Η γιαγιά μου μου έλεγε αν ψωνίζεις με το κομμάτι πάρε τα πιο μεγάλα αν ψωνίζεις με την οκά τότε πάρε αυτά που είναι πιο ωραία γινωμένα αλλά όχι παρα γινωμένα. Τότε όλα ήταν με κοπριά δεν είχαν βγεί τα λιπάσματα, ακόμη ήταν από την κήπο τους δεν είχαν άλλο κήπο για αυτά που πουλάν και άλλο για το σπίτι τους.
Όταν είχαν να πουλήσουν πράγματα με το ζύγι αν ήταν μικρές ποσότητες τις ζύγιζαν σε κάποια παλάντζα που ήταν δίπλα τους ή μέσα σε κάποιο μαγαζί που μετά θα ψώνιζαν. Αν ήταν μεγάλες ποσότητες τις ζύγιζαν στο καντάρι που το είχε ένας και ήταν σφραγισμένο από την αγορανομία και που το νοίκιαζε ο Δήμος με δημοπρασία.
Κάθε παλάντζα ζυγαριά ή πλάστικα περνούσε από έλεγχο μην και έχουν ζύγια λειψά. Τα ζύγια σφραγίζονταν και δεν ξέρω πως έμπαινε η σφραγίδα κάθε δύο χρόνια. Έχω ζύγια που είναι πολλές φορές σφραγισμένα.
Μου άρεσε όταν ήμουν στην πόλη το Καλοκαίρι να πηγαίνω μόνη μου και να αγοράζω καρπούζια, μόνο που πήγαινα στον παππού μου, να μου τα διαλέξει και να τα στείλει στο σπίτι με τον Τσιώτα ή το Μίχο Κάτσιο.
Μου άρεσε και ακόμη μου αρέσει το καρπούζι το οποίο το τρώω με ψωμί και τυρί ακόμη και σκέτο με ψωμί. Η μάνα μου με κοίταγε μα σε τούτο δεν μιλούσε.
Μια φορά ήταν τόσοι πολλοί παπάδες στην πόλη μας που μια γειτόνισσα λέει στη μάνα μου.
– Να δεις Βιργινία κάτι τραγιά παχιά που είναι σήμερα στα μαγαζιά.
Τρέχω λέει η μάνα μου να αγοράσω.
– Κάτσε μωρή για παπάδες σου λέω και γέλασε πλατειά.
Πολλές γυναίκες που είχαν κορίτσια της παντριάς έμεναν σε σπίτια που οι γυναίκες ήξεραν και διάβαζαν το φλιτζάνι, να τους πουν γιατί δεν παντρεύεται η κοπέλα που έφτακε στα είκοσι και δεν την ζήτησε κανένας.
Όταν οι γυναίκες από τα χωριά έρχονταν στην πόλη, εκεί κοντά στον Αγιώργη, έβαζαν τα παπούτσια να μην τις δουν ο κόσμος ξυπόλυτες. Και όταν έφευγαν πάλι στο ίδιο μέρος τα έβγαζαν για να μην χαλάσουν τα παπούτσια. Τα έβαζαν γιατί μέσα στο παζάρι δεν ήθελαν να τις δει κανένας ξυπόλυτες είχαν «μπάλα» δεν ήταν όποιες όποιες. Εγώ ζήλευα αυτήν τη ξυπολυσιά και όταν έβρισκα ευκαιρία περπάταγα χωρίς παπούτσια και κάλτσες. Με μάλωναν αλλά όλο και έβρισκα την ευκαιρία.
Να βλέπατε πόσο χαρούμενες ήταν όταν ξεπούλαγαν και πως χαίρονταν όταν έφευγαν με καραμέλες και λουκούμια για τα μικρά και τους μεγάλους. Είδα γυναίκα στο ραχούλι που πρώτα έδωσε καραμέλες στη βάβω και μετά στα παιδιά. Απόρεσα μα δεν ρώτησα, ο πατέρας μου, μου εξήγησε πως πολλές βάβες δεν είχαν φάει στη ζωή τους καραμέλες παρά μονάχα ζαχαρικά που ήταν ρεβύθια τυλιγμένα σε ζάχαρη που τα πέταγαν στην εκκλησιά στους γάμους και στις βαπτίσεις.
Μαύρα χρόνια, που όμως ήταν καλά μιας και οι διαφορές στους ανθρώπους δεν φαίνονταν. Φτωχοί αλλά, φτωχοί και πλούσιοι δεν είχαν και μεγάλες διαφορές.
Βέβαια στο ετήσιο παζάρι που γίνονταν στην πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου ήταν άλλο πράγμα και ίσως μιλήσουμε αργότερα για το Λάμποβο.
Αυτό το παζάρι, ήταν το παζάρι του Σαββάτου και ήταν εκεί με τοπικά προϊόντα από λάδι, τσίπουρο, κρασιά, τυριά γαλοιτύρια, πατάτες φρούτα και λαχανικά ήταν σαν οι τωρινές λαϊκές που όμως τότε ‘ήταν όλα αγνά χωρία λιπάσματα και χωρίς ραντίσματα. Μοναδικά φάρμακα ο άσβεστος ασβέστης, ή στάχτη, και η γιαλόπετρα. Πάντως πολλά που σήμερα πούλιουνται με το κιλό τότε πουλιούνταν με το κομμάτι.
Φωτογραφία: Ζιάγκος Κώστας
* H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Οι ιστορίες της βάβως, ειναι πραγματικές ιστορίες της Παραμυθιάς.
Join the Conversation