Τρεις περίπου μήνες πριν από την προδοσία του Γούση, δηλαδή στις 24 Απρίλη 1803, οι Σουλιώτες αρχηγοί απεύθυναν επιστολή στον υψηλότατο πρίγκηπα των Κορφών Θεοτόκη, στην οποία έγραφαν ότι ο άσπονδος εχθρός του γένους ζητάει να τους χαλάσει την πατρίδα τους, και κατέληγαν:
“Και εμίς αποφασίσαμαιν να απαιθάνουμεν όλλοι μικρί και μοιγάλοι και όχοι να παραδοθούμαιν εις τα χαίρια του. Τόρα άρχεισαι να μαζόνει ασκέρη και να κάνει και μουσαβαιρέδες μαι όλην την Τουρκιάν δια να έλθει απάνου μας, δια τούτο και εμίς προσπεύτομαιν και παρακαλούμαιν την υψηλότητά σας και σεναρότους δια να μας ευρεθύται ος ομόπυστει χριστιανοί ότι έχουμαιν μαιγάλην χρίαν δια κάμποσες μπάλες από λίτραις τρις και τριούμισει, όσα σας φανούν εύλογον δια να υμποραίσομεν να αντισταθούμεν ότι ύμαισταν πολλά χριαζούμαινει από αυτή και αυτή μυστικό το τρόπο δια να λάβουμαιν”.
Η επιστολή αυτή, απαρατήρητη από την επίσημη βιβλιογραφία, υπογράφεται και από τον προδότη Πήλιο Γούση, με το πραγματικό του όνομα Πήλιος Πούσμπος, και είναι απορίας άξιο πως, ύστερα από τρεις μήνες, αυτός ο ίδιος προδίνει την πατρίδα του στον άσπονδο, όπως τον αποκαλεί εχθρό του.
Στη συνέλευση της Κέρκυρας, ο Πήλιο Γούσης εναντιώθηκε στην πολιτική του Περραιβού, κρατώντας περήφανη στάση και αυτή ακριβώς τη στάση του την πλήρωσε ακριβά, με μια χαλκευμένη, όπως αποδείχθηκε, προδοσία. Μια προδοσία η οποία δεν έγινε ποτέ.
Όταν ο Αλή πασάς κηρύχθηκε από την Πύλη αναγνωρισμένος εχθρός του κράτους, οι Σουλιώτες εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για να πάρουν πίσω την πατρίδα τους. Μπροστάρης μαζί μ’ άλλους σ’ αυτή την προσπάθεια κι ο Πήλιος Γούσης. Η συνέλευση των Σουλιωτών της Κέρκυρας επέλεξε μεταξύ των άλλων αντιπροσώπων της και τον δήθεν προδότη Πήλιο Γούση και τον εξουσιοδότησε να ζητήσει από τον υποναύαρχο του σουλτανικού στόλου την πατρίδα του, που πριν λίγα χρόνια την είχε προδώσει. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε κι οι Σουλιώτες εκπατρίστηκαν για άλλη μια φορά· ο Πήλιος Γούσης, εκπατρισμένος κι αυτός, κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μαζί μ’ άλλους Σουλιώτες, και φυσικά, με τους Μεσολογγίτες, τη δεύτερη πολιορκία της πόλης και βρήκε ένδοξο θάνατο κατά την ηρωική Έξοδο.
Ο Π. Τζιόβας γράφει: «Προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου 65 γυναικόπαιδα, οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα». Ο Γούσης μετείχε μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και 500 μαχητές στην προσπάθεια διάσωσης της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους.
Στις 3 του Μάρτη του 1826 μπροστά στο φάσμα της πείνας και μετά από την άλωση του Αιτωλικού συνήλθαν οι καπεταναίοι στο καλύβι του Ν. Ζέρβα και ο Πήλιος Γούσης, φαμελίτης ο ίδιος, επειδή νόμισε ότι οι μη οικογενειάρχες ήθελαν να φύγουν τους φοβέρισε με τα παρακάτω λόγια, όπως τα περιέσωσε ο επιστήθις φίλος του Νίκος Κασομούλης.
«Πουθενά δεν πηγαίνομεν! Βουνόν (εις ύψος) να το κάμη απ’ έξω, εδώ θα πεθάνωμεν, και όποιου (του) βαστά ο κώλος ας κάμη αρχήν και βλέπει. Ανατολικόν εδώ δεν το κάμνομεν». Μέσα στο γενικό χαλασμό της εξόδου του Μεσολογγίου, χάθηκε ένδοξα και ο Πήλιο Γούσης, πολεμώντας κατά των εχθρών. Γενικά η πολιτεία του Πήλιου Γούση, με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογεί το στίγμα του προδότη, που του έδωσε ο Χριστόφορος Περραιβός.
Οι νόμοι του Σουλίου σε θέματα προδοσίας της πατρίδας ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Αν ήταν προδότης ο Πήλιο Γούσης θα είχε λιντσαριστεί και θανατωθεί.
Join the Conversation