Οι ιστορίες της Βάβως | Η καρσέλα της γιαγιάς…

Γράφει για την paramythia-online.gr Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Σε όλα τα παιδιά αρέσει να σκαλίζουν το σπίτι ή τις αποθήκες όταν λείπουν οι μεγάλοι. Λείπουν οι γάτες χορεύουν τα ποντίκια. Ντουλάπια, σεντούκια, μπαούλα ξύλινα, μικρά ή μεγάλα, μπαουλάκια που έκαναν χρέη βαλίτσας στα χρόνια εκείνα και έκλειναν με ένα κλείτσιο άνοιγαν μπροστά μας τους μικρούς θησαυρούς των παιδικών μας χρόνων.

Αυτά όλα ήταν χειροποίητα και πολλές φορές από μέλος της οικογένειας που είχε και το κέφι να τα σκαλίσει και να βάλει κάτω και το όνομά του, γνώριζε πως αυτό που κάνει είναι μοναδικό είναι καλλιτεχνία.Ακόμα με χρώματα φυσικά από χώμα ή φυτά, πολλά φυτά έβαφαν αυτό που έκαναν.

Τα μέγάλα λάπατα οι ρίζες, ο φράξος, η τσιρμιτζέλα, τα κράνα, και άλλα πολλά ο κρόκος (ο κίτρινος κρόκος που βγαίνει σε όλο το πλάι της Παραμυθιάς λέγεται σαφράν και οι κίτρινοι άνθρωποι σαφρακιασμένοι) το πρινικοκκι ή καρυδιά, ήταν φυτά βαφτικά, μετά βγήκαν τα χρώματα σκόνες που είχε ένα μεγάλο μαγαζί εκεί δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Γούσια.

Απέναντι ακριβώς είχε ένα μαγαζί που είχε κούκλες, όμως μόνο βλάχες είχε και Αμαλίες, εγώ όμως ήθελα κορίτσι μωρό να το βάζω στη μικρή σαρεμανίτσα που μου είχε φτιάξει ο Θείος μου ο Λαμπράκης. Μου είχε φτιάξει και αργαλειό. Με μυτάρια με χτένι με αντιά. Από ξύλο πλάτανου

Με έστελναν να αγοράσω χρώματα κοίταγα τις κούκλες και έμπαινα για τα χρώματα. Θέλω τόσα δράμια μπογιάς μπλε, και έβλεπα εκείνα τα μικρά ζύγια και το χρώμα μέσα στην εφημερίδα που γίνουνταν σαν φάκελος. Να της πεις να βάλει και ξύδι μου έλεγε και όταν το έλεγα στις γυναίκες μου απαντούσαν ξέρουμε, ξέρουμε.

Ήταν ο ένας αδελφός φίλος του θείου μου του Σωκράτη και έρχονταν στο σπίτι της γιαγιάς μας πολλές φορές, όταν ήταν ο θείος μας στο σπίτι. Νομίζω πως το φίλο του θείου μου τον έλεγαν Νικήτα και το μαγαζί ήταν του Τζιάκου.

Εμένα μου άρεσε πολύ να σκαλίζω στο υπόγειο που ήταν αποθήκη τροφίμων, μα και αποθήκη πραγμάτων από αυτά που λέμε μη το πετάς, μπορεί να χρειασθεί. Και φώναζαν οι θείες μας και γέλαγε η γιαγιά μου, και έλεγε παίξτε καμάρια μου, κάποτε έτσι θα πεταχτούν.

Σε μια μεριά του υπογείου μας υπήρχε το μπαούλο των θησαυρών μου. Και δίπλα τα παπούτσια της θείας μου της Γιωργίτσας και της Αθηνάς που έμεναν χωρίς τακούνια, ήθελα τόσο να μεγαλώσω γρήγορα. Τα φόραγα και τα χάλαγα. Όταν τα χάλαγα τα πήγαινα γρήγορα, γρήγορα στον Αποστολίδη να τα φτιάξει πριν τα πάρουν χαμπάρι. Μα τα έπαιρναν χαμπέρι, γιατί ο κύριος Αποστολίδης τα έβαφε και έτσι το έβλεπαν. Τα πλήρωνε ο πατέρας μου, που του έλεγα την αλήθεια και του έδινα το λόγο μου πως δεν θα το ξανακάνω και το ξανάκανα. Που να ήξερα τότε πως τα καλύτερα χρόνια μας είναι αυτά τα παιδικά μας χρόνια, με όλες τις δυσκολίες που είχε η ζωή τότε. Και είχε, όμως τα παιδιά χαίρονται με το τίποτε λένε, μα είναι τίποτε η φύση μα είναι τίποτε η αγάπη, μα είναι τίποτε η κοινωνικότητα; Αυτά είναι ζωή μα δεν το γνωρίζαμε και έτσι τη χάσαμε σε γραφεία κλεισμένοι σε δρόμους στενούς γεμάτους νέφος και σε σπίτια κουτιά με άγνωστους γείτονες. Αγνωστούς κι ας τους καλημέριζες, άγνωστους κι ας ζούσατε σε διπλανά κουτιά.

Μέσα στο μεγάλο μπαούλο που το είχε κάνει ο αλλάδερφος της γιαγιά μου, γιατί η γιαγιά μου μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα της, ορφανή με την αδελφή της την Πανάγιω. Δεν της στέριωνε άνδρας της προγιαγιά μας. Τρεις πήρε, έκανε πολλά παιδιά και από τους τρεις μα και τους τρεις τους έθαψε. Ευτυχώς δεν της μοιάσαμε καμιά. Μέσα λοιπόν στο μπαούλο είχε πράγματα διπλωμένα μέσα σε χαρτι χοντρό και πολλά καρυδόφυλλα.

Εκεί ήταν οι τοκάδες της βάβως μου ασημένιες και δουλεμένες με χρώματα, όταν μεγάλωσα έμαθα πως ήταν σμάλτο.
Εκεί ήταν η κατηφένια ποδιά της κεντημένη κάτω ένα μεγάλο κομμάτι με τριαντάφυλλα.
Το σεγκούνι της με μοναδικό κέντημα ένα κόκκινο σειρήτι, και στα πλάγια ένα άνοιγμα.
Είχε δύο ρουτιά, ένα με μακρυά μανίκια καμπάνα και μια λεπτή νταντέλα από κλωστή καρούλι και καμωμένη με τη βελόνα του ραψίματος.
Είχε και ένα πουκάμησο άσπρο από χοντρό βαμβακερό.
Ένα μαύρο μαντήλι με λουλούδια Γιαννιώτικο υφαντό εκεί στα Γιάννενα, είχε και ζαγορίσια μα της γιαγιάς μου είναι γιαννιώτικο.
Έδενε τη μέση με ένα μικρό κόσμημα που είχε μικρές αλυσίδες και στο κέντρο τον δικέφαλο αετό.
Κάλτσες πενταραδήσιες και ένα σακκούλι με το δένδρο της ζωής.

Σε μια άκρη είχε τη φωτογραφία του θείου μου του Μήτσιου που τραυματίσθηκε στον εμφύλιο και πέθανε μετά από λίγο.Έτσι με το θείο μου έθαψε και τη ζωή της μέσα στα μαύρα, με το μαύρο μαντήλι γκούσια, και δεν φόραγε πσρά μόνο ένα δαχτυλίδι ασημένιο με πλάκα και το μονόγραμμα του παππού μας.

Έμπαινε στο κατώι έβγαζε τη φωτογραφία και του τραγούδαγε ένα τραγούδι που ήταν μόνο για κείνον. Αν την άκουγε καταλάβαινε πως ήταν ο αγαπημένος της, μα ήταν και ο δικός μου αγαπημένος ο θείος μου ο Μήτσιος. Δίπλα είχαν σε μια καλαθούνα ένα πολύφωτο από πορσελάνη με λάμπες πετρελαίου και κρύσταλλα να κρέμονται σαν μακαρόνια. Εκεί να δεις γιορτή, εκεί να δεις πανηγύρι, έσπαγα τα κρύσταλλα το βλαμμένο για να κάνω κολιέδια αμέ τι νομίζετε. Και φώναζαν οι θείες μου, μαμά η Αλεξάνδρα καταστρέφει το πολύφωτο και η γιαγιά μου.

– Αφήστε το κορίτσι ήσυχο μη μου το στεναχωράτε Γιωργίτσα ακούς.
– Είναι κακομαθημένη μαμά καταστρέφει το πολύφωτο.
– Αν το θέλαταν γιατί είναι στο κατώι; Παίξε κούκλα μου.

Ο αδελφός μου ο Δημήτρης είχε το δικό του παράδεισο εκεί. Ήταν τα εργαλεία του παππού και οι επωμίδες του από όταν ήταν στο στρατό.Εκεί είχε και τα εργαλεία τσαγκάρη ο θείος μας ο Σωκράτης, που έμαθε γράμματα μα δεν του άρεσε δάσκαλος, έμαθε τσαγκάρς μα δεν του άρεσε. Όταν έμαθε οδηγός ήταν πολύ χαρούμενος.Αυτό του άρεσε.

Μα εκεί ήταν και το κρεβάτι που έκαναν τους μεταξοσκώληκες. Άκουγα πως τους έκαναν, μα στη δική μου εποχή δεν έκαναν μεταξοσκώληκες. Έβαζαν ένα σπιρτόκουτο στη μασχάλη με τα σπόρια, και από τη ζέστα έβγαιναν τα σκουλήκια τα οποία τα έβαζαν στο κρεβάτι και τους έριχναν συνέχεια φύλλα από τη σκαμνιά μας. Σε σαράντα περίπου μέρες ανέβαιναν για να γεννήσουν τα αυγά τους.

Πριν όμως βγάλουν τα σπόρια τους έτσι λένε τα αυγά του μεταξοσκώληκα τα έβαζαν σε ταψιά και τα έβαζαν στο αποφούρι να καταστραφεί το σκουλήκι αν δεν το έκαναν αυτό το σκουλίκι έβγαινε για να γίνει πεταλούδα, και έτσι τρύπαγε το κουκούλι και δεν είχε αξία, Άφηναν μονάχα όσα ήθελαν για την άλλη χρονιά να κάνουν σπόρια. Μερικές δεν τα έβαζαν στο αποφούρι τα έβραζαν ελαφρά και τα στέγνωναν.
Πέρναγε ο έμπορας και τα έπαιρνε.

Μα για να έχουν λεφτά οι γυναίκες, για να πορεύουν τις ανάγκες της φαμίλιας τους, έκαναν πολλές δουλειές, μάζευαν σαφράν λουλούδι, και πρινοκόκκι που είναι κάτι μικρά ογκάκια πάνω σε φρέσκα φύλλα πουρναριού. Αυτά είχαν πολλά λεφτα γιατί με αυτή τη βαφή οι αγάδες έβαφαν τα φέσια τους. Έλα να μαζεύεις από κάθε λουλούδι τους στήμονες ή από το πουρνάρι φύλλο φύλλο τα σπυράκια να τα δώκεις στον έμπορο που έρχουνταν από την Ηγουμενίτσα. Ακόμη οι γυναίκες αυτές οι μοναδικές, οι ακούραστες γυναίκες, με τα τσεμπέρια τους και τα μπαλωμένα τους ρούχα πήγαιναν παρέα όλες μαζύ για ξύλα ή στο ρύζι και αυτό για να βοηθήσουν τον αφέντη τον άνδρα τους να κάνουν και προίκα για τις τσούπρες.

Στο κατώι στη μεγάλη γρεντά, είχε κρεμασμένο τσάι, ρίγανη, σουφρωχόρτι, μέντα, δάφνη και δαφνοκούκουτσα που τα έλεγε δαφνομπούμπουλα φροξυλάνθια, κέδρο και κεδρομπούμπουλα μελισσοβότανο, φασκόμηλο κλπ Ήταν ένας παράδεισος στα παιδικά μας μάτια. Ακόμη εκεί σε μια γωνιά ήταν το μαγκάλι που πια δεν είχε χρήση, η τάβλα η μικρή το μεγάλο φουρνόξυλο, ένα κράνος από τους γερμανούς να πίνουν νερό οι κότες μας.

Και μεις τι κάναμε, τα βγάζαμε όλα έξω να παίξουμε και να έχουμε κάτι μάτσα χάρτινα λεφτά που όμως δεν είχαν αξία. Αγοράζαμε πουλούσαμε και τέλος τα μαζεύαμε μέσα για να ξαναπαίξουμε. Ποιο παιδί σήμερα θα έπαιζε αμέριμνο στα ντουλάπια μας και να μην μας νοιάζει; Μα και τι θα έβρησκε στα δικά μας ντουλάπια σήμερα; Εκεί στο μικρό κασελάκι, το κλειστό είχε μέντες μικρές πράσσινες καραμελίτσες που ήταν σε ένα ντενεκεδένιο κουτάκι και που τα έβαζε στην τζέπη της ποδιάς της για να κερνάει τις φίλες της όπου και να ήτανε.

-Πάρε μια μο
-Δε θέλω τώρα έφαγα.
-Πάρε να σιάξει μωρή το στόμα σου.
-Ας την πάρω για μετά.

Και τούτες τις μέντες τις είχε πάντα στην τζέπη της, στο μικρό στρογγυλό κουτάκι και κέρναγε όποιον ήταν δίπλα της και έβαζε και μια στο στόμα της μ, μ, μ, πολύ καλές, πολύ καλές.

Και μεις που ήμασταν άνδρες και γυναίκες δεν γελούσαμε, όχι, παίρναμε και μεις μια μέντα, και της λέγαμε μ, μ, μ, κάλές πολύ καλές γιαγιούλα. Και κείνη χαμογελούσε πάντα με κείνο το γελαστό βλέμμα από τα υπέροχα γαλάζια μάτια της.

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 
In this article

Join the Conversation