ: Τι να πρωτοσκεφθής, που πλησιάζει η θύελλα της εθνικής μας καταστροφής; Μεσάνυχτα, ο αγροφύλακας χτυπάει την πόρτα. Καθησυχάζει τους γονείς μου και κατεβαίνω στο διδακτήριο του κάμπου όπου ένας υπενωματάρχης από την Υποδιοίκηση Χωρ/κής Μαργαριτιού μόλις έφτασε και μου παραδίνει «επί αποδείξει» ένα σφραγισμένο με βουλοκέρι φάκελλο. Τον αποσφραγίζω είναι διαταγή «κατεπίγουσα» της Νομαρχίας Θεσπρωτίας. Σημαίνω την καμπάνα του Σχολείου. Αγουροξυπνημένοι οι κάτοικοι έρχονται και μου ζητούν εξηγήσεις. Τους διαβάζω αποσπάσματα της άνω εντολής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι με διαταγή της Νομαρχίας έφυγαν από το μεσημέρι από την Ηγουμενίτσα… Ειδικεύεται ότι το χωριό Μορφάτι είναι ο μόνος δρόμος υποχωρήσεως για την Πρέβεζα των Χριστιανών κατοίκων, περιφερειών Πάργας, Μαργαριτιού και Ηγουμενίτσας. Οι κάτοικοι με συντονισμό της χωροφυλακής να διευκολύνουν στην υποχώρησή του τον ανωτέρω πληθυσμό…». Είναι φανερό! Είμαστε στα πρόθυρα του πολέμου. Δυστυχισμένη πατρίδα μας!
28-10-1940: Πόλεμος! Πόλεμος! Μας ξυπνάνε οι ήχοι των κανονιών. Είμαστε κοντά στα σύνορα. Το πυροβολικό των Ιταλών σκίζει τα στήθη των στρατιωτών μας και του άμαχου πληθυσμού μας. Από το Μορφάτι περνάνε τρομαγμένοι χιλιάδες κάτοικοι της Θεσπρωτίας, κυριότερα γυναικόπαιδα με κατεύθυνση το χώρο της Πρεβέζης. Μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου και ακολουθώ πεζοπορώντας ανάμεσα στο πλήθος των νέων προσφύγων. Τι τραγωδία! Στο χωριό Γλυκή συναντιέμαι με τους νέους πρόσφυγες από το Φιλιάτι και την Παραμυθιά. Μισθώνω δύο μουλάρια (μόλις είχα εισπράξει από το Δημόσιο Ταμείο τους μισθούς μου Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1940, περίπου δρχ. 3000) για τους γονείς μου, και μέσω της Σκάλας της Τζαβέλαινας φτάνουμε στο χωριό Σαμονίβα του Σουλιού. Μας φιλοξενεί ο γνώριμος του πατέρα μου, πρόκριτος Σταύρος Τόκας. Στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού του μένουμε 40 περίπου άτομα, που ζούμε από την ελεημοσύνη του, ήτοι ψωμί, μπομπότα, ξυνόγαλο και λίγο τυρί. Μένουμε αρκετές μέρες, ως που ο στρατός μας, που βάσει στρατιωτικού σχεδίου είχε υποχωρήσει, ήταν τώρα έτοιμος για επίθεση.
9-11-1940: Φεύγουμε από τη Σαμονίβα. Πεζοπορώ με τους υπερήλικες γονείς μου για το χωριό Σεριζιανά. Είμαι φορτωμένος μια βαριά βελέντζα από το σπίτι μας και λίγα (απαραίτητα) τρόφιμα. Πρέπει να έχω υψηλόν πυρετόν. Το απόγευμα φθάνουμε στο Λούρο, όπου με άλλους πρόσφυγες η χωροφυλακή μας προωθεί με φορτηγά αυτοκίνητα στα Ιωάννινα. Καταφεύγοντας λόγω των συχνών βομβαρδισμών των Ιταλών στα σπίτια του κάστρου των Ιωαννίνων, όπου εκατοντάδες γέροντες και γυναικόπαιδα περνάμε άγρυπνοι τη βραδυά.
11-11-1940: Από το πρωί, κει με ξεσκισμένο το δεξιό παπούτσι αναζητώ σε χάνια των Ιωαννίνων αγωγιάτες από την Παραμυθιά. Τελικά μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου κατόπιν προκαταβολής δραχμών 1.200 (χιλίων διακοσίων, αφάνταστα υπερβολικού ποσού). Ξεκινάμε (εγώ πεζοπορώντας με τον αγωγιάτη) μέσω του δρόμου «χάνι Τζεμαλή-αγά» για την Παραμυθιά, όπου φθάνουμε αργά το απόγευμα. Το σπίτι μας, κατά την απουσία μας, είχε διαρρηχθή. Τι καταστροφή! Πολλά από τα βιβλία μας ήταν ξεσκισμένα στο πάτωμα. Τα περισσότερα από τα παλαιότυπα και χειρόγραφα του προγόνου μας Χριστοδούλου Κραψίτη, ακόμα και αποκόμματα ελληνικών εφημερίδων της περιόδου της Τουρκοκρατίας, είχαν κλαπή. Φτάνει αμέσως στο σπίτι μας, ο αδελφικός φίλος μου γιατρός Λευτέρης Βαλασκάκης. Εξετάζει τον πατέρα μου που έχει υψηλό πυρετό, μας δίνει φάρμακα και ένα δικό του θερμόμετρο. 13-11-1940: Μέσα σε τρεις μέρες ο από τον συνοικισμό «Άγιος Νικόλαος» της Παραμυθιάς μαραγκός Βασίλης (Τσίλης) Μπρέστας, αποκατέστησε όλες τις ζημιές του σπιτιού μας με άμεση εξόφληση της αξίας των υλικών και της αμοιβής του.
22-11-1940: Τα Σχολεία του Νομού μας δεν λειτουργούν. Οι διδάσκαλοι της Επαρχίας Παραμυθιάς -όσοι δεν έχουν στρατευθή- αποσπάστηκαν σε διάφορες υπηρεσίες στης πόλεως. Συγκεντρώνω στοιχεία για τα από 28-10-1940 γεγονότα του Φιλιατού και της Ηγουμενιτσας από κατοίκους τους που έχουν, ως πρόσφυγες εγκατασταθή στην Παραμυθιά. Επίσης πολλά στοιχεία μου δίνουν οι: «Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης, Σιών Μπακόλας και Μάνθος Στατηράς, που σ’ όλο αυτό το διάστημα ήταν στην Παραμυθιά. Ο στρατός προχώρησε πέραν του ποταμού Καλαμά. Ο Ανθυπασπιστής Χωρ/κής Μιχαήλ Γυπάκης και ο Αγρονόμος Φίλιππος Καρβούνης, που υπηρετεί στην Παραμυθιά, σε εκτέλεση υπηρεσιακής διαταγής συνέλαβαν τους αρρένες μουσουλμάνους της περιοχής, οι οποίοι προωθήθηκαν στα στρατόπεδα Κορίνθου και Χίου. Οι μωαμεθανοί Τσάμηδες κατά την 28-10-1940 υποχώρηση του στρατού μας με την χρήση κρυφού οπλισμού τους, βοήθησαν τον Ιταλικό στρατό που προχωρούσε στο Ελληνικό έδαφος, χτύπησαν πισώπλατα το στρατό μας που υποχωρούσε, λεηλάτησαν στις πόλεις και τα χωριά μας περιουσίες Ελλήνων, πυρπόλησαν σπίτια και μαγαζιά, δολοφόνησαν Χριστιανούς Έλληνες κλπ. Τώρα η Ελληνική πατρίδα αμύνεται.
30-11-1940: Είναι το πρώτο γράμμα που παίρνω σήμερα του αδελφού μου Βαγγελάκη που πολεμάει στην πρώτη γραμμή. Του απαντάω αμέσως.
Μεταφορά απο την έντυπη έκδοση: www.paramythia-online.gr
Join the Conversation