Γιορτές και πανηγύρια και η φύση να δίνει πλούσια τα ελέη της. Τα κεράσια θα έρθουν στο τραπέζι μας, τα νέσπουλα επίσης, στο χωριό μου νέσπουλα λένε τα μούσμουλα. Ακόμη τα κορόμηλα πρώτα τα κόκκινα και μετά τα κίτρινα τα κόκκινα είναι τα κορόμηλα και τα κίτρινα τα κούμπλα. Οι κήποι οργίαζαν, κουκιά, μπιζέλια, (μπιζέλια, όχι αρακάς – στα μπιζέλια τρώγεται και το φλούδι και είναι πολύ τρυφερα) σπανάκι, μπαζιά, κρεμμυδάκια και σκόρδα.
Τούτος ο μήνας αρχίζει να γεμίζει το τραπέζι των ανθρώπων του μόχθου. Και κει στις όχθες των χωραφιών τα σπαράγγια και οι οβριές.
Βέβαια ο Αυγουστος είναι ο καλύτερος μήνας γιατί εκτός από τα λαχανικά, ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, μελιτζάνες, έχουν και σταφύλια, σύκα, αχλάδια που πολλοί τα λέγανε ντάρδες, καλαμπόκι για κείνους που περιμένουν από τον καιρό αν θα έχουν το ψωμί ή το προσφάι. Το σιτάρι τη βρώμη και τη βρίζα τα θέριζαν το Θερτή και τα αλώνιζαν τον Αλωνάρη που είναι ο Ιούνιος και ο Ιούλιος.
Μια χρονιά όταν τα στάρια ήταν έτοιμα για θερισμό έπεσε ένα χαλάζι που κατέστρεψε όλες τις καλλιέργειες. Δεν έχω δει πιο λυπημένους ανθρώπους. Πήγαιναν και προσπαθούσαν να σώσουν όσες ψάνες δεν είχαν καταστραφεί. Αυτές θα τις χτύπαγαν με το δάρτη για να βγάλουν όσο καρπό μπορούσαν. Όταν ήρθε η πρώτη μηχανή που θέριζε και αλώνιζε ήταν σαν να ήρθε ο πύραυλος που πήγε στο φεγγάρι. Έβγαζε και κράταγε τον καρπό και πέταγε πίσω το άχυρο.
Από αυτόν τον μήνα θα αρχίσουν να βγάζουν τις πατάτες. Πολλές φορές αν και οι πατάτες δεν έχουν γίνει για βγάλσιμο οι νοικοκυρές πήγαιναν και έβγαζαν από τις γούρνες γύρω γύρω λίγες πατάτες μικρές που αφού πλένουνταν καλά έμπαιναν στα λάχανα ολόκληρες με τη φλούδα. Ακόμη τις έπλεναν και τις έβαζαν στο φούρνο με λεμονάκι και ριγανούλα. Οι κότες γεννάν και το σπίτι έχει και τα αυγά του. Μα και ένα νόμισμα που αλλάζονταν στον μπακάλη με καραμέλες κλωστές ψιλικά.
Βλέπεις το χειμώνα και αυτές οι μπουφιάρες δεν γεννάνε. Άμα οι κότες γίνουν τεσσάρων χρονών, δεν γενάν οπότε τις σφάζουν. Πολλές φορές εκεί που νόμιζαν πως δεν θα γεννήσουν βλέπουν μέσα στην κοιλιά τους να έχουν αυγά, πολλά αυγά.
Αχ, τι έκανα, τη μπουφιάρα δεν την πήρα χαμπέρι…” Και έπαιρναν τα αυγά που ήταν από μικρά σαν φακή μέχρι και αρκετά μεγάλο και τα τηγάνιζαν για τα παιδιά. Οι νοικοκυρές παρακολουθούσαν τις κότες να μην κλωσίσουν όλες. Έτσι αμα έβλεπαν πως έπεφταν πολλές κλώσες τις έβαζαν σε ένα βαρελάκι και τις έκαναν μπάνιο μέσα με το κεφάλι τους στο νερό. Τις έβαζαν τρεις φορές και τις άφηναν ήταν σίγουρες οι νοικοκυρές πως οι κότες τους επιμορφώθηκαν έλα όμως που πολλές φορές αυτές οι κότες έφευγαν από το κοτέτσι, γένναγαν έξω και έρχουνταν μετά με τα πουλιά. Αν είχαμαν πολλά πουλιά τα μεγαλώμαμαν μέχρι να πιαστούν έτσι έλεγε η μάνα μου, δηλαδή μα γίνουν μισό κιλό και τα έσφαζαν
Μη φαντασθήτε πως χρειαζόμασταν τροφές αγοραστές για το μεγάλωμα για τις κότες μας. Δεν τρώγανε παρά ότι περίσσευε από την παρασκευή του φαγητού μας. Καθαρίζαμε χόρτα, τα καθαρίδια στις κότες. Χάλαγε κανένα φρούτο στα δένδρα, στις κότες, και κείνες όλο έψαχναν τη γη για σκουλίκια σαύρες που στην πόλη μας τις λένε γκουσταρίτσες και τις μεγάλες τις πράσινες γομαρογκούσταρες, εμείς είχαμε και κατσίκα είχαμε και μελίσσια και όλα τα φρόντιζε ο παππούς μας ο αγαπημένος μας παππούς που ποτέ δεν μας είπε τι κάνετε εκεί ποτέ.
Και όταν πέρναμε ρύζι σαν μεροκάματο γιατί η γιαγιά μου πήγαινε στο ρύζι και ας της έλεγαν όχι. Πήγαινε και τα μεροκάματα τα έπαιρνε σε τσιλτίκι.
Τσιλτίκι είναι ο καρπός του ρυζιού. Το χτύπαγαν στην ξύλινη τζούμπα, και μετά το λίχνιζαν. Και έτσι έφευγε το άχερο. Κατόπιν το περνούσαν από το ψιλό κόσκινο. Αυτό που έπεφτε το έβαζαν σε ένα βαρελάκι ήταν το λιανόρυζο, για το μεγάλωμα των μικρών κοτόπουλων. Μετά το πέρναγαν από μεγαλύτερο κόσκινο και αυτό που έπεφτε, ήταν το ρύζι μας για τις σούπες και αυτό που έμενε πάνω το έβαζαν σε μια σακούλα και ήταν για τα πιλάφια και τις πίτες..
Θυμάμαι όταν η σκαμνιά μας όπου σκαμνιά[ η μουριά] τον Ιούνιο ήταν γεμάτη τότε οι κότες μας και τα μελίσσια μας εκεί έτρωγαν συνέχεια. Έπεφταν τα σκάνμα έτρεχαν οι κότες. Εκεί είχαν συνέταιρους τις χελώνες. Μα αυτές τις μαζεύαμε και τις πηγαίναμε στο δάσος. Τα σκάμνα εμείς τα τινάζαμαν και τα μαζεύαμε σε κάτι παλιά αλλά καθαρά σεντόνια μα δεν ξέρω τι τα κάναμε. Στα παλιά χρόνια τα έκαναν κάτι σαν τσίπουρο όπως και τα κούμαρα.
Ήταν η Άνοιξη και το Καλοκαίρι η χαρά του αγρότη μα και κάθε ενός που είχε λίγη γη και μπορούσε να την καλλιεργεί.
Κάποτε μια γειτόνισσα είχε πάπιες. Τις ακούγαμε και μας άρεσε. Μια μέρα δεν τις ακούσαμε και ρωτήσαμε γιατί οι πάπιες δεν φωνάζουν; Τις έσφαξα είπε η γειτόνισα, ήταν μονάντερες δεν χόρταιναν με τίποτε.
Καλημέρα σας. Αυτές τις μνήμες θέλω να τις μεταφέρω για κείνους που δεν έχουν στην Αθήνα τίποτε και που έχουν στο χωριό τους μια γωνιά να μείνουν και ένα κομμάτι γης. Ναι δεν θα γίνεις πλούσιος καλλιεργόντας τη γη. Όμως λίγες κοτούλες μια κατσικούλα, ένας κήπος ίσως και ένα μεροκάματο ίσως και μικρό να τους δώσει ξανά την περηφάνια τους. Και ζώντας στη φύση κερδίσουν ακόμη περισσότερα. Την ίδια τη ζωή, αυτή που εμείς τη χάσαμε στα κουτιά της Αθήνας.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation