Η ομορφιά είναι θέμα γυναικείο. Κοίταγα τις γυναίκες εκείνης της εποχής στη Παραμυθιά. Ήταν ντυμένες με μακριά φορέματα συνήθως με πιέτες ή με σούρα και στη μέση μια ζώνη που έδενε φιόγκος. Οι άλλες ζώνες στοίχιζαν γιατί ή τις αγόραζες έτοιμες ή στις έκανε η μοδίστρα. Πολλά κορίτσια φόραγαν και ένα μαντήλι όχι το χωριάτικο άλλα ένα χρωματιστό πολύ ωραίο από μετάξι ή βαμβάκι δεμένο πίσω έτσι που να μην τις ξεχτενίζει ο αγέρας.
Έβλεπες αυτές τις κοπέλες και χαιρόσουνα το όμορφο πρόσωπο τους δροσερό σαν την Άνοιξη. Τα μάτια τους άλλα ζωηρά και άλλα αθώα και μεγάλα, και άλλα μπιρμπιλομάτικα μαριόλικα. Αυτά τα κορίτσια και οι μεγάλες, που πολλές τις λέγαμε και αγέραστες είχαν τα μυστικά ομορφιάς τους.
Τα μαλλιά τους λούζονταν με βρόχινο νερό, αφού τους είχαν βάλει λεμόνι με λάδι για μισή ώρα. Λοσιόν μαλλιών για το χρώμα τους και τη γυαλάδα είχαν βότανα όπως ο φράξος, ο κισσός, τα καρυόφυλλα, το χαμομήλι, κλπ Έβραζαν τα βότανα και αφού είχαν λουστεί ξέπλεναν τα μαλιά τους με το αφέψημα των βοτάνων.Υπήρχε και ένα χώμα ο πιλός που τον έβγαζαν ορισμένες φορές το χρόνο. Έκαναν με τον πιλό ένα λασπώδες πράγμα που το έβαζαν σε όλο το κεφάλι τους μετά αφού είχε στεγνώσει το έλουζαν. Ακόμη πολλές κυρίες έβραζαν γκόρτσα και με το χυμό τους έτριβαν το κεφάλι τους. Σε μια δυο ώρες το έλουζαν. Τι έκαναν όλα αυτά δεν ξέρω δεν είχα τότε την περιέργεια και έκανα λάθος.
Η γιαγιά μου η Ελένη ήταν μια απλή γυναίκα που της αρκούσε, το όπως μας έκανε ο Θεός, γνώριζε κάποια πολύ απλά φαρμακα ας πούμε της εποχής. Φύλλα ροδακινιάς στουμπιγμένα με ένα πανί στριμμένο να βγει ο οπός μας έβαζε αν πόναγε το αυτί μας και ο πατέρας μας συμφωνούσε. Άριστο παυσίπονο. Μας έβραζε θερμοχόρτι αν είχαμε λίγο πυρετό αν μας έπεφτε καλά αν όχι θα μας έδινε αλγκόν ή καλμόλ. Αν είχε καεί κανείς έκανε μια αλοιφή με λάδι και τον οπό από ένα είδος γα’ι’ιδουράγκαθο που δεν έπρεπε να ακουμπήσει σε μέταλο μόνο σε γυαλί, και να ανακατευτεί με καλό λάδι αυτό έγιανε και άλλες πληγές.
Θα περιγράψω αυτήν την αλοιφή γιατί σε εγκαύματα πολύ βαθιά έφτανε να βάλεις μία ή δυο φορές. Πήγαινε στη βρύση. Εκεί είχε ένα είδος γα’ι’δουράγκαθο με κλειστά ανθη και όχι ανοιχτά σαν του συνηθισμένου γα’ι’δουράγκαθου. Έσκαβε και έβγαζε ρίζες φρέσκες χονδρές. Αυτές αφού τις έπλενε τις στούμπιζε σε ξύλικο γουδί τον πολτό τον έβαζε σε ένα πανί σαν τις τσαντήλας και το έστυβε να βγει ο οπός.
Έβαζε τον οπό σε ένα γυάλινο ποτήρι και με ένα φτερό από άσπρη κότα ανακάτευε τον οπό, ρίχνοντας σταγόνα- σταγόνα το λάδι όπως στη μαγιονέζα. Αυτό γινόντανε αλοιφή πιχτή. Δυο υγρά γίνουνταν αλοιφή πολύ πηχτή Μόλις έβαζες στα εγκαύματα πέρναγαν αμέσως. Τώρα εμένα γιατί με πήγαιναν στο γιατρό δεν μπορώ να το καταλάβω. Είδα χέρι καμένο από ασβέστη φρέκο γεμάτο βαθιές πληγές και με δυο φορές αλοιφή έγινε τελείως καλά. Βρασμένες λουλουδοκορφές από δεντρομολόχα βοήθαγε σε πληγές όπως το βρασμένο χαμομήλι τον πονόματο. Κρεμμύδια ψημένα με λάδι άνοιγε όλους τους όζους ή τσιρίτσες. Βέβαια αν είχαν σαρκοθρέφτη τότε μόνο του έφτανε να θεραπεύσει τις τσιρίτσες ή καλόγερους.
Η γιαγιά μου η Γεωργία όμως ήταν άλλο πράγμα. Ήθελε να είναι κομψή να είναι με ωραίες πλεξούδες και δέρμα κοπελίτσας, ντυμένη με σκούρα αλλά χρωματιστά. Έτσι την έβλεπα να κάνει κεραλοιφές με κερί μέλισσας, λάδι και φροξυλάνθια και αν δεν είχε φροξυλάνθια έβαζε φλοιό από νεαρούς κλάδους φροξυλιά. Έτριβε το κερί με το σουγιά, κερί ίσα με ένα σπιρτόκουτο. Έβαζε στη στάχτη μακρυά από τη φωτιά τρία φλυτζάνια του καφε λάδι και το φυτό να ζεσταθεί πολύ καλά χωρίς να βράσει το λάδι. Να βγάλει τα φάρμακά του, όπως έλεγε η γιαγιά μου. Ύστερα σούρωνε το λάδι και το έβαζε στο κατσαρόλι της πίσω μακρυα από τη φωτιά μα να ζεσταίνεται. Δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πόση ώρα κράταγε μα ήταν σκέτη τελετουργία. Ύστερα έριχνε το κερί λίγο λίγο ανακατεβοντας με ξύλινο κουτάλι. Όταν γινόταν ένα κερί και λάδι το έβγαζε στην άκρη να κρυώσει.
Όταν το δέρμα ήταν αφυδατωμένο τότε περίμεναν να φύγουν όλοι από το σπίτι και έκαναν μια μαύρη κρέμα από στάχτη που έκαναν με σουφροχόρτι μέλι και λάδι. Αυτό το μαύρο πράγμα το έβαζαν στο πρόσωπό τους και ύστερα από δυο τρεις ώρες πλένουνταν. Όσο το είχαν στο πρόσωπο έκαναν όλες τις δουλειές. Δεν θα το πιστέψετε μα ήταν σαν δέκα καθαρισμούς που έβλεπα να κάνουν τα κορίτσια του γραφείου μας. Ένα μυστικό που δεν το έλεγε πουθενά. Τραυμάτιζε το κλίμα της κρεββατίνας σε τρία σημεία. Έβαζε από κάτω κύπελα λουμινένια, και το κλίμα δάκρυζε. Αυτό το δάκρυ το μάζευε και κάθε βράδυ πέρναγε με το χέρι της αφού το έβαζε στο δάκρυ από το κλίμα, το πρόσωπό της.
Κάθε πρωί η γιαγιά η Γεωργία, πριν πιει καφέ, έβαζε την κρέμα της. Χτένιζε τα μαλλιά της, και μετά έκανε καφέ για όλους. Φαίνεται πως η κρέμα δεν κρατάει πολύ γιατί η γιαγιά μου όσο δεν είχε ψυγείο την έκανε κάθε μήνα. Όταν είχε ψυγείο κάθε έξη μήνες. Πολλές φορές όταν είχε τραυματιστεί κάποιος έκανε την κρέμα της με βάλσαμο ή μολοχάνθια από δεντρομολόχα και ήταν αυτή ένα και ένα για τα τραύματα. Το χωριό της γιαγιάς μου της Γεωργίας ήταν στη Λάκα Σουλίου, μπορώ να σας πω, πως είχε πολύ ωραίες γυναίκες. Δουλειές- δουλειές μα φρόντιζαν τον εαυτό τους έστω και λίγο, ήθελαν να είναι όμορφες και είχε το χωριό πολύ όμορφες κοπέλες.
Κολόνιες και αρώματα δεν μπορούσαν να αγοράσουν το πιο εύκολο να αρωματίσουν με τραντάφυλλα τσίπουρο. Έβρεχαν με λίγο οινόπνευμα τα τριαντάφυλα τα μα’ι’σια και μετά τα ΄εβαζαν σε μπουκάλι με τσίπουρο. Μοσκοβόλαγε ο τόπος. Ο βασιλικός, ο δύοσμος, το καρυοφύλλι, η μαντζουράνα η δάφνη ο κέδρος έμπαιναν στα ρούχα και μοσκομύριζαν.
Τάλκ; Είχαν κι από αυτό. Μάζευαν φύλλα μυρτιά τα στέγνωναν τα στούμπιζαν στο σιδερένιο γουδί και το σίτιζαν με την ψιλή τη σίτα. Ήταν ταλκ για τα μωρά πούδρα για τις μασχάλες. Η θεία μου η Αθηνά έκανε μια κρέμα με λανολίνη μα δεν θυμάμαι πως ούτε τι άλλα υλικά έβαζε.
Κυρίες μου σήμερα αυτή η σελίδα είναι για σας, για σας που θέλετε να είστε όμορφες μα που σαν και μένα ξεχάσατε της γιαγιάς μας τα καλλυντικά. Ρωτήστε τις βάβες όσες ακόμα θυμούνται να σας πουν συνταγές πολλές.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation