Δεκαπέντε χρόνια έλειπε στα έρμα τα ξένα, ο Κολιός. Δεκαεφτά χρονών ήταν οταν έφκε από την Παραμυθιά και τώρα πάτησε τα τριάντα τρία, ίσια με τα χρόνια του Χριστού.
Είχε γεννηθεί πριν τον πόλεμο, έξι αδέλφια ήταν και είχαν και δυο αδερφές. Φτώχεια με το τσουβάλι. Δουλευταράδες ήταν μα τι να κάνεις με τρία στρέμματα ποτιστικά και δέκα στρέμματα ξερκά. Που μεροκάματα τότε, ένα δω και ένα εκεί. Ο μεγάλος βολεύκε στο στρατό λοχίας, ό άλλος βοηθός οδηγού, μια μέρα θα γίνει κανονικός οδηγός και θα πάρει και φορτηγό. Οι άλλοι σάτρα- πάτρα. Δεν μπορούσε ο Κολιός στο χωριό. Έφκε για την Αθήνα και από κει στα ξένα. Έπλυνε πιάτα μέχρι που βρήκε δουλειά σε επιπλάδικο και τα κατάφερνε.
Στο χωριό είχε δουλέψει σιαρτζής και ξυλουργός βοηθός. Έστελνε στη μάνα του λεφτά να παντρέψουν τις αδελφές έστελνε και προικιά σαν αυτά που είχαν στα Ελληνικά σπίτια στην Αμερική. Έμασε ένα μικρό κομπόδεμα κι αγόρασε ένα χτήμα. Τη γλώσσα την έμαθε γρήγορα γιατί αν δεν ξέρεις τη γλώσσα, είσαι σα μουγκός στο ανθρωποκοπάδι. Και μήτε κανονική δουλειά βρήσκεις.
Και πέρασαν τα χρόνια, ο αδελφός του επειδή πήγαν οι άλλοι φαντάροι βρήκε μια τρύπα που τον έβγαλε προστάτη οικογένειας και δεν θα πήγαινε φαντάρος. Όλη η οικογένεια λίγο πολύ τα κατάφερε. Αποφάσισε να κάνει το ταξίδι πίσω στην πατρίδα μετά από δέκα πέντε χρόνια.
Έγραψε της μάνας του. Μάνα θα έρθω, θέλω να παντρευτώ, να πάρω γυναίκα από τα χωριά μας ας μην είναι κι από την πόλη μας. Έτσι κάποτε θα γυρίσουμε πίσω. Καλή και τίμια τα άλλα δεν πειράζουν. Χαρές η μάνα, και όλο έψαχνε ποια θα ήταν η κοπέλα η καλή που θα κοίταγε το παιδί της και δεν θα έριχνε μαύρη πέτρα πίσω της. Και της έστελναν προξενιά μέχρι και από τη γειτονιά καλοστεκούμενες οικογένειες.
Και μετά από λίγο καιρό αποφάσισε το μακρυνό ταξίδι. Μπήκε στο καράβι με μια αγκαλιά βιβλία έτσι θα περνούσαν οι μέρες του ταξιδιού πιο εύκολα. Φόρτωσε πολλά μεγάλα σιδερένια μπαούλα, γεμάτα όμορφα πράγματα για όλους, έτσι έπρεπε, άρχοντας, γύριζε μετά από τόσα πολλά χρόνια. αφού ήρθε στον Πειραιά,, είδε όσους είχε στην Αθήνα, αφού είδε και κάποιους φίλους του που είχε στην Αθήνα, με το λεωφορείο έφυγε για την Παραμυθιά.
Όταν έφτασε πήρε δυο κούρσες να κουβαλήσει τα μπαούλα. Και τι δεν έφερε. Παπλώματα πουπουλένια και όχι βαριά και ασήκωτα. Κουβέρτες μαλακές μερινός και όχι τράγιες που σε τσίμπαγαν και σεντόνια τεράστια καθώς υφάσματα ναι πολλά υφάσματα για τραπεζομάντηλα κουρτίνες φουστάνια, από ότι είχε η Αμερική και δεν είχε τότε ο ρημαγμένος τόπος μας, από όλα έφερε.
Και ένα τεράστιο κουτί με κάτι που πριν να το ανοίξει είπε στη μάνα του.
– Μάνα μου τώρα στο πλύσιμο δεν θα κουράζεσαι καθόλου. Εύκολα θα πλένεις όλα σου τα ρούχα. Άνοιξε το κουτί και όλοι είδαν με απορία, πως είχε μέσα είκοσι κουτιά απορρυπαντικό-τα’ι’ντ-
– Αχ τι κουβάλησες του είπε η δόλια η μάνα του, από αυτό τώρα έχει και δω γεμάτα τα μαγαζια.
Χαμογέλασε τι να κάνω, ήρθε και δω ο πολιτισμός.
– Παιδάκι μου αυτά τα μεγάλα σεντόνια είναι για πάντε νοματαίους;
– Όχι μάνα μου για δυο είναι.
– Και τι κρεβάτια είναι αυτά παιδάκι μου;
Γέλασε πλατειά, αν δεν σου αρέσουν θα πάρουμε και άλλα.
– Τι θέλω και κραίνω γρια είμαι ότι θέλω λέω. Τι λες να το κόψει η Γιωργίτσα να τα κάνει κανονικά;
Πέρασαν λίγες μέρες και μίλησε για τη νύφη:
– Σου βρήκα την Κατερίνα xxxxxxx του Παπα xxxxxxx καλή κοπέλα κι από σπίτι νοικοκυρά τι να σου πω, έχει να λέει όλη η γειτονιά.
– Καλά μάνα μου θα τη δούμε, άλλη καμιά;
– Αν δεν σου κάνει αυτή θα βρούμε έτσι λεβέντης που είσαι με τα άσπρα σου κοστούμια, με το καβουράκι σου ποια θα πει όχι. ΄Οποια πόρτα και να χτυπήσουμεν ναι θα μας πουν.
– Κανόνισε μάνα να τη δούμε για να κανονίσουμε και το γάμο πριν φύγω να φύγουμε μαζύ να μην ταξιδεύει μοναχιά της δεν είναι καλό.
– Και τώρα μάνα σε παρακαλώ να μην με λέτε Κολιό στην Αμερική με λένε Νίκο.
– Νίκο παιδάκι μου όπως σε λένε, δίκιο έχεις Νικόλα σε βάφτισε ο νούνος σου όχι Κολιό, και μεις τον ένα Κώτσιο τον Αλλο Γιώρ τον μεγάλο Γκέλη έ έτσι είναι στα χωριά.
Την είδε την κοπέλα και ήταν άγγελος ξανθός με τις πλεξούδες της με το σεμνό της το φουστάνι μια χαρά, ήταν και μικρότερη δέκα χρόνια καλή διαφορά.
– Μπορώ να την πάρω να πάμε στα Γιάννενα να της πάρω τα χρυσαφικά, όχι μόνη της φυσικά με κάποιον δικό της. Θα πάμε το πρωί με ΤΑΧΙ και θα γυρίσουμε το βράδυ με ταξί. Να πάρουμε και τη μάνα.
Πήρε διευθύνσεις από Παραμυθιώτες να πάει σε χωριανούς και με ΤΑΧΙ φύγανε για τα Γιάννενα.
Κατερίνα της είπε σε μια στιγμή, που η μάνα της χαιρέταγε ένα χωριανό της, θέλω να σου πω κάτι πολύ σοβαρό.
– Αν ξέρω σου λέω εγώ, ότι ξέρω. Αν δεν ξέρω ο πατέρας μου.
– Ξέρεις
– Τότε να σου πω.
– Εγώ λέω πως μου άρεσες, και θα περάσεις καλά στο σπίτι μας κι ας είναι στα ξένα,, όμως ξεκίνησα από την Αμερική να έρθω στην Παραμυθιά για γυναίκα για ένα μόνο λόγο.
– Εγώ τη γυναίκα που θα πάρω τη θέλω αμάλαγη. Θέλω να είναι παρθένα, αν ήθελα μαλαγμένη και μεταχειρισμένη έπαιρνα και κει.
Έσκυψε το κεφάλι και κοκκίνισε.
– Σου το λέω, γιατί αν συμβαίνει κάτι, χάλασε το λόγο πες ότι θες και γω δεν θα πω τίποτε. Θα το πάρω πάνω μου.
– Άρχισε να κλαίει.
– Καλά, καλά δεν ήθελα να σε προσβάλλω όμως ήθελα να ξέρεις τι ζητάω από τη γυναίκα που θα πάρω.
– Αγόρασε δαχτυλίδια, βέρες, ένα χρυσό σταυρό τα άλλα τα έφερε από την Αμερική.
Είδαν και ένα άσπρο φουστάνι για νυφικό το πήρε κι αυτό.
– Να το νοικιάσετε του είπε η κοπέλα του μαγαζιού, κάνει το νοίκι μισά λεφτά.
– Το θέλουμε δικό μας της είπε, πλήρωσε και το πήραν.
Έβαλε το χρυσοχόο να γράψει τα ονόματα, Νίκος Κατερίνα. Θα τα έπερναν σε μια ώρα. Έφαγαν, πήραν τις βέρες, και μετά με το ΤΑΧΙ πάλι για την Παραμυθιά. Όλοι χάρικαν με τον Νίκο το γαμπρό, χουβαρδάς και σοβαρός. Την άλλη μέρα πήρε παράμερα και τον πατέρα της νύφης.
-Με συγχωρείς μπάρμπα xxxxxxx αλλά έκανα μια κουβέντα με την Κατερίνα xxxxxxx και το μόνο που τη ρώτησα και που θέλω είναι η γυναίκα που θα πάρω να είναι παρθένα.
-Αν δεν είναι τη σφάζω μοναχός μου.
– Δεν λέω για σφάξιμο και τέτοια, εγώ της το είπα και το λέω και σε σένα πως αυτό είναι το κουσούρι μου.
– Και τι σου είπε;
– Τίποτε μια χαρά, προσβάλθηκε και της ζήτησα συγνώμη.
Σε δέκα πέντε μέρες, έκαναν το γάμο τρικούβερτο. Χαρές και τα έξοδα όλα του γαμπρού. Το πρωί ο γαμπρός ήταν κουρασμένος, και η νύφη μόλις και με τα βίας σκώθκε να κάνει καφέ. Τον ξεμονάχιασε η μάνα του.
– Τι έγινε;
– Τίποτε μάνα, θα πάμε στο δεσπότη για το διαζύγιο. Μάνα δεν ήταν παρθένα.
– Μη κάνεις λάθος παιδάκι μου, τούτη δεν ακούστηκε ποτέ και κανένας λόγος για τούτη δεν είπε κανένας.
– Μάνα είμαι μεγάλος τι λες να μη γνωρίζω από γυναίκες;
– Φευγάτε από δω μη πάρει χαμπέρι ο κόσμος.
Πήγε κάτι να πει. Εκεί πετάχτηκε η νύφη της.
-Έλα μέσα Νίκο, έχω να σου πω κάτι.
-Μπήκαν μέσα, με παίρνεις ως την Αθήνα και χωρίζουμε στην Αθήνα.
-Άστα αυτά, ο μόνος χωρισμός είναι τώρα, πες ότι είμαι ανίκανος πες ότι έχω κουσούρια δεν θα μιλήσω αλλά άκου αν ήθελα πουτάνα είχαν τα ξένα πολλές, και πλούσιες και ωραίες. Αφήνω τα πράγματα και μη τολμήσετε να κάνετε κόλπα και να με μπλέξετε. Τελείωσε. Υπέγραψε εδώ να το δώσω στο δικηγόρο μου. Να υπογράψει και ο πατέρας σου. Υπέγραψαν και οι δυό.
Έφυγε πικραμένος για την Αθήνα. Εκεί μίλησε σε μια ξαδέλφη του. Δεν με πείραξαν τα κόπια και τα έξοδα και να σου πω, αν μου έλεγε την αλήθεια θα την άκουγα και θα τη βοήθαγα.
– Έχω μια κοπέλα του είπε η ξαδέρφη του, θα σου κάνει, είναι όμορφη, σεμνή, νοικοκυρά κλπ.
– Σταμάτα, αυτά μπορώ να της τα μάθω εγώ γυναίκα θέλω που να ξέρω πως τα παιδιά είναι δικά μου.
– Την πήρε τη νέα κοπέλα μετά από δύο χρόνια.
– Πήγε στη Αμερική αφού της έστειλε πρόσκληση, έπιασε δουλειά, ήταν μοδίστρα και παντρεύτηκαν. Σήμερα έχουν δισέγγονα.
Έζησε καλά με τη νέα του γυναίκα μα και η πρώτη παντρεύτηκε ένα που της έκαναν προξενιό ξενοχωρήτη.
-Χώρισα έλεγε γιατί δεν μπορούσα να φύγω από τους δικούς μου δεν τα μπορούσα τα ξένα.
Έχει παιδιά και εγγόνια Αυτός δε είπε ποτέ τίποτε, και τι να πει, πως η πρώτη του γυναίκα δεν ήταν παρθένα; Δεν είπε τίποτε μα δεν μπόρεσε να ξεχάσει πως τον κορό’ι’δεψαν, τι περίμεναν πως δεν θα καταλάβει;
Σήμερα αν είναι καμιά παρθένα θα της σούρουν τα εξ αμάξης ότι έχει κουσούρια. Νέοι καιροί νέα ήθη.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation