Πέρασαν χρόνια πολλά πάρα πολλά, ήμουν στη πόλη μας στη Παραμυθια. Hταν το 1955.
Πήγαινα στο Γυμνάσιο και μου άρεσε που φορώντας την ποδιά με το λευκό γιακά, τα μαύρα παπούτσια και τα μαλλιά μαζεμένα πήγαινα στο Γυμνάσιο, ένοιωθα πολύ καλά. Μου άρεσαν τα γράμματα και διάβαζα πολύ. Μου άρεσε το σχολείο μα μου άρεσαν και οι γιορτές. Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
Ο Λάμποβος από τότε γιόρταζε την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου. Ο καιρός είχε αρχίσει να μουνταίνει όμως περίεργο, στο Λάμποβο τοτε, σπάνια έβρεχε. Τα χελιδόνια είχαν μαζέψει τα παιδάκια τους και μας χαιρέτισαν για την άλλη χρονιά, να έρθουν να βρούν τη φωλιά τους και μεις να τα καλωσορίζουμε. Πολλές φορές τα παιδιά σκεπτόμαστε, πως όταν τα χελιδόνια κουράζονταν στο ταξίδι, ανέβαιναν πάνω στους πελαργούς για να ξεκουραστούν. Και οι καλόκαρδοι πελαργοί με τα μεγάλα και δυνατά φτερά τους τα έπαιρναν στις πλάτες τους στο μεγάλο ταξίδι. Πάντα μου τριβέλιζε το νου μου, πως βρήσκουν το δρόμο του γυρισμού. Πάνε τόσο μακρυά και γυρίζουν πίσω στις παλιές του φωλιές Και πήγαιναν στο μακρύ τους ταξίδι χωρίς να χαθούν, χωρίς πυξίδα χωρίς δρόμους χαραγμένους στον ουρανό. Ίσως τα αστέρια μυστικά τους μιλούσαν μα και αν δεν τους μιλούσαν έβαζαν μια αχτίδα τους να τα καθοδηγεί
Εκείνη τη χρονιά στο Λάμποβο θα έρχονταν όπως συνήθως ο παππούς μου ο Χρήστος που ήταν ζωέμπορος. Έφερνε για πούλημα άλογα, βόδια, πρόβατα, κατσίκια και γα’ι’δούρια. Όλα αυτά τα ζώα έμεναν στο γαλατά με τα ψυχοπαίδια. Τα παιδιά πολλές φορές τα πήγαιναν βόλτα με σέλα η σαμάρι ανάλογα τι τα ήθελαν. Εκεί τα τάιζαν και κρατούσαν το χώρο καθαρό. Πήγαιναν πολλές γυναίκες και ζήταγαν την κοπριά για τους κήπους ή τα λουλούδια.
Ο Λαμποβος είχε τρία μέρη, το ζωεμπόριο, το εμπόριο ρούχων οικιακών και πολλών ειδών λευκών που τότε σήμαινε προίκα και τα τρόφιμα. Τρίτο μέρος η διασκέδαση.
Τα εστιατόρια φρόντιζαν να έχουν από όλα μοσχοβόλαγαν τα φαγητά τους. Και στα χάνια έκαναν φαγητά μα απλά γιατί εκεί πήγαιναν πιο φτωχοί. Στο μέρος της διασκέδασης εκτός από καραγκιόζη, θέατρο δεν θυμάμαι στο Λάμποβο είχε πολλές ζυγιές όργανα. Είχε ορχήστρες δημοτικής μουσικής αλλά και μικτές, δημοτικά- λαϊκά, μα όλες οι ορχήστρες δεν ήταν όπως στα πανηγύρια είχαν και τραγουδίστριες που τις λέγανε τσιγκίστρες και μη με ρωτήσετε γιατί, φαντάζομαι από .τις καστανιέτες … που είχαν στα χέρια τους και έδιναν ρυθμό.
Στα σπίτια πολλές φορές φιλοξενούσαν άτομα συγγενικά μα και φιλικά που έρχονταν για το Λάμποβο. Τότε ένα στρώμα από τζιάφκες ή άχυρο με μια κουβέρτα και ένα μαξιλάρι κοίμιζε δύο και τρία άτομα.
Και τα μαγαζιά της πόλης μας, είχαν φροντίσει να έχουν τα πάντα, ώστε να μπαίνουν οι πελάτες στα μαγαζιά και να μην ψωνίζουν από τους πάγκους.
Και παιχνίδια έφερναν, όμως τα βασικά ήταν τα λευκά είδη που τα έφερναν ακόμη και από την πόλη. Τα άπλωναν πάνω στους πάγκους και καθώς ήταν τότε πολύ το μετάξι και το μάλλινο ή μεταξωτό βελούδο έχανες τα μάτια σου.
Φάνταζαν σαν ένας κόσμος μαγικός. Αφού ούτε στα Γιάννενα δεν έβλεπες έτσι απλωμένα στα μαγαζιά ούτε στη Δωδώνης ούτε στην Ανεξαρτησίας ούτε στη ΚΑ Φεβρουαρίου, που πήγαινε κατά την Καλούτσιανη.
Οι ορχήστρες ήταν στα καφενεία που είχαν μεγάλες αίθουσες ή άνοιγαν και κάποιους χώρους. Η πετυχημένη γιορτή αυτό σημαίνει έσοδα. Η Παραμυθιά ζούσε από τα Σαββατιάτικα παζάρια και από το Λάμποβο. Τότε στη Θεσπρωτία δεν είχε άλλη πόλη τόσο μεγάλη και με τόσα μαγαζιά. Πάμε στην Παραμυθιά έλεγαν από όλη την περιοχή.
Έρχονταν λοιπόν ο παππούς μου ο Χρήστος που δεν πούλαγε μόνο άλλα έκανε και τράμπες. Αντάλλαζε ζώα και έδινε ή έπαιρνε χρήματα ανάλογα με την τιμή των ζώων. Μαζί του είχε και δέκα με δέκα πέντε πρόβατα μεγάλα από αυτά που είναι στέρφα και δεν κάνουν για τα κοπάδια. Τα βάζαμε στο κτηματάκι του παππού μας του Παύλου και τα έσφαζε ένα κάθε μέρα ο παππούς για να φάμε όλοι γιατί μαζευόμασταν είκοσι άτομα. Αν ήθελε κάποιος γείτονας του πούλαγε το ένα πόδι ή και μισό.
Η μάνα μου το έβραζε να φανε καλά γιατί όλη την ημέρα ήταν με τα ζώα και τα ζώα θέλουν δουλειά. Με την κασάρα έκοβε το κρέας σε μερίδες και το κεφάλι με τη σκωταριά θα την έβαζε με λάχανα στο φούρνο. Εγώ στο καθήκον μου στον πατσά και τα έντερα καθάρισμα και πλύσιμο. Έβαζε η μάνα μου φωτιά και αφού ο παππούς τα άδειαζε και τα ξέπλενε εγώ έπρεπε να τα καθαρίσω και να τα πλύνω με βραστό νερο. Τα δε πόδια να τα μουτέψω βάζοντας τα στο βραστό νερό και τραβώντας τις τρίχες.
Αφού τα έπλενα η μάνα μου έβγαζε τις οπλές και τα άνοιγε στη μέση και κατόπιν τα καψάλιζε σε δυνατή φλόγα. Κάθε μέρα ήταν το πρωινό τους και τα δικό μας. Η μάνα μου τον έβαζε και τα έντερα πλεξίδες μέσα σε πολύ νερό αλάτι τρία κρεμμύδια και τρία φύλλα δάφνη. Κατόπιν έκανε ζυμάρι που το έβαζε στην κατσαρόλα απάνω και από πάνω το καπάκι που έκλεινε την κατσαρόλα καλά μια και το ζυμάρι ήταν σαν κόλλα. σαν ταχείας. Αυτό το έκανε και στο στιφάδο και στα ρεβύθια που τα έκανε με ντομάτα, τα άσπρα τα έβραζε κανονικά.
Έρχονταν λίγοι- λίγοι να πλυθούν να φαν και να φύγουν. Όσοι δεν ειχαν δικούς τους ανθρώπους μένανε στα ξενοδοχεία και στα χάνια. Όλη την ημέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που γύριζαν έλεγχαν τιμές και ποιότητα, έκανα συγκρίσεις και μετά άρχιζε το παζάρι.
– Πόσο;
– Τόσα.
– Α, παπα, είναι πολλά.
– Είναι καλά, για το πράγμα που σου δίνω δεν το βρήσκεις πουθενά.
– Είναι ακριβό δεν έχω.
– Κανένας δεν έχει τόσο καλή ποιότητα, πουθενά δεν θα το βρεις.
– Δεν έχω μωρ΄ανθρωπέ μου.
– Φεύγα δεν μπορώ παρακάτω.
Και τότε γύριζαν και ψώνιζαν… Ήταν ένα παιχνίδι θαρρείς, ένα παιχνίδι δικαίωσης πως εσύ γέλασες τον έμπορό και ο έμπορος εσένα.
Ψώνιζαν λοιπόν με χρήματα που μάζευαν οι γυναίκες δραχμή δραχμή τα Σάββατα για να ψωνίσουν στο Λαμποβο προίκα για τις τσούπρες. Ένα δυο μαξιλάρια βελουδένια που σε κάποια χωριά τα λένε κατηφεδένια. Ένα τραπεζομάντιλο ή μια μπάντα για τον τοίχο, και αν δεν είχαν χρήματα για τα δυο ζήταγαν από κει που τα πήραν του χρόνου να έχει μπάντα ή τραπεζομάντηλο στο ίδιο χρώμα. Βέβαια είχαν και μεταξωτά χαλιά μα τούτα ήταν ακριβά.
Είχα ένα τέτοιο χαλί που μετά από τριάντα πέντε χρόνια το έδωσα προίκα στην κόρη μου καθώς και δυο χειροποίητα χαλιά όχι κιλίμια, που τα έδωσα ένα στη νύφη μου και ένα στην κόρη μου. Χειροποίητα με υπογραφή και τους κόμπους δεν τους θυμάμαι. Τα έχουν και τα καμαρώνουν και καμαρώνω και γω μαζί τους.
Το βράδυ ήταν διαφορετικό. Τότε έπαιζαν οι ορχήστρες και λίγο το κρασί ή το τσίπουρο που η τιμή του ήταν ίσα με το λάδι λίγο οι τραγουδίστριες με τα μπούτια έξω έκαναν τους άνδρες τρελούς. Αυτά δεν τα καταλαβαίναμε τότε μα κάτι περίεργο έκανε η γιαγιά μας η Γεωργία. Δεν άφηνε πολλά λεφτά στον παππού το Χρήστο που ήταν μουρντάρης του άρεσε και το κρασί. Ο παππούς όμως ήταν πονηρός έφερνε στο σπίτι τα λεφτά, όμως άφηνε στα ψυχοπαίδια να του κρατάν πέντε δέκα λίρες για το βράδυ. Η γιαγιά το γνώριζε μα έκανε που δεν το ήξερε και στις δώδεκα η ώρα να και κείνη με ένα παιδί να γλεντήσει με τον άντρα της και τα παιδιά της. Αχ μωρή παλιόγρια της έλεγε ο παππούς και γέλαγε σημάδι ότι άρχιζε να μεθάει. Πως τον έκανε η γιαγιά μας να έρθουν σπίτι γύρω στις δύο ακόμα απορώ. Έλεγε πως ήταν σκληρός άνδρας, σκληρό περίβλημα είχε.
Ο παππούς μου ο Παύλος ήταν πολύ σοβαρός ένας κύριος όμως δεν μπορώ να σας πω ποιος και τι κέρδισε στη ζωή. Κάθε ένας που έρχονταν στο Λάμποβο εκτός από τα ψώνια ρούχα, γυαλικά, θα έπαιρναν ένα δυο πλαστάρια από όλους τους φούρνους μα ο πιο φημισμένος για το πλαστάρι του, ήταν ο Λαμπρομίχος.
Σας αφήνω για να μην σας κουράσω την άλλη Κυριακή θα γράψω στιγμιότυπα από την εβδομάδα του γλεντιο…
Σας ευχαριστώ όλους όσους μοιράζονται τις αναμνήσεις μου. Ήταν για μένα επιτακτική ανάγκη.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation