Οι γειτονιές είχαν ζωή, μόνο που το χειμώνα η ζωή από νωρίς κλείνονταν μέσα στα σπίτια αφού το σκοτάδι και η υγρασία δεν άφηναν περιθώρια για έξω. Έτσι μαζεύονταν δίπλα απο το τζάκι που ζέσταινε τα κορμιά και τις ψυχές. Γιατί αυτή ήταν η θέρμανση… ήταν με ξύλα στο τζάκι και σε κάποιες περιπτώσεις με σόμπα ξύλου σε ένα δωμάτιο, κάτι όμως που το απέφευγαν γιατί το τζάκι ήταν στη κουζίνα και από εκει μπορούσαν εύκολα να κάνουν τα κεράσματα (τσάι του βουνού, τηγανίτες, κοκκόσιες, κλπ).
Επίσης απο εκεί ακόμα μπορούσαν να κάνουν το μαλλί για να γίνει τουλούπες αφού η κουζίνα ήταν και εργαστήριο.<
Επειδή η νύχτα ήταν ατέλειωτη πολλές οικογένειες φιλικές ή συγγενικές μαζεύονταν στο μεγαλύτερο σπίτι. Μικροί και μεγάλοι. Στην κορφή στο τζάκι έβαζαν τους παππούδες αν υπήρχαν, αλλιώς τα παιδιά. Στην πυροστιά πάνω υπήρχε μια κατσαρόλα που έβραζε τσάι του βουνού. Έβαζαν στα κύπελα τα πήλινα στους ξένους με λίγη ζάχαρη ή λίγο λεμόνι για να σπάσουν τα άλατα όπως έλεγαν, στις γυναίκες και στα παιδιά ντενεκένια για να μην σπάνε.
Μα τι άλατα να έσπαγαν αφού όλη μέρα δούλευαν σκληρά. Ακόμη και κείνοι που δεν εργάζονταν σκληρά οπως οι υπάλληλοι, το να ανεβαίνεις και να καταβαίνεις στην πόλη για τις όποιες ανάγκες ήταν μια γυμναστική που τότε δεν την νοιώθαμε και πως να τη νοιώθαμε αφού εδώ ήταν ο τόπος μας και δω κάναμε τα πρώτα μας βήματα στις ανηφόρες και στις κατηφόρες. Αφού όταν ήρθα στην Αθήνα δεν μπορούσα να περπατήσω κανονικά τα πόδια μου πήγαιναν όπως στις ανηφόρες και στις κατηφόρες και μη μου πείτε για τις βόλτες στον ίσιο δρόμο έκει ήταν βόλτα αργή και με προσοχή..
Πίσω από την πόρτα είχαμε κάτι φακούς ντενεκένιους που είχαν μια μεγάλη μπαταρία. Αν έρχουνταν κανένας και όταν έφευγε του δίναμε το φακό γιατί πολλές φορές το δαυλί αν είχε βροχή δεν μπορούσε να φωτίσει γιατί το έσβηνε η βροχή.
Εκεί ακούγαμε πρώτα με σεβασμό τους μεγάλους να κουβεντιάζουν για την πολιτική κατάσταση. Ο πόλεμος είχε αφήσει τα σημάδια του. Οι πληγές ήταν νωπές.
Οι γυναίκες στην άλλη γωνιά ή στο μέσον της κάμαρας γύρω από την μικρή τάβλα και έκαναν ένα εργόχειρο, ένα πλεκτό, ένα κέντημα, με το καντήλι στο κέντρο της τάβλας. Αυτές δεν είχαν λόγο για την πολιτική κατάσταση αυτά τα ήξεραν οι άνδρες ήταν ανδρικές δουλειές και κουβέντες.
Πολλές φορές αντί για τσάι έβαζαν στο τριμόνι καλαμπόκι που το κατεβάζαμε από τα σταλίκια που τα είχαμε στις γρεντές της κουζίνας. Τα πιο γυαλιστερά κάνουν τις πιο πολλές και καλές κοκκόσιες. Όταν γίνονταν απλώνονταν σε ένα ταψί και έπαιρναν όλοι. Αν ήταν πολλοί τότε έμπαιναν στον ψήστρη μια δυο και τρεις φορές.
Όταν μαζί με το τσάι και τις κοκκόσιες, εβάζαν και τσιπουράκι δεν αργούσε να αρχίσει το τραγούδι. Ήταν το τραγούδι το δημοτικό που ήταν και ιστορικό. Τραγούδια όπως η Τσαβέλαινα, ο Νάσσος Νασσούλης, του Κίτσιου η μάνα κάθονταν στην άκρη το ποτάμι. Ύστερα όταν περνούσαν οι ώρες και έφταναν εννιά ή δέκα λίγο πριν βάλλουν τα παιδιά για ύπνο έπαιζαν παιχνίδια όπως η κολοκυθιά, αινίγματα, και άλλα.
Έκει κάπου άρχιζε η παρέα να σκορπίζει. Έπαιρναν από ένα δαυλί και πολλές φορές τους φακούς και η γιαγιά υπενθύμιζε:
– Αύριο να τους στείλετε με τα παιδιά γιατί δεν θα τους ξαναβρήτε.
– Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα.
– Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα.
– Αύριο πάλι με τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγιάς.
– Αμήν.
Πολλές φορές οι άντρες έρχονταν πιο άργά κάθονταν στο καφενείο παίζοντας πρέφα (μη με ρωτάτε τι είναι…, δεν γνωρίζω απλώς άκουγα πάμε για πρέφα να πούμε και λίγες αντρίκιες κουβέντες;). Και πήγαιναν για πρέφα και αντρίκιες κουβέντες. Και κει καπνίζοντες και μη καπνίζοντες, έπαιζαν πρέφα και μπάτσκα και πάλι μη με ρωτήσετε δεν ξέρω τι είναι, με κέρδος ένα λουκούμι ή ένα ουζάκι. Το περίεργο είναι πως δεν άλλαζαν καφενείο, πήγαιναν πάντα στο ίδιο.
Αν μου έλεγαν πήγαινε στο καφενείο να πεις του μπαμπά σου το και το, ήξερα που θα τον βρω το ίδιο και τον παππού μου. Ο παππούς μου πήγαινε στο ίδιο καφενείο που πήγαινε ο πατέρας μου μονο όταν ο πατέρας ήταν στο χωριό. Ποτέ δεν ήταν στον ίδιο χώρο, ο πατέρας ντρέπονταν να παίξει χαρτιά μπροστά στον παππού μου. Και ο θείος μου που κάπνιζε έκαψε το παντελόνι του για να μην τον δει ο παππούς μου να καπνίζει. Μόλις είδε τον παππού έβαλε το τσιγάρο στην τσέπη του. Υπήρχε ένας σεβασμός και έτσι μαθαίναμε και μεις…
Τότε όταν οι άνδρες δεν ήταν σπίτι οι γυναίκες έκαναν αλευροχαλβά. Ένα χαλβά με αλεύρι λάδι και ζάχαρη σκέτο χωρίς καρύδια και αμύγδαλα χωρίς σταφίδες και ας είχαμε δικά μας από το περβόλι του παππού μας και λίγη κανέλα για το άρωμα. Η ζάχαρη ήταν ακριβή όμως η μάνα μου έκλεβε από τον πατέρα μου μια δυο οκάδες το μήνα και αγόραζε και άλλες δυο. Μα που να το καταλάβει ο πατέρας μου αφού η μάνα μου όταν τις έραβε με σπάγκο, κοίταγε να πάρει και λίγο. Όταν κάποτε της είπα, μαμά δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις, με αγριοκοίταξε και μου απάντησε. Και είναι σωστό να μοιράζει σε όλων τον κόσμο και μας όχι γιατί έχουμε μισθό; Εγώ δεν πολέμησα τόσα χρόνια ούτε η μάνα μου και η πεθερά μου. Τι σόι δίκιο είναι αυτό του πατέρα σου και μην του πεις τίποτε. Έτσι και έγινε… δεν του το είπα. Του το είπα μετά από χρόνια. Εκείνος γέλασε.
– Η μανά σου είναι τσαμπάσης έτσι έμαθε. Πάντα όμως είχα απορία που κάποια τσουβάλια ήταν λίγο πιο φυρά. Δεν πειράζει ίσως δικαιούμασταν και μεις όμως σε μας δεν έλειπε το ψωμί που έλειπε στους άλλους.
Άλλο το δίκαιο της μάνας μου και άλλο του πατέρα μου…
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation