Είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από την εκτέλεση των 49. Ειχε τελειώσει ο πόλεμος. Πολλοί από τους πρόσφυγες γύρισαν στα σπίτια τους και εμείς στα σχολεία τον Σεπτέμβριο. Ο μήνας κόντευε να τελειώσει, εκεί κατά το τέλος θα πηγαίναμε στο ηρώο των πεσόντων. Εκεί, έξω από την πόλη στο πάνω μέρος του δρόμου. Εκεί ήταν το μνημείο. Η Ελευθερία που στεφανώνει τους ΗΡΩΕΣ μας.
Πολλές φορές πηγαίναμε εκεί, στο τόπο του μαρτυρίου, να αφήσουμε στα πόδια του μνημείου λίγες μαργαρίτες, ήταν η προσφορά των παιδιών, που εκεί σε κείνο το χωράφι, που δέσποζε το μνημείο, που είχαν γονιό ή άλλο συγγενή. Εκεί και εμείς με τα δικά μας λουλούδια προσφορά τιμής.
Δεν τα καταλαβαίναμε τότε όλα αυτά, το μόνο που καταλαβαίναμε, ήταν ο κόμπος στο λαιμό και το δάκρυ στα μάτια μας. Στα μάτια των παιδιών, ήταν μια ιστορία με ονόματα που τα ξέραμε, τα γνωρίζαμε, τα ακούγαμε και βλέπαμε. Και κείνες τις γυναίκες με τα μαύρα και το μαύρο μαντήλι που ήταν πολλές φορές εκεί να καθαρίσουν τον τάφο των αγαπημένων τους. Αυτά τα μαύρα δεν θα τα έβγαζαν ποτέ. Ήταν έτσι μαύρη η ψυχή τους η καρδιά τους. Και πολλές ήταν νέες. Ετούτο το κακό ήταν αξεπέραστο.
Άκουγα τον πατέρα μου να λέει για τον ηρωισμό πολλών από τους σαράντα εννιά πρόκριτους. Ανατριχιάζαμε όταν ακούγαμε πως ο διευθυντής της Αγροτραπέζης έτσι έλεγε, ο Εμμανουήλ Γκοντζολέρης ίσχυσε ένα μεγάλο πάκο χρήματα και είπε. Δεν θα γλεντήσετε δυο φορές μια με το αίμα μου και μια με τα λεφτά μου. Κερατάδες τους είπε κοιτώντας τους θαρραλέος και τους απείλησε,.Το αίμα μας θα πάρουν οι αντάρτες. Ο Νικόλαος Μπάρμπας ζητούσε χάρη για τον δεκαεξάχρονο γιο του. Και ο γιος για τον πατέρα του. Αφήστε τον πατέρα μου έλεγε, αφήστε τον να φροντίσει τη μάνα μου και τις αδελφές μου.
Μα οι φονιάδες είχαν τι σκοπό τους, να διώξουν όλους από την πόλη μας να πάρουν ότι είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Αυτά που έκαναν με κόπο και που τα ήθελαν οι εχθροί μας.
Ο παπα Τσιαμάτος εκεί με πίστη στο Θεό γνώριζε το κακό που έρχεται. Και ύστερα οι φονιάδες τους πήγαν στο μέρος της θυσίας και τους εκτέλεσαν. Μετά τους γύμνωσαν για να πάρουν τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους. Το πιο τραγικό από όλα όπως έλεγαν οι μεγάλοι ήταν ότι τα παπούτσια τους τα αγόρασε έλληνας έμπορος.
Αν και όλοι γνωρίζουν τους ανθρώπους της θυσίας θα τους γράψω έναν, έναν γιατί η μνήμη τους δεν πρέπει να σβήσει ποτέ. Σε τούτους τους χρόνους που η πατρίδα μας περνάει μια νέα σκλαβιά άλλου είδους πρέπει να θυμόμαστε πως την πόρτα μας την χτυπάν πάντα οι ίδιοι εχθροί.
Ήταν τότε οι φονιάδες οι Αλβανοτσάμηδες και οι γερμανοί. Πριν λίγες μέρες η Μέρκελ που είναι η πιο φοβερή δήμιος της πατρίδας μας ήταν στην Αλβανία. Ήταν εκεί γιατί; Τους θέλει στην Γερμανία να τους πάρει. Αυτά και άλλα πολλά βλέπαμε σαν παιδιά.
Εκεί μπροστά στο μνημείο έκαναν τρισάγιο για τους ΗΡΩΕΣ. Και ύστερα ακούγαμε τους λόγους, μα τούτοι οι λόγοι που ήταν σοφοί δεν μας άρεσαν. Εμείς θα θέλαμε να ακούμε πως θα εκδικηθούμε.
Κάθε φορά που έλεγαν ένα όνομα και μείς φωνάζαμε δυνατά παρών, τότε τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα και η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Μα τότε αυτό το παρών ήταν χωρίς νόημα. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω τι λέγαμε με τη βροντερή φωνή μας και με την τρεμάμενη καρδιά μας.
Στα μάτια μου αυτοί οι άνθρωποι ήταν σαν το Ηρακλή, που συνεχώς ήταν σε αγώνα κατά του κακού. Ας τους έχουμε στην καρδιά μας είναι το φως που θα μας οδηγήσει στα βηματά τους.
1ος Ευάγγελος Π Τσαμάτος ιερέας.
2ος Δημήτριος Φ Αλιγιάννης χαλκουργός
3ος Κωνσταντίνος Φ Αλιγιάννης χαλκουργός
4ος Ιωάννης Δ Αλιγιάννης παντοπώλης.
5ος Σωτήριος Κ Αληγιάννης έμπορος.
6ος Απόστολος Π Αποστολίδης υποδηματοποιός
7ος Ελευθέριος Σ Βαλασκάκης ιατρός παθολόγος
8ος Νικόλαος Γιαννάκης καθηγητής γυμναστικής.
9ος Χαράλαμπος Δ Δρίμζιας ράπτης έφεδρος αξιωματικός
10ος Ευθύμιος Ευαγγέλου καφεπώλης
110ς Κωνσταντίνος Ν Ζιαγκας φοροτεχνικός υπάλληλος.
12ος Περικλής Α Κακούρης δημοδιδάσκαλος
13ος Κωνσταντίνος Α Κατσούλης δημοδιδάσκαλος
14ος Κωνσταντίνος Θ Κλίμης σαγματοποιός.
15ος Εμμανουήλ Ε Γκοντζαλέρης διευθυντής Υπ/τος ΑΤΕ
16ος Κωνσταντίνος Θ Κουρσούμης καφεπώλης
17ος Κων/νος Κωνσταντίνου ή Κωσταγιάννης ιδιοκτήτης βενζινοκίνητου αλευρόμυλου.
18ος Παναγιώτης Κωνσταντίνου ή Κωσταγιάννης σιδηρουργός.
19ος Νικόλαος Π Μάνος εστιάτωρ
20ς Γεώργιος Ν Μαρέτας εστιάτωρ
21ος Ανδρέας Κ Μαρέτης χρυσοχόος
22ος Ιωάννης Α Μητσιώνης αντιπρόσωπος μηχανών SIGER
23ος Γεώργιος Σ Μουσελίμης ράπτης
24ος Σταύρος Π Μουσελίμης φοροτεχνικός υπάλληλος
25ος Ιωάννης Θ Μπαζάκος δημοδιδάσκαλος
26ος Νικόλαος Γ Μπάρμπας έμπορος
27ος Σπυρίδων Ν Μπάρμας μαθητής γυμνασίου
28ος Ευάγγελος Χ Νάστος παντοπώλης
29ος Πάκος Γ Πάκος κτηματίας τυρέμπορος
30ος Βασόλειος Χ Παπαθανασίου καφεπώλης
31ος Λεωνίδας Δ Πάσχος δερματέμπορος
32ος Αθανάσιος Δ Ράπτης, παντοπώλης -τυρέμπορος
33ος Αθανάσιος Γ Ρίγγας παντοπώλης
34ος Γεώργιος Ν Σιαμάς υπάλληλος Τ.Τ.Τ
35ος Κωνσταντίνος Β Σιωμόπουλος γυμνασιάρχης
36ος Ανδρέας Α Στρουγγάρης έμπορος
37ος Σπύρος Σπυρ Σπυρομήτσιος υποδηματοποιός
38ος Γεώργιος Κ Σωτηρίου ή Σπανός κτηματίας
39ος Κωνσταντίνος Χ Σωτηρίου ή Σπανός κτηματίας
40ος Γεώργιος Π Πάσχος παντοπώλης
41ος Κωνσταντίνος Δ Τζώης βιβλιοπώλης
42ος Νικόλαος Ε Τιαμάτος υποδηματοποιός
43ος Κωνσταντίνος Δ Τσίλης κτηματίας
44ος Γεώργιος Β ΤΑσούλας, καφεπώλης γραμματέας της κοινότητας
45ος Θεόδωρος Β Τσούλας υποδηματιποιός
46ος Κωνσταντίνος Β Τσούλας υποδηματοποιός
47ος Θωμάς Γ Φάτσιος κτηματίας
48ος Αριστείδης Θ Φείδης συνεταιριστικός υπάλληλος
49ος Απόστολος Κ Χρυσοχόου συνταξιούχος ελληνοδιδάσκαλος.
Εκεί ,λοιπόν που έπεσαν από τα φονικά όπλα των εχθρών όλα εμείς τα παιδιά φωνάζαμε με δύναμη όταν έκαναν το προσκλητήριο των νεκρών ΠΑΡΩΝ και τα μάτια μας ήταν γεμάτα δάκρυα. Ήταν δύσκολο ο παιδικές μας ψυχές να δεχθούν το τόσο μίσος. Ήταν αδύνατο να μπορέσουμε να καταλάβουμε το γιατί; Εκεί ανάμεσά τους, ήταν ένα παιδί, ένας μαθητής, ναι ‘ηταν ένα παιδί.
Τι μπορεί να είχε κάνει αυτό το γενναίο παιδί αυτό το παλικαράκι που δεν το ένοιαζε ο δικός του θάνατος μόνο σκέπτονταν τη μανούλα του και τις αδελφές του…
Και κείνος ο παπα Τσιαμάτος που πήρε το πετραχήλι του μόνο, και τούτο γιατί κατάλαβε τι θα έκαναν οι εχθροί του τόπου μας. Έψαλε στη φυλακή τους, στο σχολείο μας, την εξόδιο ακολουθία κι ας ήταν ζωντανοί.
Άκουγα και έφριττα, ότι τα παπούτσια των εκτελεσμένων τα αγόρασε Έλληνας. Ούτε τότε, ούτε τώρα, το χωράει η ψυχή μου πως βρέθηκε άνθρωπος που πήρε τα αιματοβαμμένα παπούτσια των ανθρώπων που μέχρι χθες μπορεί να ήταν και φίλοι ποιος ξέρει. Ποτέ δεν άκουσα το όνομά του. Και όταν σαν παιδί ρώταγα, κανένας δεν μου έδινε απάντηση.
Γνωρίζω καλά πως αυτά τα λίγα που γράφω σαν ένα μνημόσυνο σε όλους τους εκτελεσμένους της πατρίδας μας, στο όνομα των σαράντα εννιά προκρίτων.
Περνάγαμε τα παιδιά πολλές φορές στο χώρο του μνημείου. Ποτέ δεν παίξαμε εκεί κι ας μην μας έβλεπε κανείς. Γνωρίζαμε πως το χώμα είναι αγιασμένο από το αίμα των αθώων της Παραμυθιάς. Άκουγα πως μετά τον πόλεμο και πριν φύγουν πήραν εκδίκηση σκοτώνοντας τριάντα τέσσερεις από τους φονιάδες όμως όχι εκεί στον ευλογημένο τόπο, πιο κάτω για να μην τον μαγαρίσουν. Αυτά ακούγαμε σαν παιδιά τις μέρες της μνήμης της θυσίας.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, εηταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation