Εκείνες οι μέρες ήταν πολύ δύσκολες για όλους μας. Εμείς ξέραμε πως αυτές τις μέρες όλα άλλαζαν στο σπίτι μας. Η γιαγιά μας έκανε πολλά ψωμιά, έκανε στάρι μια κοφίνα, πρόσφορα και κεριά από μελισσοκέρι. Τα μάτια της ήταν θολά λες και έχαναν την λάμψη που βλέπαμε σαν μας έπαιρνε αγκαλιά και τα τρία.
Ίσως θα ήθελε να έχει αγκαλιά το Δημήτρη τον αδελφό μου που είχε το όνομα του θείου μας του Μήτσιου που ήταν στο Θεό όμως εγώ πρώτη, έμπαινα στην αγκαλιά της και έπλεχα και ξέπλεχα τις μεταξένιες κάτασπρες πλεξίδες της.
Δεν μίλαγε, δεν έλεγε ποτέ “φρόνιμα…”. Αυτό το έλεγε ο παππούς μας και ήταν μια φοβέρα, να, πως θα μας μάλωνε πιο πολύ, μα εκεί έμεναν. Καθισμένοι τούτες τις δύσκολες μέρες στο μεγάλο χειμωνιάτικο μας πάνω στα ριγέ χράμια με τις τζιάφκες του καλαμποκιού να τρίζουν, ακούγαμε τούτον τον καιρό άλλου είδους κουβέντες.
Η γιαγιά να ετοιμάζει στάρια και πρόσφορα, από την άλλη ο παππούς να μας μιλάει για τον πόλεμο. Μα τούτες οι κουβέντες ήταν διαφορετικές, ήταν σαν τα παραμύθια. Δεν άρχιζαν με το μια φορά κι έναν καιρό αλλά ήταν έτσι απλά, τότε η γιαγιά σας με τη μάνα σας και τις άλλες γυναίκες φορτωμένες με τις βαρέλες γεμάτες νερό, ή σφαίρες ή χαρτιά ακόμα και πέτρες για τα οχυρά.
Αυτά τα οχυρά εμείς τα γνωρίζαμε μας είχαν πάει μα κι αν δεν μας πήγαιναν βλέπαμε παντού σκορπισμένα τα πολυβολία αυτούς τους τσιμεντένιους φούρνους που μέσα έμπαιναν τα φανταράκια μας να προφυλαχθούν από τις σφαίρες των εχθρών. Απο κει πυροβολούσαν τους εχθρούς από τις μικρές τρύπες που έχουν. Έβαζαν το όπλο, κοίταγαν που είναι θόρυβος ή που κουνιούνταν τα χορτάρια και μπάμ πάρτον κάτω τον εχθρό.
Εκεί ψηλά στη σκάλα της Παραμυθιάς είχαν νικήσει τους οχτρούς και έβγαλαν κι ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν όλοι με περηφάνια.
“…Μπήκαν οι ιταλοί στη Σκάλα με μαντολίνα και φτερά, εκόψανε και μια φευγάλα βρε Βερτινόι μασκαρά.Κορόιδο Βερτινόι, κρίμα στο πρώτο μπόι,καρδιά λαγού σαν έχες πρέπει πάντα να προσέχεις,ξέρεις είσαστε δηλοί, ξέρεις είσαστε δηλοί.” Και τραγούδαγαν και το κορόιδο Μουσολίνι…
Με τούτα τα τραγούδια οι Παραμύθιώτες γιόρταζαν τη νίκη. Μα δεν ήταν απλά έτσι μια νίκη. Χωρίς κρέας γάμος δεν γίνεται έλεγαν και μεις δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν. Τα παιδιά που δεν γύρισαν πίσω ήταν πολλά. Μα ήταν και πολλά που γύρισαν κουφάρια μισά σακατεμένα…
Έτσι ήταν τα παραμύθια σαν ψέματα και σαν αλήθεια.
Σήμερα θα βγάλω από τη ντουλάπα μας, τη σημαία όχι αυτή που θα βγάλουμε έξω για να γιορτάσουμε το ΟΧΙ το μεγάλο πανηγύρι της νίκης, όχι, αυτή τη σημαία θα τη βάλω δίπλα στις φωτογραφίες αυτών που πολέμησαν αυτών που έμειναν επάνω στα βουνά μα και κείνων που γύρισαν μα δεν υπάρχουν πια…
Νικήσαμε μα η νίκη ήταν ποτισμένη με αίμα, είχε πολλά παιδιά που δεν γύρισαν.
Θα βάλω τη σημαία μέσα στο σπίτι δίπλα στο καντήλι και τις φωτογραφίες των ηρώων μας. Μια Έχει η σημαία μου μια τρύπα. Από σφαίρα έλεγε η γιαγιά μας. Την έφαγε ο σκώρος έλεγε η μάνα μου. Και ήταν αλήθεια πως έχει μια τρύπα από σφαίρα μα και ο σκώρος τόλμησε να την αγγίξει.
Τούτη η σημαία είναι μάλλινη υφαντή μεγάλη. Ο χρόνος την κιτρίνισε, μα έχει πάνω της τα όνειρα, τους αγώνες των δικών μου ανθρώπων αυτών που την κράτησαν, που την είχαν αγκαλιά, και που δεν είναι εδώ κανένας ακόμη κι από αυτούς που τότε στο χειμωνιάτικο μας λέγαν τα παραμύθια..
Η μόνη που έχει αυτό το δεσμό με τούτα τα αρχαία είμαι εγώ. Είμαι εγώ γιατί ήμουν μεγαλύτερη. Είμαι εγώ γιατί ο Μήτσιος ήταν ο αγαπημένος μου θείος και γιατί πάντα ακούγα αυτά που έλεγαν σαν παραμύθια ή σαν αλήθειες.
Αύριο τα εγγόνια μου απλώς θα λένε στα παιδιά τους είναι από τον πόλεμο του 1940 με τους Ιταλούς. Είναι η σημαία που είχαν στο βουνό. Και θα απορούν που η σημαία ήταν μάλλινη και οι λουρίδες γαζωμένες, και στο χέρι. Έτσι που όσο κι αν ήταν λεπτοδουλειά ήταν δουλειά χεριών κάποιας κοπέλας ή κάποιου ράφτη.
Και στην Ευρώπη ίσως να λένε γιατί η επαρχία Ιταλίας πολέμησε με την επαρχία Ελλάδας;
Γιατί τότε οι γιαγιάδες δεν θα λένε παραμύθια με πολέμους, με γυναίκες που κουβαλούσαν ξυπόλυτες πολεμοφόδια πεινασμένες με ένα κρομμύδι και ένα κομμάτι μπομπότα όλη μέρα μα περήφανες όταν εκεί ο στρατηγός ο Κατσιμήτρος τους έλεγε να οι Σουλιώτίσσες….. Μα πως να πεις σε κείνα τα παιδιά του μέλλοντος και των πυραύλων πως να λίγα χρόνια πίσω, δεν είχαν παπούτσια και πως κουβαλούσαν στους ώμους τους τις βαρέλες με το νερό;
Θα νομίζουν πως τούτες οι ιστορίες, είναι κοντά, σιμά, στο τότε που Αδάμ με την Ευα του γύριζαν στον παράδεισο γυμνοί.
Εκεί δίπλα στο ίδιο δωμάτιο το χειμωνιάτικο η μάνα μου ετοίμαζε γλυκά για τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου μα και της 28ης Οκτωβρίου που όλοι μας τη λέγαμε ημέρα του ΟΧΙ.
Έτσι είναι η ζωή. Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου στο σπίτι θα γιορτάζαμε το Δημητράκη τον αδελφό μου και θα κάναμε μνημόσυνο στο Θείο μας το Μήτσιο. Εκεί στο ίδιο τραπέζι θα τρώγαμε μιλώντας για κείνες τις ένδοξες μέρες μα εκεί θα λέγαμε και για τις καταστροφές… για όλους όσους λείπουν.
Στις 28 του μηνός θα κάναμε παρέλαση μπροστά στο σχολείο φορώντας τα καλά μας ενώ τα παιδιά του γυμνασίου με τα καπέλα τους και τα κορίτσια με τις φούστες τους τις πλισεδένιες τα ζακετάκια τους τα κοντά και τις λευκές τους μπλούζες ήταν πολύ όμορφα. Μα και μείς τα μικρά με τις χάρτινες σημαιούλες μας που πολλές δεν ήταν αγορασμένες αλλά φτιαγμένες με κερομπογιές και χαρτί κολλημένο σε ένα ίσιο ξυλάκι με ένα κομματάκι ξύλου ρίγανης να κάνει τοο σταυρό. Την κόλλα την κάναμε από την κόλλα που έβγαζαν οι μυγδαλιές μας.
Και ύστερα με τα χειροκροτήματα στήνονταν ο χορός στο σχολείο εκεί μπροστά και ήταν τα νιάτα η υπόσχεση πως αν είναι να χρειαστεί, πάλι για την πατρίδα ναι πάλι, θα είμαστε εκεί.
Ακόμη και ο Δεσπότης μας φόραγε τα χρυσά του άμφια να τιμήσει τον Αγιο Δημήτριο μα και το Οχι. Τα σχολεία ήταν σημαιοστολισμένα και στους τοίχους είχαν στεφανωθεί τα κάδρα των ηρώων μας με δάφνη.
Τότε όλα αυτά, ήταν εκεί, με τάξη στο ακριτικό χωριό μας, την μικρή μας πόλη, απλά ηρωικά. Σήμερα τώρα μοιάζουν πολύ μακριά, σήμερα είναι μια μέρα χαλάρωσης, ακόμα και για κείνους που δεν έχουν εργασία. Ήρωες, πόλεμος, Άγιος, γιορτές, περηφάνια, ξεχάσθηκαν.
Θα δουν οι Έλληνες τηλεόραση θα πιουν καφέ και κάποιοι ελάχιστοι θα παν στην εκκλησιά θα τιμήσουν και θα ρίξουν ένα δάκρυ πικρό για την κατάντια της πατρίδας μας… σήμερα.
Στα χωριά μας γύρω από την πόλη μας δεν είχε παρέλαση, όμως εκεί στην εκκλησιά και ύστερα στο σχολείο θα έλεγαν ποιήματα κρατώντας σημαιούλες, θα τραγουδούσαν εμβατήρια, και ο δάσκαλος θα τους μιλούσε για τη διπλή γιορτή του Αγίου Δημητρίου και του ΟΧΙ.
Αλήθεια που πήγαν τα εμβατήρια; Που πήγε αυτό το αίσθημα το δάκρυ για τούτον τον τόπο! Μη γελάσετε ποτέ αν δείτε μια βάβω ή έναν γέρο να σκουπίζουν τα μάτια τους μπροστά τη σημαία ακούγοντας τον εθνικό μας ύμνο, είναι γιατί κάποτε τους λέγαν παραμύθια για αληθινούς ήρωες, για αληθινές μάχες και όχι για τερατώδη πλάσματα. Που πήγε εκείνο το “κι αν είναι να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη μια φορά κανείς πεθαίνει”.
Σήμερα κρατώντας τη σημαία την παλιά την ένδοξη, που δεν μοιάζει με τις πλαστικές και που κουβαλάει μνήμες, όνειρα ακόμη και για τις χαμένες μας πατρίδες, καλές, κακές, ένδοξες, υποδούλωση, λευτεριά. Που είναι;
Αυτές τις μέρες εγώ θα γιορτάζω αφήνοντας πάνω στο χαρτί τις αναμνήσεις μου. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε αυτές οι αναμνήσεις των πολλών, να γίνουν δάδα και ελπίδα, που θα φωτίσει και θα ζεστάνει τις καρδιές και τις ψυχές των Ελλήνων.
Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου, Δημήτρη Δήμητρα, Χρονιά Πολλά. Και όσοι πάμε στην εκκλησιά ας ανάψουμε ένα κερί στην Παναγιά μας για την Ελλάδα μας.
Και να μην ξεχνάμε πως αυτό το ΟΧΙ το είπε ο Ιωάννης Μεταξά μα δόξα, τραγούδι, αέρα και νίκη το έκανε ο λαός μας.
*Φωτογραφία αρχείου
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation