Μεταφορά απο το βιβλίο για την paramythia-online.gr, απο την Χριστίνα Οπράν.
Η ιστορία όπως περιγράφεται είναι συγκλονιστική και η paramythia-online.gr σας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως τα έζησε ο αείμνηστος ευπατρίδης Βασίλειος Κραψίτης:
1-7-1939: Βρίσκομαι στην Παραμυθιά. Τακτοποιώ στο προσωπικό μου δωμάτιο τα πράγματά μου και ιδιαίτερα τα βιβλία μου. Νωρίς μ’ επισκέπτονται ο αδελφικός μου φίλος Λευτέρης Βαλασκάκης, γιατρός, μεγαλύτερός μου στην ηλικία 8 χρόνια και ο επίσης αδελφικός και παιδικός φίλος Σιών Μπακόλας, τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Απόγευμα. Περνάει από το σπίτι μου ο από το Νηπιαγωγείο συμμαθητής και αδελφικός φίλος Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης, που μόλις τελείωσε κι εκείνος το Δημοτικό Σχολείο της Γκρίκας. Περιφερόμαστε στη διαδρομή Γαλατάς-Καρκαμήσι-Πουρνάρι, μέχρι -κάποτε- το εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου, από όπου απλώνει ο πλούσιος κάμπος της Παραμυθιάς – Φαναριού. Από την θέση «Πουρνάρι» αγναντεύουμε το ολοκληρωμένο στρατιωτικό αεροδρόμιο στον κάμπο μας. Στους δρόμους κυκλοφορούν πολλοί στρατιώτες και αξιωματικοί, μερικοί δε έχουν συνδεθεί με τους κατοίκους της πόλεώς μας.
20-7-1939: Σήμερα είναι εορτή του προφήτη Ηλία. Με τον Κωστάκη Μητσιώκη, το Σπύρο Τσαβαλιά -κάποτε- γιατί το καλοκαίρι πήγαινε στο χωριό της μητέρας του, το Φοινίκι των Φιλιατών, με το Σιών Μπακόλα κλπ. ανεβαίναμε σε εξωκκλήσια ή σε υψηλές θέσεις. Μια δυό φορές αναζήσαμε τις γιορτές του Απόλλωνα, του θεού Ήλιου, στο κάστρο του Αη-Δονάτου, καθώς και στη θέση «Ταμπούρια». Σήμερα μας απασχολεί η φανερή αλλαγή της πολιτείας των μουσουλμάνων της Παραμυθιάς και της Επαρχίας μας (Σουλίου) που όλοι τους είναι απόγονοι εξισλαμισμένων Χριστιανών του τόπου μας. Τι να μαγειρεύουν; Μικροσυζητείται ότι μερικοί τους είναι όργανα της Αλβανικής και Ιταλικής προπαγάνδας, 5-6 δε και της Ρουμανικής.
26-7-1939: Από τις δεκάδες καφενεία που έχει η πόλη της Παραμυθιάς τα κυριότερα είναι των: Σωτήρη Κουτούπη, Γιάννη Μητσιώνη και Θύμιου Ευαγγέλου. Γύρω από το μεσημέρι με τη συντροφιά μου στο καφενείο του Κουτούπη, έχουμε θέμα την άφιξη στην πόλη μας του μεγαλοκτηματία Μαζάρ Ντίνου, σημπατριώτη, απόγονου της αρχαιότερης (με του Πρόνιου) αρχοντικής μουσουλμανικής οικογένειας. Μόνιμος ως υπήκοος Τούρκος, διαμένει στη Μαγνησία, μια δε φορά (τελευταία και δύο φορές) το χρόνο έρχεται στην Παραμυθιά, όπου παραμένει τουλάχιστον τρεις μήνες. Ο Λευτέρης Βαλασκάκης, που είναι ο υπηρεσιακός γιατρός της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής Παραμυθιάς μου εμπιστεύεται, ότι κατά τον Μοίραρχο Χριστινάκη, ο Μαζάρ Ντίνος είναι διπλός πράκτορας, της Τουρκίας και της Ιταλίας. Διατηρεί αστική και γεωργική περιουσία στην Παραμυθιά και στα χωριά του Φαναριού, μεγάλο δε μέρος της έχει εικονικά μεταβιβάσει σε χριστιανούς κατοίκους και έτσι απέφυγε την απαλλοτρίωσή τους κλπ. Σε γειτονικό μας τραπέζι συζητούν ο Ρεφής Πρόνιος, μεγάλος μουσουλμάνος Παραμυθιώτης κτηματίας, και ο Τάσης Χαλκιάς, για πολλά χρόνια μέχρι το 1934 Πρόεδρος της κοινότητας Παραμυθιάς. Θέμα τους είναι η κατάσταση στην Αλβανία μετά την Ιταλική κυριαρχία της. Ο Ρεφής υποστηρίζει ότι η Ιταλία δεν έχει επεκτατικά όνειρα. Ο Τάσης Χαλκιάς τον αντικρούει, λέγοντας: «και ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης; Και το σύμφωνο Γερμανίας-Ιταλίας της 22-5-1939; Ε! Ρεφή, τον μπουνταλά κάνεις;»
12-8-1939: Ο Μαζάρ Ντίνος αναχωρεί για την Τουρκία. Η έρευνα που του έγινε, όταν έφευγε, από την Χωροφυλακή, δεν έδωκε αποτελέσματα. Έτσι γίνεται κάθε φορά. Ποιος ξέρει τι να μηχανεύεται.
15-8-1939: Οι γιορταστικές εκδηλώσεις του πανηγυριού της Παραμυθιάς, της Γλυκής και του μοναστηριού της Παλιουρής, δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον.
Τέλη Αυγούστου 1939: Αφ’ ότου σχεδόν, αποφοίτησα του Γυμνασίου συναναστρέφομαι το Γυμνασιάρχη φιλόλογο, και καθηγητή μου στις Ε’ και ΣΤ’ τάξεις κ. Κωνσταντίνο Σιωμόπουλο. Είμουνα ο αγαπημένος μαθητής του, ιδιαίτερα λόγω των επιδόσεών μου στο μάθημα των Νεοελληνικών. Για μένα παραμένει ο άριστος δάσκαλος που τώρα είναι ο μεγάλος μου φίλος.
Μένει με την οικογένειά του στη γειτονιά μου. Στους σπάνιους περιπάτους μας με συντροφιά και το φιλόλογο Γρηγόρη Τζουμάκα, οι συζητήσεις μας αποτελούν αναδρομή στον κλασσικισμό. Αυτές τις μέρες έντονα μας απασχολεί η ακρίβεια της ζωής και η φτώχεια του συνόλου των κατοίκων της πόλεως και Επαρχίας μας. Κατανοώντας, στη συζήτησή μας τη θέση μου, μια που είμαι επαγγελματικά αναποκατάστατος, μου λέει: «Τη Ελλάδι, πενίη μεν αεί σύντροφος εστί», ερμηνεύοντας: «Η πενία πάντα σύντροφος της Ελλάδος» και προσθέτοντας «Ηροδότου Ζ’ 102». Ακολουθεί βαθιά σιγή. Κάποτε, απευθύνεται σ’ εμένα: «Θαρσείν χρή. Ως απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής εργάστηκα έξη (6) χρόνια δάσκαλος στη Βόρεια Ήπεριο στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, μικρά δε διαστήματα νωρίτερα από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων πήγα στην Αθήνα. Εκεί εργαζόμουνα υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Έτσι σπούδασα στο Πανεπιστήμιο και ανακηρύχθηκα πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής. Ας ελπίζουμε πάντα! Ο αγώνας δεν σηκώνει προφάσεις, η δε νίκη είναι καρπός του δυνατού. Κι εσύ έχεις όλες αυτές τις δυνατότητες». Ο Γρηγόρης Τζουμάκας, του απαντάει: «Ναι, οπωσδήποτε θα νικήσει».
18-9-1939: Αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου στο Δημοτικό Σχολείο του Παγκρατίου της Παραμυθιάς. Μένω στην αίθουσα διδασκάλου του Σχολικού κτιρίου. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας μ’ ενημερώνει, ότι το σύνολο των μαθητών (τάξεις Α’-ΣΤ’) πλησιάζει τους πενήντα.
19-9-1939: Πρώτη επικοινωνία με τους μαθητές. Τους τακτοποιώ κατά τάξεις. Τους δίνω σημειώματα για τα βιβλία και τα τετράδια που πρέπει να έχουν. Τελικά τους λέω, να τραγουδήσουν ό,τι θέλουν.
Από τους μαθητές των τάξεων Ε’ και ΣΤ’ ακούγεται ο ύμνος της Νεολαίας: «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα…». Αφαιρούμαι. Ξαναζώ την παιδική μου ηλικία, στις Ε’ και ΣΤ’ τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Ο άξιος δάσκαλός μας Μιχάλης Βούρδας, από το Ζαγόρι, με τη μελωδία του βιολιού μας μάθαινε ένα ύμνο: «Από τα βάθη των αιώνων, Δημοκρατία ξεκινάς, κρατάς αξίνα στόνα χέρι και στ’ άλλο σάλπιγγα κρατάς…». Μαθητής στη Γ’ τάξη του Γυμνασίου, διδασκόμουνα από τον αλησμόνητο φιλόλογο Νίκο Βολονάκη, από το Ζαγόρι, στον Πανηγυρισμό της 25ης Μαρτίου του 1936, να ‘μαι αγνός, τίμιος, πατριώτης και άνθρωπος. Είχε την ευθύνη της οργανώσεως της Γιορτής εκείνης και με την μελωδία του βιολιού του μας μάθαινε τον ύμνο του Ρήγα Φερραίου «Φίλοι μου συμπατριώται, δούλοι να ‘μαστε ως πότε, εκδικήσεως η ώρα, έφτασεν ω! Φίλοι τώρα… Κι είπατε μεγαλοφώνως, είπατε όλοι συγχρόνως: έως πότε η τυραννία, ζήτω η Ελευθερία».
Η σιγή που επικρατεί στην αίθουσα με συνεφέρει. Κοιτάζω κατάματα τους μαθητές μου. Σκέφτομαι όλες αυτές τις εποχές με τα διάφορα πολιτεύματα, τις θέσεις των κυβερνήσεων, του σκοπούς κλπ. Αναρωτιέμαι: «Τι επιτέλους θα μας σώσει ως φυλή;»
19-9-1939: Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Τι φτώχεια, γύρω μου, Θεέ μου! Τι έξυπνα και καλά αυτά τα παιδιά που έχω χρέος να πλάσω Ελεύθερους Ανθρώπους! Πως θα βρούμε κι εμείς οι τωρινοί έφηβοι το δρόμο της αληθινής δημιουργίας; Η ανάγκη της ζωής μας έφερε σ’ αυτό το αγκίστρωμα, ενώ χάνουμε πολύτιμο χρόνο ανώτερων σπουδών. Στο σχολικό έτος (1939-1940) επαναδιορστήκαμε δάσκαλοι, οι: Αγγέλα Αλιγιάννη, στον Ξηρόλοφο, Κωστάκης Μητσιώκης στη Δραγουμή, και εγώ στο Παγκράτι. Καινούργιοι αναπληρωτές στρατεύσιμοι διορίστηκαν δάσκαλοι, οι: Σοφία Αντωνίου από την Πάργα, στην Κυρα-Παναγιά της Παραμυθιάς, Τούλα Στεφανίδη από το Μαργαρίτι, στο Μορφάτι-Μαργαριτιού και Κώτσος Μπαζάκος σε χωριό κοντά στην Παραμυθιά.
Τέλη Σεπτεμβρίου 1939. Όλο το καλοκαίρι οι μουσουλμάνοι, της Παραμυθιάς, κυριότερα οι Πρόκριτοί τους, συγκεντρώνονται με το πρόσχημα του προσκυνήματος στο μεγάλο Τζαμί της αγοράς και επίσης στο τζαμί του «βασιλέως», πάνω από το τη βρύση «Τσαούση». Ο φίλος μου Λευτέρης Βαλασκάκης, που είναι γιατρός στην Υποδιοίκηση Χωρ/κής Παραμυθιάς και έτσι έχει ενημέρωση για τις κινήσεις των μουσουλμάνων, μ’ ενημερώνει για τα δίχτυα προπαγάνδας που έστησαν στην πόλη και στην Επαρχία μας, τελικά δε, μου συνιστά ν’ αποφύγω τους Ι**** Π***** και Νούχ Μουχεδίν, γνωστούς μου από το Γυμνάσιο. Οι Αθηναϊκές εφημερίδες γράφουν ότι σε δημόσια ομιλία του στην Αλβανία, ο Μαντόλίο εμίλησε για επέκταση των συνόρων της Αλβανίας σε βάρος της Ελλάδος. Επίσης ότι μ’ ενθουσιασμό υποδέχτηκαν οι Αλβανοί τον Κόμη Τσιάνο, είχαν δε υψωμένα «ΠΛΑΚΑΤ» που περιείχαν με μαύρα γράμματα τη φράση: «Κόσσοβο και Τσαμουριά». Να, το μεγάλο και σωβινιστικό όνειρο των Αλβανών.
Άνοιξη 1940. Μεσημέρι, οι μαθητές έχουν φύγει. Ακούγεται ένας χτύπος στην είσοδο της αίθουσας διδασκαλίας. Υποδέχομαι έναν λεπτό και επιβλητικό αξιωματικό που αυτοσυστήνεται: «Ταγματάρχης Μορδοχαίος Φριζής». Του προσφέρω μια καρέκλα κοντά στο γραφείο μου. Ακολουθεί σιωπή. Στους απέναντι λόφους εργάζονται ένας Ανθυπολοχαγός με τρεις στρατιώτες. Κάνω τη σκέψη ότι ενεργούν αναγνώριση του χώρου. Ο ταγματάρχης δέχεται ευγενικά έναν καφέ που ετοίμασα, ενώ αρνείται να γευματίσουμε οι έξη μας με ότι μου βρίσκονται. Μου διευκρινίζει ότι προέρχεται από το στράτευμα και ότι είναι αγωνιστής της ζωής. Έπειτα συμπληρώνει: «Στρατηγική της ζωής είναι να λιγοστεύεις τους φόβους της». Βασανίζω τη φράση του και κάποτε του απαντώ: «Αλλά και να πολλαπλασιάζεις τις ελπίδες». Είναι γενναίος, σκέφτομαι. Σηκώνεται, με κοιτάζει με έκπληξη, κοιτάζει από το παράθυρο τους συνεργάτες του, γυρίζοντας δε σ’ εμένα, λέγει: «Είμαι Εβραίος το θρήσκευμα». Του απαντάω αμέσως: «Στην πατρίδα μου την Παραμυθιά, η κεντρική συνοικία, όπου είναι το πατρικό μου σπίτι, λέγεται «Εβραίϊκα». Από γενεές μένουν εκεί λίγες Εβραϊκές οικογένειες από τα Ιωάννινα, όπου τα μέλη τους είναι γραμμένα στα Δημοτολόγια. Χριστιανόπουλα και Εβραιόπουλα μεγαλώνουμε σαν αδέλφια…». Ο ταγματάρχης Φριζής σηκώνεται, και όταν καβαλάρηδες όλοι τους φεύγουν, μ’ αποχαιρετάει λέγοντας: «Ο Θεός να σε προστατεύει».
22-6-1940: Τέλος του σχολικού έτους. Γυμναστικές επιδείξεις σήμερα και παράδοση των απολυτηρίων και των ενδεικτικών στους μαθητές. Ο Γραμματεύς της Κοινότητας κ. Λουκάς μου λέει δύο ευχαριστήρια λόγια: «… Έκανες τα παιδιά μας ξεφτέρια στα γράμματα. Δεν έδωκες όλο το σχολικό έτος ούτε ένα χαστούκι…». Αποχαιρετώ τα παιδιά με αγάπη. Τα περισσότερα κλαίνε.
23-6-1940: Τακτοποιούμαι στο δωμάτιό μου στο πατρικό σπίτι. Το απόγευμα αρχίζω την τακτοποίηση της μικρής μας βιβλιοθήκης που περιλαμβάνει και μερικά παλιά βιβλία: εκδόσεις με δαπάνες των Ζωσιμαδών και προλόγους του Αδ. Κοραή, θρησκευτικού περιεχομένου, Γραμματικές και Αναγνώσματα, Ιστορικά των Περραιβού, Αραβαντινού κλπ. Ανήκουν στον πατέρα μου Ιωάννη Δημ. Κραψίτη, που έμεινε ορφανός ενός έτους από τον πατέρα του και τον μεγάλωσε ο θείος του Χριστόδουλος Δημ. Κραψίτης, Πρόεδρος της Δημογεροντίας κ.α. Ο πατέρας μου αποφοίτησε του Σχολαρχείου της Παραμυθιάς. Επίσης περιλαμβάνει διάφορες και πολύτιμες εκδόσεις των οίκων: Φέξη, Ελευθερουδάκη, Σιδέρη κ.α., που αγοράστηκαν από εμένα με τις εξής συνθήκες: Στις εισιτήριες εξετάσεις (Σεπτέμβριος 1932) στο Γυμνάσιο Παραμυθιάς ήρθα πρώτος στη σειρά επιτυχίας. Τότε η μητέρα μου μ’ επήρε και επήγαμε στο κατάστημα (ιδιοκτησίας της κατά το ½) με μισθωτή τον Ηλία Κοέν, έμπορο λαϊκών υφασμάτων, πράκτορα του Αθηναϊκού Τύπου και Βιβλιοπώλη, λέγοντάς του: Κύριε Ηλία, ότι βιβλία και χαρτικά, σχολικά και εξωσχολικά συγγράμματα κλπ. σου ζητήσει ο Βασιλάκης, να του τα δίνεις και να χρεώνεις το λογαριασμό του ενοικίου μας».
24-6-1940: Το μεσημέρι που γύρισε ο πατέρας μου από το μαγαζί του, βλέποντας τακτοποιημένη την βιβλιοθήκη, μου είπε: «όλα αυτά τα βιβλία μια μέρα θα ‘ναι δικά σου, βέβαια, αν ως τότε διασωθούν». Σε σχετική ερώτησή μου για τη φράση αυτή πρόσθεσε: «Φοβάμαι ότι οι συμπατριώτες μουσουλμάνοι, κάτω από την προπαγάνδα των Ιταλών, κάτι μας ετοιμάζουν». Το απόγευμα μ’ επισκέφτεται στο σπίτι ο Σιών Μπακόλας. Είναι πολύ στενοχωρημένος. Τελικά μου λέει, ότι οι μουσουλμάνοι ψωνίζουν από τους ομόθρησκούς τους, οι Χριστιανοί ψωνίζουν από τους χριστιανούς. Από εμάς τους Εβραίους, λόγω του εμπλουτισμού και ποιότητος των υφασμάτων και ψιλικών, ψωνίζουν όλοι τους! Φοβόμαστε στο σπίτι μας πολλά! Βγαίνουμε από το σπίτι μου. Ο Σιών πηγαίνει στο μαγαζί του. Με το Λευτέρη Βαλασκάκη πηγαίνουμε σε μια απόμερη μεριά του εξοχικού καφενείου «ΟΑΣΙΣ». Είναι ανήσυχος. Κάποτε μου εμπιστεύεται ότι οι μουσουλμάνοι, κατά τον Μοίραρχο κ. Χριστινάκη, έχουν δημιουργήσει και πυρήνες εξεγέρσεως. Τι να σκεφτούμε; Είναι φανερό ότι έχουμε δρόμο μακρινό και αβέβαιο.
24-6-1940: Αγρυπνώ όλη τη νύχτα. Μόλις ξημέρωσε βγαίνω στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Από το σπίτι του Ρ*** Π*****, που είναι απέναντι του δικού μου, ακούγεται το ραδιοφώνό του. Μεταδίνεται το δελτίο των πρωϊνών ειδήσεων του σταθμού της Αθήνας. Η μετάδοση γίνεται σε παράξενη προφορά. Μοιάζει σαν αναμετάδοση ξένου σταθμού. Στη συνέχεια ακούγεται η συνηθισμένη φωνή του Σταθμού της Αθήνας που διαψεύδει τις καθημερινές καταγγελίες των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας, με λεπτολογήσεις και εδραιώσεις.
25-6-1940: Ο Ελληνικός τύπος διαψεύδει τις Ιταλικές κατηγορίες, ότι τμήμα του Αγγλικού πολεμικού στόλου έκανε την παρουσία του στα Ελληνικά ύδατα. Πληροφορούμαστε στην Παραμυθιά ότι οι Ιταλοί, στα σύνορα της Αλβανίας με το Φιλιάτι, μετακίνησαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις. Κακό σημάδι.
10-7-1940: Οι μουσουλμάνοι έρχονται πάλι στο προσκήνιο. Ο Μαζάρ Ντίνος τους ξεσήκωσε σε διαμαρτυρίες για καταπιέσεις κλπ. Παρεμβαίνει η Ιταλία. Ο ραδιοφωνικός σταθμός των Τυράνων ψευδολογεί συνέχεια, μάλιστα σήμερα ανακοίνωσε ότι στην Παραμυθιά δολοφονήθηκε ο Παραμυθιώτης Ριζάς Κάλλης, παντοπώλης και υπάλληλος του τοπικού Καπνεργοστασίου. Η Διοίκησή μας διαψεύδει όλα τ’ ανωτέρω και συλλαμβάνει τον Ριζά Κάλλη.
12-7-1940: Ο Ριζάς Κάλλης μεταφέρθηκε χτές στην Αθήνα, σήμερα δε, μίλησε από το Ραδιοφωνικό σταθμό της, διαψεύδοντας έτσι τις ανακοινώσεις των Τυράνων για δολοφονία του.
11-8-1940: Το επίσημο πρακτορείο των Ιταλών «Στέφανι» ανακοινώνει ότι στην Ελληνοαλβανικό μεθόριο διαπράχθηκε φοβερό πολιτιστικό έγκλημα. Συγκεκριμένα διασαλπίζει ότι ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζας που είχε γεννηθεί στην «αλύτρωτη περιοχή της Τσαμουριάς» δολοφονήθηκε άγρια στο Αλβανικό έδαφος, κοντά στα σύνορα της Ελλάδος. Το σώμα του βρέθηκε ακέφαλο. Στη συνέχεια κατηγορεί ότι δολοφόνοι του ήταν Έλληνες πράκτορες που παράλαβαν στο Ελληνικό έδαφος το κομμένο κεφάλι και το παράδωκαν στις Ελληνικές αρχές, οι οποίες πριν από χρόνια είχαν επικηρύξει «τον Αλβανόν τούτο πατριώτη…». Επίσης ανακοινώνει ότι: «Ο Νταούτ Χότζα αναγκάστηκε από χρόνια να φύγη από την Τσαμουριά για να σωθή από τους διωγμούς των Ελληνικών Αρχών, οι οποίες δεν του συγχωρούσαν την ακαταπόνητη προπαγάνδα του μεταξύ των συμπατριωτών του για την προσάρτηση της Τσαμουριάς στη μητέρα πατρίδα …». Η πραγματικότητα έχει, βάσει αναμφισβήτητων στοιχείων, ως εξής: Ο Νταούτ Χότζας καταγόταν από το χωριό Δραγουμή της Παραμυθιάς. Από το έτος 1920 ήταν αρχηγός ληστοσυμμορίας και βαρύνουνταν με φόνους και άλλα ποινικά αδικήματα που είχε διαπράξει μέσα στο Ελληνικό έδαφος. Το 1923 επικηρύχτηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση με το σεβαστό ποσό των δραχμών (500.000) πεντακοσίων χιλιάδων. Έτσι ο Νταούτ Χότζας αναγκάστηκε να καταφύγη στην Αλβανία, όπου σε χωριό της Ελληνοαλβανικής μεθορίου εργάζονταν ως ιδιωτικός αγροφύλακας, πηγαινοερχόμενος ως κατάσκοπος της Αλβανίας στο Ελληνικό έδαφος. Μια μέρα, ήρθε στο ανωτέρω χωριό, όπου κατοικούσε, σε ρήξη με ομοθρήσκους του Αλβανούς, οι οποίοι για προσωπικούς λόγους τον σκότωσαν. Οι δολοφόνοι του, επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν στο χωριό τους, έκοψαν το κεφάλι του Νταούτ Χότζα, ήρθαν στο Ελληνικό έδαφος, όπου ζήτησαν άσυλο, καθώς και την είσπραξη του ποσού της επικηρύξεώς του. Στη συνέχεια ο Διοικητής χωροφυλακής Παραμυθιάς κ. Χριστινάκης, πήρε μαζί του τους: Χαρίση Οικονόμου από τη Γλυκή και Ηρακλή Σουλιώτη από τη Δραγωμή, οι οποίοι γνώριζαν άριστα, από παλιά χρόνια, τον Νταούτ Χότζα και τώρα βεβαίωσαν ότι πραγματικά το ανωτέρω κομμένο κεφάλι ήταν του Νταούτ Χότζα.
13-8-1940: Με ανακοίνωση του Αθηναϊκού Πρακτορείου, η Ελληνική Κυβέρνηση ανασκεύασε τις κατηγορίες του Ιταλικού Πρακτορείου και αποκατέστησε την για τον Νταούτ Χότζα αλήθεια.
15-8-1940: Με ατομικές προσκλήσεις στρατεύονται νέοι της Παραμυθιάς που μόλις πριν δύο χρόνια είχαν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Από το πρωί σήμερα φεύγουν με το λεωφορείο για τα Ιωάννινα 23 νέοι της ανωτέρω περιπτώσεως, μεταξύ τους δε και ο αδελφός μου Βαγγελάκης. Ο ενθουσιασμός του με κάνει να υποπτεύωμαι ότι λόγω του θανάτου των δύο αδελφών μας επιδιώκει τον θάνατον. Στον αποχαιρετισμό μας, φιλώντας τον του ψιθυρίζω: «Πρόσεχε! Να ξαναγυρίσης! Έχεις χρέος στους γονείς μας. Εγώ τι μπορώ να τους προσφέρω;» Βράδυ της ίδιας μέρας: το ραδιόφωνο του Ρεφή Πρόνιου μεταδίδει στη «διαπασών» την πληροφορία του σταθμού της Αθήνας ότι στο λιμάνι της Τήνου, κατά τον εορτασμό της Παναγίας, από άγνωστης εθνικότητος υποβρύχιο τορπιλίστηκε το Ελληνικό εύδρομο «Ελλη». Ήταν αγκυροβολημένο 800 μέτρα έξω από τον λιμενοβραχίονα, εναντίον του δε, εκσφενδονίστηκαν τρεις τορπίλλες και σκοτώθηκε οι κελευστής μηχανικός Παπανικολάου τραυματίστηκαν δε 29 από το πλήρωμα.
16-8-1940: Στο σπίτι των φίλων μου Τέλη Βαλασκάκη, οδοντιάτρου και Λευτέρη Βαλασκάκη, γιατρού παθολόγου, ακούμε από το ραδιόφωνό τους τις ειδήσεις. Χθες δύο Ιταλικά αεροπλάνα επιτέθηκαν κατά του ατμόπλοιού μας «Φρίντων», που έπλεε για το Πάνορμο της Κρήτης. Οι συμπατριώτες μουσουλμάνοι δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους. Δυστυχώς η Ιταλοαλβανική προπαγάνδα τους έκανε θηρία, έτοιμα να μας κατασπαράξουν με τα ακονισμένα νύχια τους.
Tέλη Αυγούστου 1940: Όλα στην Παραμυθιά έχουν ακριβύνει. Το ψωμί έχει δρχ. 18 η οκά και ο ακαβούρδιστος καφές δρχ. 700 η οκά. Είναι φανερό, ότι θα πεινάσουμε. Η χωροφυλακή κοινοποιεί ατομικές προσκλήσεις επιστρατεύσεως των νέων μας. Η πόλη μας αδειάζει από τους άνδρες. Η χωροφυλακή πληροφορείται κρυφή μεταφορά από την Αλβανία οπλισμού στους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας. Συγκεντρώνω εφημερίδες των Ιωαννίνων με ονόματα Μουσουλμάνων στα σπίτια των οποίων ανακαλύφθηκε ο ανωτέρω εφοδιασμός οπλισμού.
Α’ 10ήμερο Σεπτεμβρίου 1940: Ξαναδιοριστήκαμε αναπληρωτές δάσκαλοι, όλοι όσοι υπερετούσαμε το προηγούμενο έτος. Τώρα διορίστηκε και ο συμμαθητής μου στο Δημοτικό Σχολείο και γείτονάς μου Γιώργος Καλαμπάκος, που τοποθετήθηκε στο χωριό Καρτέρι του Μαργαριτιού. Υπηρετώ στο Μορφάτι του Μαργαριτιού και μένω στο σχολικό κτίριο, που είναι το μόνο σ’ ένα πανέρημο κάμπο. Συχνά με επισκέπτεται ο λαμπρός άνθρωπος Σπύρος Σερίφης, πρόεδρος της Σχολικής Εφορίας. Όταν μετά τη δύση του ήλιου με βλέπει να διαβάζω με το φως της λάμπας πετρελαίου σε ογκώδη βιβλία, μου ψιθυρίζει, ενθαρρυντικά: «Άντε, θα γίνης καλός δικηγόρος. Κουράγιο!» Μοναδική μου χαρά είναι η άφιξη δύο φορές την εβδομάδα του αγροτικού ταχυδρόμου από το Μαργαρίτι, που -όπως τον παρακάλεσα- μου φέρνει τις εφημερίδες: «Ελεύθερο Βήμα», συνήθισα να τη διαβάζω από μικρός, ως εφημερίδα του μεγάλου αδελφού μου Δημοσθένη, και «Εστία», συνήθισα επίσης να τη διαβάζω από τα 14 χρόνια μου, ως εφημερίδα του πατέρα μου.
11-10-1940: Η Γερμανία κατέλαβε την Ρουμανία. Τι μας περιμένει;
27-10-1940: Πριν χαράξει έφυγα για την Παραμυθιά που στρατοκρατείται. Εδώ έχει την έδρα του ο στρατηγός Λιούμπας. Δεν έχω τίποτε πιο ιερό από τους γονείς μου. Έτσι μισθώνω δύο άλογα και τους μεταφέρω, πεζοπορώντας εγώ στο Μορφάτι. Στον κάμπο της Παραμυθιάς πολυβοληθήκαμε από Ιταλικά αεροπλάνα. Μόλις που διασωθήκμε. Έχουμε εγκατασταθεί σ’ ένα παλιό, ιδιόκτητο οίκημα του Δημοτικού Σχολείου, στον ένα λόφο του χωριού. Αγρυπνώ: Τι να πρωτοσκεφθής, που πλησιάζει η θύελλα της εθνικής μας καταστροφής; Μεσάνυχτα, ο αγροφύλακας χτυπάει την πόρτα. Καθησυχάζει τους γονείς μου και κατεβαίνω στο διδακτήριο του κάμπου όπου ένας υπενωματάρχης από την Υποδιοίκηση Χωρ/κής Μαργαριτιού μόλις έφτασε και μου παραδίνει «επί αποδείξει» ένα σφραγισμένο με βουλοκέρι φάκελλο. Τον αποσφραγίζω είναι διαταγή «κατεπίγουσα» της Νομαρχίας Θεσπρωτίας. Σημαίνω την καμπάνα του Σχολείου. Αγουροξυπνημένοι οι κάτοικοι έρχονται και μου ζητούν εξηγήσεις. Τους διαβάζω αποσπάσματα της άνω εντολής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι με διαταγή της Νομαρχίας έφυγαν από το μεσημέρι από την Ηγουμενίτσα… Ειδικεύεται ότι το χωριό Μορφάτι είναι ο μόνος δρόμος υποχωρήσεως για την Πρέβεζα των Χριστιανών κατοίκων, περιφερειών Πάργας, Μαργαριτιού και Ηγουμενίτσας. Οι κάτοικοι με συντονισμό της χωροφυλακής να διευκολύνουν στην υποχώρησή του τον ανωτέρω πληθυσμό…». Είναι φανερό! Είμαστε στα πρόθυρα του πολέμου. Δυστυχισμένη πατρίδα μας!
28-10-1940: Πόλεμος! Πόλεμος! Μας ξυπνάνε οι ήχοι των κανονιών. Είμαστε κοντά στα σύνορα. Το πυροβολικό των Ιταλών σκίζει τα στήθη των στρατιωτών μας και του άμαχου πληθυσμού μας. Από το Μορφάτι περνάνε τρομαγμένοι χιλιάδες κάτοικοι της Θεσπρωτίας, κυριότερα γυναικόπαιδα με κατεύθυνση το χώρο της Πρεβέζης. Μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου και ακολουθώ πεζοπορώντας ανάμεσα στο πλήθος των νέων προσφύγων. Τι τραγωδία! Στο χωριό Γλυκή συναντιέμαι με τους νέους πρόσφυγες από το Φιλιάτι και την Παραμυθιά. Μισθώνω δύο μουλάρια (μόλις είχα εισπράξει από το Δημόσιο Ταμείο τους μισθούς μου Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1940, περίπου δρχ. 3000) για τους γονείς μου, και μέσω της Σκάλας της Τζαβέλαινας φτάνουμε στο χωριό Σαμονίβα του Σουλιού. Μας φιλοξενεί ο γνώριμος του πατέρα μου, πρόκριτος Σταύρος Τόκας. Στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού του μένουμε 40 περίπου άτομα, που ζούμε από την ελεημοσύνη του, ήτοι ψωμί, μπομπότα, ξυνόγαλο και λίγο τυρί. Μένουμε αρκετές μέρες, ως που ο στρατός μας, που βάσει στρατιωτικού σχεδίου είχε υποχωρήσει, ήταν τώρα έτοιμος για επίθεση.
9-11-1940: Φεύγουμε από τη Σαμονίβα. Πεζοπορώ με τους υπερήλικες γονείς μου για το χωριό Σεριζιανά. Είμαι φορτωμένος μια βαριά βελέντζα από το σπίτι μας και λίγα (απαραίτητα) τρόφιμα. Πρέπει να έχω υψηλόν πυρετόν. Το απόγευμα φθάνουμε στο Λούρο, όπου με άλλους πρόσφυγες η χωροφυλακή μας προωθεί με φορτηγά αυτοκίνητα στα Ιωάννινα. Καταφεύγοντας λόγω των συχνών βομβαρδισμών των Ιταλών στα σπίτια του κάστρου των Ιωαννίνων, όπου εκατοντάδες γέροντες και γυναικόπαιδα περνάμε άγρυπνοι τη βραδυά.
11-11-1940: Από το πρωί, κει με ξεσκισμένο το δεξιό παπούτσι αναζητώ σε χάνια των Ιωαννίνων αγωγιάτες από την Παραμυθιά. Τελικά μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου κατόπιν προκαταβολής δραχμών 1.200 (χιλίων διακοσίων, αφάνταστα υπερβολικού ποσού). Ξεκινάμε (εγώ πεζοπορώντας με τον αγωγιάτη) μέσω του δρόμου «χάνι Τζεμαλή-αγά» για την Παραμυθιά, όπου φθάνουμε αργά το απόγευμα.
Το σπίτι μας, κατά την απουσία μας, είχε διαρρηχθή. Τι καταστροφή! Πολλά από τα βιβλία μας ήταν ξεσκισμένα στο πάτωμα. Τα περισσότερα από τα παλαιότυπα και χειρόγραφα του προγόνου μας Χριστοδούλου Κραψίτη, ακόμα και αποκόμματα ελληνικών εφημερίδων της περιόδου της Τουρκοκρατίας, είχαν κλαπή. Φτάνει αμέσως στο σπίτι μας, ο αδελφικός φίλος μου γιατρός Λευτέρης Βαλασκάκης. Εξετάζει τον πατέρα μου που έχει υψηλό πυρετό, μας δίνει φάρμακα και ένα δικό του θερμόμετρο.
13-11-1940: Μέσα σε τρεις μέρες ο από τον συνοικισμό «Άγιος Νικόλαος» της Παραμυθιάς μαραγκός Βασίλης (Τσίλης) Μπρέστας, αποκατέστησε όλες τις ζημιές του σπιτιού μας με άμεση εξόφληση της αξίας των υλικών και της αμοιβής του.
22-11-1940: Τα Σχολεία του Νομού μας δεν λειτουργούν. Οι διδάσκαλοι της Επαρχίας Παραμυθιάς -όσοι δεν έχουν στρατευθή- αποσπάστηκαν σε διάφορες υπηρεσίες στης πόλεως. Συγκεντρώνω στοιχεία για τα από 28-10-1940 γεγονότα του Φιλιατού και της Ηγουμενιτσας από κατοίκους τους που έχουν, ως πρόσφυγες εγκατασταθή στην Παραμυθιά. Επίσης πολλά στοιχεία μου δίνουν οι: «Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης, Σιών Μπακόλας και Μάνθος Στατηράς, που σ’ όλο αυτό το διάστημα ήταν στην Παραμυθιά. Ο στρατός προχώρησε πέραν του ποταμού Καλαμά. Ο Ανθυπασπιστής Χωρ/κής Μιχαήλ Γυπάκης και ο Αγρονόμος Φίλιππος Καρβούνης, που υπηρετεί στην Παραμυθιά, σε εκτέλεση υπηρεσιακής διαταγής συνέλαβαν τους αρρένες μουσουλμάνους της περιοχής, οι οποίοι προωθήθηκαν στα στρατόπεδα Κορίνθου και Χίου. Οι μωαμεθανοί Τσάμηδες κατά την 28-10-1940 υποχώρηση του στρατού μας με την χρήση κρυφού οπλισμού τους, βοήθησαν τον Ιταλικό στρατό που προχωρούσε στο Ελληνικό έδαφος, χτύπησαν πισώπλατα το στρατό μας που υποχωρούσε, λεηλάτησαν στις πόλεις και τα χωριά μας περιουσίες Ελλήνων, πυρπόλησαν σπίτια και μαγαζιά, δολοφόνησαν Χριστιανούς Έλληνες κλπ. Τώρα η Ελληνική πατρίδα αμύνεται.
30-11-1940: Είναι το πρώτο γράμμα που παίρνω σήμερα του αδελφού μου Βαγγελάκη που πολεμάει στην πρώτη γραμμή. Του απαντάω αμέσως.
2-12-1940: Παίρνουμε στο σπίτι πολύ προχρονολογημένο γράμμα του συζύγου της αδελφής μου Θοδωρούλας Υπομοίραρχου Δημήτριου Αναστ. Βαλαέτη. Μας γνωρίζει ότι φεύγουν λόγω μεταθέσεως για τα Γρεβενά.
3-12-194: Με διαταγή της Νομαρχίας Θεσπρωτίας, καθηγητές και δάσκαλοι υπηρετούν -με απόσπαση- στην Υπηρεσία Λογοκρισίας Παραμυθιάς. Με τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη κατορθώνουμε από την Τρίτη μέρα της ανωτέρω υπηρεσίας μας ν’ απαλλαγούμε των καθηκόντων μας αυτών, που δεν ταίριαζαν στους χαρακτήρες μας.
Μας έχει δυναστέψει μια απέραντη θλίψη για τον θάνατο του συμμαθητή μας Τάκη Κων. Φίλη. Είναι ο πρώτος νεκρός στρατιώτης, του καταραμένου αυτού πολέμου, καταγόμενος από την Παραμυθιά.
5-12-1940: Η ακρίβεια των τροφίμων είναι μεγάλη, στην δε Παραμυθιά λειτουργεί «Υπηρεσία Λαϊκών Σισσιτίων» με πρόεδρο της Επιτροπής τον Μητροπολίτη κ. Γεώργιο (Μισαηλίδη), τρία μέλη εμπόρους και Γραμματεία με παράλληλη αρμοδιότητα του διαχειριστή τον υποφαινόμενο, ως έκτακτο δάσκαλο. Η πρώτη μέρα της διανομής του φαγητού με απογοητεύει. Σκέφτομαι κάποια βελτίωση, ώστε να ‘χουμε μια αξιοπρεπή παρουσία των σιτιζόμενων, οικονομία στα έξοδα παρασκευής του φαγητού κλπ., ώστε να μπορούν να σιτιστούν περισσότερα άτομα.
29-12-1940: Στην έκτακτη απογευματινή συνεδρίαση της Επιτροπής ο Μητροπολίτης επέβαλε την εισήγησή μου στα μέλη της. Η ειλικρίνειά του ν’ αποκαλύψη ότι όλα προέρχονται από δική μου εισήγηση μου δημιούργησε την αντιπάθεια των δύο εμπόρων της Επιτροπής.
31-12-1940: Διατηρώ στοιχεία των από 12-11-1940 μέχρι 22-12-1940 προόδων του στρατού μας. Η Ελληνικότατη Β. Ήπειρος είναι πια ελεύθερη
3-5-1941: Σήμερα, από πολύ πρωί μπήκε στην Παραμυθιά συντεταγμένο ένα Ιταλικό Σύνταγμα που στρατοπέδευσε σε θέσεις, προφανώς καθωρισμένες. Κατά το μεσημέρι υψώθηκε σε πανύψηλο ιστό η Ιταλική Σημαία. Τι εύκολα που υψώνεται, αλλά και πόσο δύσκολα φεύγει η Σημαία των ξένων και μάλιστα κατακτητών. Μαύρη και τραγική η σημερινή ημέρα. Διοικητής του Συντάγματος είναι ο συνταγματάρχης Ντούκα, που λέει πως είναι απόγονος της Βυζαντινής Οικογένειας των Δούκα, υποδιοικητής του δε ο αντισυνταγματάρχης Βερντινόϊ, ή Βερντινουά. Λέγεται ότι είναι Εισαγγελεύς και μέλος του φασιστικού κόμματος. Το σύνταγμα ακολούθησε τμήμα καραμπινιερίας (Χωροφυλακής) και Φινάντσας (οικονομικής Αστυνομίας). Διοικητής και των δύο αυτών Υπηρεσιών είναι ο Τενέντε (=μοίραρχος) Μπουσκάγια, από την περιοχή της Κατάνης, ο οποίος διαδίδεται είναι μισέλληνας. Το απόγευμα πληροφορούμαστε ότι οι Ιταλοί πήραν διερμηνείς τους: στο Φρουραχείο και στην Καραμπινιερία, τον Παραμυθιώτη μουσουλμάνο Αμπεντίν Μπάκο, στην Φινάντσα και επικουρικά στην Καραμπινιερία, τον Παραμυθιώτη Φετχή Αλιούς Καπόνη. Στα μέσα του μηνός, ο Διοικητής Ντούκα δίνει στην ταράτσα του Δημοτικού Σχολείου δεξίωση, για την επικοινωνία με τις οικογένειες του Χριστιανικού πληθυσμού. Πήγαν υποχρεωτικά οι Αρχές της Παραμυθιάς με τις οικογένειές τους και μερικές ντόπιες οικογένειες. Κρίθηκε, όπως πληροφορηθήκαμε μερικοί από εμάς που δεν επήγανε, ότι θα ήταν επιζήμια μια επιδεικτική απουσία. Η μουσική του Ιταλικού Συντάγματος εκτελούσε διάφορα βάλς κλπ. Μας στενοχωρούσε ότι οι Ιταλοί αξιωματικοί χόρευαν με κάποιες από τις ανωτέρω γυναίκες. Τι όμως διαφορετικό μπορούσε να γίνη; Σε λίγες μέρες ο Διοικητής του Ιταλικού Συντάγματος έδωκε δεξίωση αρρένων μωαμεθανών και Χριστιανών στο αρχοντικό του Δημοσθένη Ρίγγα, που το είχαν επιτάξει και το χρησιμοποιούσαν ως Διοικητήριο. Χριστιανοί πήγαν -κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ τους- ελάχιστοι, οι οποίοι και έφυγαν σχεδόν αμέσως. Τους ενόχλησε αφάνταστα η προσέλευση άνω των 200 ατόμων μουσουλμάνων -από τους προκρίτους τους- και οι ζητωκραυγές τους υπέρ του Μουσολίνι κλπ. Κακή αρχή! Όλα δε τα μέλλοντα, απροσδιόριστα.
7-5-1941 οι Ιταλικές Αρχές απέλυσαν τον πρόεδρο της Κοινότητος Παραμυθιάς Αριστοτέλη Στρουγγάρη και σε αντικατάστασή του διόρισαν τον μουσουλμάνο και διερμηνέα τους Αμπεντίν Μπάκον, Παραμυθιώτη.
9-5-1941 ο νέος Πρόεδρος της Κοινότητός μας Αμπεντίν Μπάκος ύψωσε στο Κοινοτικό Κατάστημα την Αλβανική Σημαία, ενώ ζητωκραύγαζαν εκατοντάδες μουσουλμάνοι τσάμηδες, οι περισσότεροι από τα γύρω χωριά. Οι Χοτζάδες από τους μιναρέδες των τζαμιών της πόλεως δοξολογού –όλη τη μέρα- τον Αλλάς. Που αλήθεια, βαδίζουμε;
10-5-1941: απολυθήκαμε με πράξης της Νομαρχίας Θεσπρωτίας, όλοι οι αναπληρωματικοί δημοδιδάσκαλοι με χρόνο μισθοδοσίας, μέχρι την 30-4-1941.
13-5-1941 οι συμπατριώτες μουσουλμάνοι έχουν τρομοκρατηθή. Από το ξημέρωμα δεν κυματίζει στα Γραφεία της Κοινότητός μας η Αλβανική Σημαία. Έχουν πειστεί ότι κάποιος ή κάποιοι την εξαφάνισαν στη διάρκεια της περασμένης νύχτας. Οι Ιταλικές Αρχές με συνεργάτες τους μουσουλμάνους της Παραμυθιάς ενεργούν καταπιεστικές έρευνες.
17-5-1941: Δύο τρεις από τους Χριστιανούς της Παραμυθιάς γνωρίζουν ότι την Αλβανική Σημαία, αφού αναρριχήθηκε, μετά τα μεσάνυχτα, στο μπαλκόνι του Κοινοτικού Καταστήματος ο Παραμυθιώτης εργάτης Μιχάλης Νικ. Μαρτίνης, την άρπαξε και την εξαφάνισε. Η πληροφορία αυτή πλαταίνει μεταξύ των Χριστιανών, μας εμψυχώνει, αλλά και μας επιβάλλει να κρατάμε κλειστά τα χείλη μας.
22-5-1941: Ξαναδιορίζεται Πρόεδρος της Κοινότητος ο Αριστοτέλης Στρουγγάρης, ενώ ο Αμπεντίν Μπάκος περιορίζεται στα καθήκοντα του διερμηνέα του Ιταλικού Φρουραρχείου κλπ.
Ιούνιος 1941: Οι Ιταλικές Αρχές απολύουν πάλι τον Αριστοτέλη Στρουγγάρη και διορίζουν Πρόεδρο της Κοινότητος Παραμυθιάς τον μεγάλο μεγαλοκτηματία μουσουλμάνο Σαλή Μουχεδίν (Σαλή-αφέντη). Χριστιανοί συμπατριώτες που υπηρετούν ως διερμηνείς του κατακτητή είναι οι εξής: α) Στην Καραμπινιερία: Ο Κώτσος Τσούλας, υψηλού ήθους (όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας Βασ. Τσούλα) υποδηματοποιός, με την προτροπή -όπως έχουμε την πληροφορία- της νεοσύστατης «Επιτροπής Αγώνος Παραμυθιάς», μέλη της οποίας είναι εκλεκτοί Χριστιανοί της πόλεως. Επίσης στην Καραμπινιερία, με την παρότρυνση -όπως πληροφορούμαστε- μερικών δημοσίων υπαλλήλων, υπηρετεί ως διερμηνέας ο Ανδρέας Πούλης, κλητήρας του Δημοσίου Ταμείου Παραμυθιάς. Β) Στη Φινάντσα (Οικονομική Αστυνομία), υπηρετεί διερμηνέας ο από το Πόποβο Σωτήρης Κουτούπης, ο οποίος είναι άνεργος από την 8-11-1940 που πυρπολήθηκε το κατάστημα ιδιοκτησίας κληρονόμων Λάκη Ρίγγα, στο οποίο ασκούσε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη. Αγωνιούμε, γιατί έχουμε θετική πληροφορία, ότι οι Ιταλοί με κάθε μυστικότητα οπλίζουν μουσουλμάνους Τσάμηδες, ιδιαίτερα της Επαρχίας μας. Είναι φανερό, ότι δημιουργούν τους πραιτοριανούς τους. Αυτές τις μέρες διορίστηκαν με Διατάγματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως στην Παραμυθιά: ο Νουρής Ντίνος, Παραμυθιώτης κτηνίατρος, Ύπατος Αρμοστής της Θεσπρωτίας με βαθμό Συνταγματάρχη και ο αδελφός του Μαζάρ Ντίνος μεγαλοκτηματίας, ως Γενικός Αρχηγός της Νεολαίας μουσουλμάνων Θεσπρωτίας. Για τον προσεταιρισμό των ομοθρήσκων τους σκορπίζουν αξιώματα και μεγάλα χρηματικά ποσά, καθώς και τρόφιμα. Τους ακολουθούν πολλοί ευτελείς ομόθρησκοί τους που συχνά επιτίθενται κατά των Ελληνικών Αρχών και δημιουργούν ψευδόμενοι, θέματα. Οι αδελφοί, ως άνω, Ντίνου έχουν μετατρέψει τη «Μιλίτσια» ήτοι Αλβανικοί Φασιστική Νεολαία, που ίδρυσαν οι Ιταλοί σε ένοπλη δύναμη εγκληματιών. Όλων τούτων καθώς και των ψεύτικων καταγγελιών τους, κρατώ ιδιαίτερο Αρχείο. Στη Θεσπρωτία οργιάζουν οι ληστοσυμμορίες των μουσουλμάνων: Χαϊρουλά, Νταλιάνη, Τζιαμαλή Μούρτου και Λιούβ Κάνα. Οι Χριστιανοί ετοιμάζουν την άμυνά τους και αγοράζουν κρυφά όπλα. Στρατός των Ιταλών με Καραμπινιέρηδες πολιόρκησαν το χωριό Σκάνδαλο της Παραμυθιάς. Συνέλαβαν προκρίτους τους που καταδικάστηκαν στο Αγρίνιο από τους Ιταλούς σε ισόβια δεσμά. Στο υποδηματοποιείο του κ. Κ……, Χριστιανού Παραμυθιώτη, εργάζονται 4 Ιταλοί στρατιώτες (υποδηματεργάτες, όπως διαδίδεται, στην πολιτικοί τους ζωή) για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού Κατοχής. Δεν δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός. Ο ανωτέρω υποδηματοποιός στο κατάστημά του τοποθέτησε ταμπέλα με την Ιταλική επωνυμία «Tre Stelle» (Τρία αστέρια).
Ιούλιος 1941: Γνωρίζουμε ότι η Επιτροπή Αγώνος Παραμυθιάς αποτελείται από τους: Χρήστο Σταυρόπουλο, δικηγόρο, Λευτέρη Στρουγγάρη, δικηγόρο, Σπύρο Μουσελίμη, δάσκαλο και λογοτέχνη, Κώτσο Τσούλα, υποδηματοποιό, Ανδρέα Μαρέτη και 2-3 άλλους. Μεγάλο μυστικό! Γινόμαστε συνυπεύθυνοι. Η Παραμυθιά είχε 7 περίπου ραδιόφωνα. Τα συγκεντρώνει οι Καραμπινιερία, εκτός του Ρεφή Πρόνιου. Οι αδελφοί Βαλασκάκη, Αριστοτέλης, οδοντίατρος και Λευτέρης, παθολόγος γιατρός, δεν παρέδωσαν το δικό τους, με τον ισχυρισμό ότι τους είχε καταστραφή και το πέταξαν στις αρχές του Απριλίου 1941. Τα περισσότερα απογεύματα συχνάζω στο σπίτι των άνω αδελφών Βαλασκάκη, που ζούνε με την μητέρα τους, την κυρά Βάσω και τη μικρούλα ανεψιά της Πόπη Μιχ. Σιάμου. Συχνή παρέα μας είναι ο φιλόλογος Γρηγόρης Τζομάκας και η ευγενική και πολύγλωσση σύζυγός τους Άννα, το γένος Δημητριάδη, Ελληνίδα από το Βουκουρέστι.
Αύγουστος 1941: Η ζωή μας, από κάθε άποψη, γίνεται τραγική. Οι τιμές των τροφίμων -παρά την τοπική παραγωγή- είναι απλησίαστες. Ο φίλος μου Λευτέρης Βαλασκάκης που γνωρίζει ότι κρατώ Αρχειακό υλικό της περιόδου μας αυτής, μου δίνει -από στοιχεία της χωροφυλακής, όπου είναι υπηρεσιακός γιατρός- κατάσταση μουσουλμάνων συνεργατών των Μαζάρ και Νουρή Ντίνου. Ενημερώνω με κάθε μυστικότητα χριστιανούς συμπατριώτες για την αυτοπροστασία τους.
Σεπτέμβριος 1941: Όλα γύρω μας στενεύουν. Μας περιζώνουν αιμοβόρα θηρία (μουσουλμάνοι Τσάμηδες – Ιταλοί κατακτητές) που αρχιτεκτονούν ένα σκοτεινό και απαίσιο καινούργιο μεσαίωνα. Πιστεύω, ότι εμάς τους Χριστιανούς Θεσπρωτούς μας βαρύνει το δραματικό αίσθημα της ευθύνης. Συζητάμε επίμονα οι 4-5 της συντροφιάς μου. Δεν υπάρχουν λύσεις – ίσως δεν είναι η κατάλληλη ώρα. Μας κυριαρχεί το αίσθημα της αγωνίας, αλλά και η βαθιά εδραιωμένη Πίστη! Ο απελπισμένος δεν είναι λύση. Στις γειτονιές μας ακούγονται χαρούμενες φωνές των παιδιών. Τι νόημα ζωής να δώση κανένας στις γενιές που γίνονται βιαστικά ώριμοι άνδρες -όπως η δική μου γενεά- ή που ανέμελα σκορπίζουν το χαμόγελο της ηλικίας τους, χωρίς άλλες σκέψεις; Σε κάποια μπαλκόνια οι Χριστιανοπούλες ποτίζουν τα λουλούδια τους. Στο δάσος του Γαλατά, τα κορίτσια του Γυμνασίου που ετοιμάζονται για το νέο σχολικό έτος, βυθίζονται στην ομορφιά του φθινοπωρινού τοπίου της Παραμυθιάς, συζητούν χαμηλόφωνα και ίσως πλέκουν τα όνειρα της ηλικίας τους. Όλα τα παιδιά, κορίτσια, νέοι, φύση με τις άπειρες αυτής της εποχής ομορφιές της, νιώθω ότι ουσιαστικά εκφράζουν την τραγωδία του Χριστιανικού πληθυσμού της Παραμυθιάς και το πάθος της Εθνικής Ελευθερίας μας. Δεν είναι ώρα για θρήνους. Είμαστε ο λαός του φωτός. Θα παλαίψουμε, θα δώσουμε και τη ζωή μας, ώστε να θεμελιωθή μ’ αυτή την υπέρτατη θυσία μας ο τέλειος άνθρωπος.
Οκτώβριος 1941: Η ετήσια εμποροπανήγυρη «Λάμποβος» σημείωσε μεγάλη αποτυχία. Συνηθισμένη εικόνα της ήταν το μεθύσι στα καφενεία της Παραμυθιάς και οι χοροί των μουσουλμάνων των Επαρχιών Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, που σκόρπιζαν επιδεικτικά τα πλούτη τους, καρπόν αδικιών και ληστειών τους σε βάρος των Χριστιανών. Πως μπορούμε να λογικέψουμε αυτόν τον κόσμο; Πώς να του ξυπνήσουμε την ηθική και το χρέος της αλληλεγγύης μεταξύ μας, έστω και στην τραγική της έκφραση;
Τέλη Δεκεμβρίου 1941: Απόγνωση στο σπίτι μας, λόγω της μαύρης αγοράς των τροφίμων. Το οικογενειακό μας εισόδημα είναι: Ο ασήμαντος μισθός του αδελφού μου Βαγγελάκη, βαθμού Ακολούθου η πιο ασήμαντη σύνταξη του πατέρα μου, «στρατιωτική» λόγω του θανάτου ως στρατιώτη του αδελφού μου Μιχαλάκη και επίσης τα ενοίκια ενός σπιτιού και δύο καταστημάτων ιδιοκτησίας του πατέρα μου, τα οποία οι μισθωτές δεν καταβάλλουν, παρ’ ότι είναι ευτελέστατα λόγω του πληθωριστικού νομίσματος. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς ο πατέρας μας εμψυχώνει. Δίνει στον αδελφό μου Βαγγελάκη δύο (2) χρυσές λίρες Τουρκίας, λέγοντας: «Για ν’ αγοράσεις κρέας, λάδι, αλεύρι και όσπρια. Έτσι θα τα καταφέρης. Ο Βασιλάκης δεν είναι για τέτοιες δουλειές». Στην έκπληξή μας, διευκρινίζει: «Από παλιές καλές εποχές έχω ένα κομπόδεμα χρυσών λιρών και κοσμημάτων, επίσης χρυσών, όπως και δύο πεντόλιρα. Δεν θα πεινάσουμε!» Το μεσημέρι, διαδίδεται στην αγορά ότι στο χωριό Σπαθαράτι του Μαργαριτιού, ο κάτοικός του Βασίλης Μπαλούμης, ύστερα από συμπλοκή του με Μαργαριτιώτες μουσουλμάνους (ζωοκλέφτες) βγήκε αντάρτης στα βουνά της περιοχής του χωριού του. Επίσης, φέρεται θετική η είδηση ότι γύρω του μαζεύονται εμψυχωμένοι Χριστιανοί της περιοχής.
Πρωτοχρονιά 1942: Οι καμπάνες και σήμερα σημαίνουν πένθιμα, όπως συχνά τούτο συμβαίνει τους δύο τελευταίους μήνες. Ένας, ένας, φεύγουν οι γέροντες. Κάποτε και κανένα μικρό παιδί. Πρόχειρα φέρετρα μα κοινά σανίδια βαμμένα με μαύρο χρώμα και βιαστικούς ενταφιασμούς. Λόγω της ονομαστικής μου γιορτής μ’ επισκέπτεται πολύ πρωί στο σπίτι μου ο αδελφικός μου φίλος Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης. Κάποια στιγμή, με συγκρατημένη ανησυχία μου εμπιστεύεται ότι έγινε μέλος της Οργανώσεως Ε.Α.Μ. (= Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον). Μου γνωρίζει ότι η άνω οργάνωση λειτουργεί στην Παραμυθιά από την 15-11-1941 και μου ονοματίζει μερικά μέλη του, γνωστών ως κομμουνιστών. Σε σχετική συζήτηση μου αποκαλύπτει ότι την Άνοιξη του 1937 που είμαστε μαθητές της Ε’ τάξεως του Γυμνασίου μας, ο Λευκάδιος καθηγητής της Θεολογίας Ιωάννης Γαζής μύησε στο Κομμουνιστικό κόμμα από τους συμμαθητές μας τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη, ένα που κατάγονταν από το Καστρί – Ηγουμενίτσας, ένα άλλον από τον Άγιο Βλάσιο της Ηγουμενίτσας και δύο ακόμα από χωριά του Πωγωνίου.
12 Ιανουαρίου 1942: Στην Παραμυθιά, στο καφενείο του Σωτήρη Νείλη ή Τριανταφύλλου, ο από το Καρβουνάρι μεγαλοκτηματίας και Ταγματάρχης των Αλβανικών Ταγμάτων Θεσπρωτίας Τεφήκ Κεμάλ, εξύβρισε χωρίς αιτία και με αισχρές φράσεις τον χωροφύλακα Ηλία Νίκου που εκτελούσε καθήκοντα διοικητή, του Σταθμού Χωροφυλακής Καρβουναρίου, ακριβώς την ώρα που έμπαινε στο άνω καφενείο. Ο Ηλίας Νίκου, συγκρατήθηκε από Χριστιανούς θαμώνες και έτσι αποφεύχτηκαν σοβαρά γεγονότα. Φεύγοντας ο Ηλ. Νίκου, συνάντησε τον φίλο του Κων. Γεωργίου ή Κωστονικόλα και τον ενημέρωσε σχετικά. Απόγευμα της ίδιας μέρας. Στη θέση «Καρκαμίσι» Παραμυθιάς, οι δύο ανωτέρω συναντήθηκαν τυχαία με τον Τεφήκ Κεμάλ, έφιππο και τον φίλο του μεγαλοκτηματία και εμπειρικό γιατρό Μαργαριτιώτη Αχμέτ Κασίμ. Ο Τεφήκ Κεμάλ εξεστόμισε βαρύτερες από τις πρωινές βρισιές κατά του Ηλία Νίκου. Μια σφαίρα του περίστροφου του Κωτσονικόλα έριξε νεκρό τον Τεφήκ Κεμάλ, τρεις δε άλλες σφαίρες του έρριξαν επίσης νεκρό τον Αχμέτ Κασήμ. Μεγάλος θόρυβος στην πόλη. Αμπαρωθήκαμε από το δειλινό στα σπίτια μας, ενώ οι νεαροί μουσουλμάνοι, οπλισμένοι, απειλούν στην αγορά και γενικότερα σ’ όλο το κέντρο της πόλεως, τους Χριστιανούς κατοίκους.
14 Ιανουαρίου 1942: Οι Ηλίας Νίκου και Κωτσονικόλας -όπως πληροφορείται η χωροφυλακή – φυγοδικούν στο Σπαθαράτι, όπου με το Βασίλη Μπαλούμη συγκρότησαν την πρώτη Ανταρτική Ομάδα στην Θεσπρωτία. Οι συμπατριώτες μουσουλμάνοι κυκλοφορούν φανερά οπλισμένοι στην Παραμυθιά. Φόβος και τρόμος από τις δύο μέρες. Ο Θεός βοηθός!
17 Ιανουαριου 1942: Συμπτωματικά ανταμώνω τον γνωστό μου από τα Γυμνασιακά χρόνια (τον περνούσα μια τάξη), και μάλλον γείτονά μου, Ισούφ Μαλήκ Πρόνιον. Πρώτα με απέφευγε τώρα μου χαμογελάει. Μετά τον τυπικό χαιρετισμό μας, μου λέει, φανερά αστειευόμενος: «Άντε, είναι καιρός να εξισλαμιστήτε θεληματικά. Αλλιώς…» Τον διακόπτω οργισμένος και ενώ απομακρύνομαι, μου φωνάζει: «Καλά δεν παίρνεις ούτε από αστεία;» Ενημερώνεται, για το άνω γεγονός, η Επιτροπή Αγώνος Παραμυθιάς, η οποία μ’ εχεμύθεια μας πληροφορεί ότι «για να ξεπλύνουν το αίμα του Τεφήκ Κεμάλ» οι μουσουλμάνοι ετοιμάζουν την δολοφονία 70 Χριστιανών Παραμυθιωτών. Που έχουμε φτάσει! Πώς να σταθή η ζωή χωρίς ηθικούς Νόμους; Ο φανατισμός, η ηδονή του εύκολου (ληστείες, δολοφονίες κ.α.) πλουτισμού κλπ., ρίζωσαν το διάβολο στις ψυχές των μουσουλμάνων συμπατριωτών που κάτω από τον ίλιγγό του εγκλήματος έφτασαν στο χείλος του χάους. Τι ν’ αναζητήσουμε αυτοί κι εμείς; Εδώ υπάρχουν δακρυσμένες ψυχές και θανατερή απελπισία.
17 Φεβρουαρίου 1942: Ο Υπομοίραρχος Ιωάννης Γρίβας, διοικητής Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Παραμυθιάς, δίνει στον αδελφό μου γράμμα που έστειλε στην οικογένειά μας από τη Θεσσαλία, όπου υπηρετεί, ο γαμπρός μας Υπομοίραρχος Δημ. Βιλαέτης, στο οποίο εκφράζει την αγωνία της αδελφής μας Θεοδωρούλας (και τη δική του) για την τύχη μας. Το μεσημέρι φτάνει στην Παραμυθιά ο νέος Μητροπολίτης κ. Κύριλλος (Καραμπαλιώτης)
18 Φεβρουαρίου 1942: Σήμερα γίνεται η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη. Έχει διαδοθή απόπειρα δολοφονίας του από τους μουσουλμάνους. Εκατοντάδες χριστιανοί είμαστε στην τελετή της ενθρονίσεώς του.
19 Φεβρουαρίου 1942: Αργά το απόγευμα μας έρχεται η πληροφορία ότι στην Ηγουμενίτσα δολοφονήθηκε «πισώπλατα» από μουσουλμάνους του εκεί χώρου, ο Διευθυντής (Νομαρχών) της Νομαρχίας Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος. Που βαδίζουμε; Που φτάσαμε; Τι είμαστε τώρα;
Άνοιξη 1942: Από μήνες το Ελληνικό Δημόσιο έδινε (60) εξήντα οκάδες στάρι (για σπορά) σε κάθε δημόσιο υπάλληλο που θα δήλωνε υπεύθυνα ότι θα καλλιεργούσε είτε σε ιδιόκτητο χωράφι του, είτε συνεταιρικά με ιδιοκτήτη (και καλλιεργητή) χωραφιού. Έτσι ο αδελφός μου Βαγγελάκης συμφώνησε μ’ ένα αγρότη από συνοικισμό «Άγιος Νικόλαος» της Παραμυθιάς και του παρέδωσε τις 60 οκάδες στάρι που έλαβε από το Δημόσιο, για κοινή καλλιέργεια με συμφωνία που έγινε (ως προς τις δαπάνες κλπ.) μπροστά στον Αγρονόμο. Ο Επαρχιακός γεωπόνος προέβλεπε υπερπαραγωγή, η οποία και επαληθεύτηκε στην περίοδο του αλωνισμού. Ο καλλιεργητής γεωργός με πρόστυχους υπολογισμούς δαπανών του και δικαιωμάτων του παράδωκε στο Βαγγελάκη αντί 125 οκάδες που αναλογούσε στο μερίδιό του μόνο τριάντα (30) οκάδες. Μάλιστα, απείλησε τον αδελφό μου Βαγγελάκη, λέγοντας: «Πάρε αυτό που σου δίνω, αν θέλης να μη το χάσης και αυτό, εκτός αν σκέφτεσαι να φας το κεφάλι σου». Φανερή κλοπή και αθλιότητα.
Αρχές Μαΐου 1942: Από τον περασμένο μήνα μεταφέρθηκε προσωρινά η έδρα της Νομαρχίας Θεσπρωτίας από την Ηγουμενίτσα στην Παραμυθιά. Έγινε διάρρηξη στο Γυμνάσιο της Παραμυθιάς και λεηλατήθηκε η Βιβλιοθήκη του. Όταν είδα στα χέρια Δημοσίου Υπαλλήλου Παραμυθιάς, ένα βιβλίο, που έγραφε: «Αφιερώνεται στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου μας. Εν Παραμυθία τη 19-12-1933. Ο Πρόεδρος της Μαθητικής Κοινότητας Β’ τάξεως, Βασίλειος Ιωαν. Κραψίτης (και την υπογραφή μου), μου ήλθε το αίμα στο κεφάλι. Πάντα αυτόκυριαρχώ. Τώρα όμως, ήταν κάτι αξεπέραστο. Έτσι πρωτοστάτησα και διέδωσα με τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη και άλλους, αρκετά βιβλία. Μαλιστά, αναγκάσαμε και νεαρόν απόφοιτο του Γυμνασίου που είχε πάρει από τη διασκορπισμένη στο πάτωμα και στην αυλή βιβλιοθήκη, τρεις τόμους της Εγκυκλοπαιδείας ΠΥΡΣΟΥ, στο σπίτι του, να τους φέρει αμέσως.
Τέλη Μαΐου 1942: Νέα γεγονότα των μουσουλμάνων συμπατριωτών μας. Με καταγγελία τους η Καραμπινιερία κάνει έρευνα στο κατάστημα του παντοπώλη, θυμόσοφου Μάνθου Στατηρά. Στο πάνω από το κατάστημα διαμέρισμά του βρήκαν οι Ιταλοί (κρυμμένες στο υπνοδωμάτιο) αρκετές χρυσές λίρες Τουρκίας και Αγγλίας, καθώς και χρυσά κοσμήματα, φεύγουν, χωρίς να συντάξουν πρωτόκολλο κατασχέσεως. Τον απειλούν, ότι αν μιλήση θα έχη κακό τέλος. Παίρνουν μαζί τους το θησαυρό του, (φανερή κλοπή) και ο Μάνθος Στατηράς μόλις που εμπιστεύεται το πάθημά του σε δύο στενούς συγγενείς του.
Β’ 10ήμερο Ιουνίου 1942: Φεύγω για την Πύλη-Τρικκάλων, όπου ο γαμπρός μου Υπομοίραρχος Δημ. Βιλαέτης, υπηρετεί ως Διοικητής της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής. Τους πηγαίνω και ένα δοχείο λάδι. Σκοπός του ταξιδιού μου, κυριότερα είναι να μεταφέρω στον γαμπρό μας την παράκληση του πατέρα μου όπως ενεργήση και μετατεθή στην Ήπειρο, για λόγους ασφαλείας του, λόγω των καιρών. Και επίσης να εξαντλήσουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Α’ 10ήμερο Ιουλίου 1942: Πως πέρασε μέσα στην τόση αγάπη της αδελφής μου Θοδωρούλας και του γαμπρού μου, ένας περίπου μήνας! Φεύγοντας ένας κόμπος φράζει το λαιμό μου, ενώ κυλούν δάκρυά μου, όταν αποχωρίζομαι τα δύο ανήψια μου, που τόσο αγαπώ, τον Τάσο και την Ιωάννα.
Β’ 10ήμερο Ιουλίου 1942: Τι έκπληξη! Έρχεται από το σπίτι μου με στολή υπαξιωματικού της χωροφυλακής ο από την Τρίτη Δημοτικού μέχρι και της αποφοιτήσεως από το Γυμνάσιο συμμαθητής μου Σπύρος Τσαβαλιάς (ο πατέρας του είναι από το χωριό του Αγρινίου και η μητέρα του από το Φοινίκι των Φιλιατών). Γνώριζα, ότι είχε καταταγεί εθελοντής Δεκανεύς. Τώρα μου εξηγεί ότι λόγω της Κατοχής, μετέταξαν τους υπαξιωματικούς του στρατού στη Χωροφυλακή. Μαζί διαβάζαμε δέκα χρόνια, στα Γυμνασιακά μας δε χρόνια, περισσότερο κατοικούσε στο σπίτι μου παρά στην οικογένειά του. Η φιλία μας είναι αδελφική και υποδειγματική. Τον φιλοξενώ στο σπίτι μου, όπου αναγκαστικά -λόγω των γεγονότων των μουσουλμάνων και των Ιταλών- αποκλείστηκε είκοσι μέρες. Όταν φεύγει, νιώθω βαθιά θλίψη. Αλληλοευχόμαστε «Καλή τύχυ». Θα υπάρξη;
Αύγουστος 1942. Οργιάζουν οι Ιταλοί με τους μουσουλμάνους, ιδιαίτερα στα χωριά της Παραμυθιάς (κρατώ ιδιαίτερα –σε λυτά φύλλα- στοιχεία των τραγικών γεγονότων και έγγραφες μαρτυρίες). Στα τέλη του μηνός οι Ιταλοί εκτελούν στην Παραμυθιά τους από το χωριό Καρυώτι αδελφούς Χρήστο και Κώστα Κοκκίνη, τους οποίους εκθέτουν στο κέντρο της πόλεως σε κοινή θέα, ενώ έχουν κρεμάσει πινακίδα, όπου σε Ελληνική γλώσσα, τους παρουσιάζουν ως ληστές. Συγκέντρωσα αρκετά στοιχεία. Πρόκειται για πραγματικούς εθνομάρτυρες.
Σεπτέμβριος 1942: Με τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη διαβάζουμε -συνήθως στο σπίτι μου- επίμονα για τμηματικές εξετάσεις στη Νομική. Κάποτε τον παρότρυνα να ξαναγράψη το ιστορικό του μελέτημα: «Περί της Παραμυθιάς» που σε συνέχεια δημοσίευσε το 1939 στην εφημερίδα «Θεσπρωτικόν Βήμα» του Γάκη Σαλούκα. Άρχισαν να λειτουργούν αρκετά Δημοτικά Σχολεία. Συνδεόμαστε με το δάσκαλο του χωριού Ξηρόλοφος Παραμυθιάς Κώστα Ν. Νικολαΐδη. Πρόκειται για άνθρωπο υψηλού ήθους και πνευματικότητος. Ο Σιών Εζρά Μπακόλας, επείγεται, λόγω των σπουδών του στην Ιατρική Σχολή ν’ αναχωρήση για την Αθήνα. Έχει γνώση για όσα συμβαίνουν εκεί με τους Ισραηλίτες και επιδιώκει να εφοδιαστή με δύο ταυτότητες της Αστυνομίας, τη μία που να τον παρουσιάζει ως χριστιανό και την άλλη ως μουσουλμάνο, ώστε να δικαιολογή -σε περίπτωση- τυχόν συλλήψεώς του την περιτομή. Παρ’ ότι δεν έχω προσωπική δύναμη, αναπτύσσω πρωτοβουλία, ώστε να βοηθηθή. Καταφεύγω στον αρμόδιο αξιωματικό της Χωροφυλακής που άλλοτε ήταν υφιστάμενος του γαμπρού μου. Το θέμα είναι δύσκολο. Του υποβάλλω με δέος την παράκλησή μου. Έτσι ο Σιών εφοδιάζεται με δύο ταυτότητες: α) Ως Ιωάννης Ταμπακόπουλος, και β) Ως Ισούφ Πρόνιος, γιατί ήταν ο μόνος μουσουλμάνος Παραμυθιάς απόφοιτος του Γυμνασίου. Στερούμαστε του Μητροπολίτη μας, ενώ άλλοτε σε εθνικές περιόδους, όλοι οι Μητροπολίτες της Παραμυθιάς αναδείχτηκαν Εθνάρχες. Ο νέος Μητροπολίτης Κύριλλος έμεινε στην Παραμυθιά μόλις μια εβδομάδα και αμέσως ύστερα (στα τέλη Φεβρουαρίου ε.ε.) έφυγε «για υπηρεσιακούς λόγους» στην Αθήνα. Συνειδητοποιούμε ότι δεν πρόκειται να γυρίση στην έδρα του. Αλίμονο!
Οκτώβριος 1942: Κι εφέτος η ζωοπανήγυρη «Λάμποβος» μοναδική εκδήλωση έχει την επίδειξη του εύκολου πλουτισμού -από ληστείες, δολοφονίες κ.λπ. των μουσουλμάνων των Επαρχιών Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, που οπλοφορούν φανερά, χορεύουν στα καφενεία, μεθούν, απειλούν κ.α. Κυριότερο «στέκι» οι Μαργαριτιώτες μουσουλμάνοι έχουν το καφενείο του Σωτήρη Νείλη ή Τριανταφύλλου. Κάποτε στις συντροφιές τους βρίσκεται και Μαργαριτιώτης δάσκαλος Περικλής Κακούρης, ο οποίος υπηρετεί με απόσπαση στο Δημοτικό Σχολείο της Παραμυθιάς. Είναι φανερό ότι τον αποφεύγουν ευγενικά μερικοί συνάδελφοί του, καθώς και κάποιοι Παραμυθιώτες που ήταν συμμαθητές του στο οικοτροφείο της πόλεως. Προσωπικά τον τιμώ ως ποιητή, δεν είδα τίποτε από όσα διαδίδονται, εκτός από 2-3 φορές να πίνη καφέ με μωαμεθανούς Μαργαριτιώτες στο πιο πάνω καφενείο. Έτσι μου είναι πολύ δύσκολο να σκεφτώ κάτι άσχημο γι’ αυτόν.
24 Οκτωβρίου 1942: Μουσουλμάνοι άνανδροι και υπάνθρωποι δολοφόνησαν -όπως μαθαίνεται στην πόλη μας- με μεσαιωνικά μέσα στη Μαζαρακιά τον από το Καρτέρι Μαργαριτιού ιερέα Ανδρέα Γ. Βασιλείου ή Παπανδρέου.
Α’ 10ήμερο Δεκεμβρίου 1942: Την 6-12-1942 περίπου 1500 Ιταλοί (στρατιώτες και Καραμπινιέροι) και μουσουλμάνοι υπό τον Γιασίν Σαντήκ, επιτέθηκαν κατά του χωριού Σπαθαράτι Μαργαριτιού. Με γενναιότητα τους αντιμετώπισε η ολιγάριθμη αντάρτικη ομάδα του Βασίλη Μπαλούμη και έτσι διέφυγε όλος ο πληθυσμός του χωριού, στο οποίο έμειναν ο Β. Τσούπης, Πρόεδρος της Κοινότητος και ο Σπύρος Νούτσης, Ιερεύς. Οι επιδρομείς άρπαξαν 2.500 πρόβατα, λεηλάτησαν τα πάντα και τελικά πυρολύθηκε το χωριό. Επιστρέφοντας με κλεμμένα (700) εφτακόσια περίπου πρόβατα των Χριστιανών, ο Γιασίν Σαντήκ και λίγοι άνδρες τους, έπεσαν κοντά στο χωριό Μορφάτι σε ενέδρα του Βασίλη Μπαλούμη και δυό παλληκαριών του, από τις σφαίρες δε του Βασίλη Μπαλούμη έπεσε νεκρός ο Γιασίν Σαντήκ. Για να εκδικηθούν το θάνατό του, οι μωαμεθανοί του Μαργαριτιού έσυραν τους ανωτέρω Β. Τσούπη και Σπ. Νούτση, από το Σπαθαράτι στο Μαργαρίτι, όπου -όπως μαθαίνουμε- τους εκτέλεσαν με τρόπο που δεν περιγράφεται. Ακόμα, μέσα στο Μαργαρίτι, δολοφόνησαν και Θεσπρωτούς Έλληνες Χριστιανούς από άλλες περιφέρειες. Την 8-12-1942, ο διερμηνέας της Καραμπινιερίας Ανδρέας Πουλής, όπως μου είπε ο γιατρός Λευτέρης Βαλασκάκης, ειδοποίησε τον γιατρό Τάσον Αναγνωστόπουλο, ότι οι Ιταλοί θα ‘ καναν πολύ σύντομα συλλήψεις των Ελλήνων Εφέδρων Αξιωματικών.
Την 10-12-1942, βαθιά τα χαράματα συνελήφθησαν στην Παραμυθιά οι έφεδροι Αξιωματικοί: Τάσος Αναγνωστόπουλος από το Βλαχώρι της Παραμυθιάς, γιατρός και ο Αγησίλαος Παρτσάλης, από το Ζαγόρι, Θεολόγος, Καθηγητής τους Γυμνασίου μας.
11-12-1942 μέχρι 31-12-1942: Στην Παραμυθιά εδρεύει η Οργανωτική Επιτροπή του Ε.Δ.Ε.Σ. (Αρχηγός ο Ναπ. Ζέρβας, αξιωματικός). Πολλοί αποσκιρτούν από το Ε.Α.Μ. και εντάσσονται στον ΕΔΕΣ, και πρώτοι ο Υπομοίραρχος Ιω. Γρίβας και ο Ανθυπασπιστής Χωρ/κής Γεώργ. Γραικός. Παραμονή Χριστουγέννων. Έρχεται με προφυλάξεις στο σπίτι μου ο Κων/νος Ιω. Μητσιώνης. Είχε μπλεχτεί με τον απεσταλμένο του ΕΑΜ στην Παραμυθιά Δημ. Μαρκόπουλο από την Καταμάχη, ο οποίος έδινε σε μερικούς εμπόρους της πόλεως επιστολές του ΕΑΜ για οικονομική ενίσχυση. Τούτον κατέδωσε στην Καραμπινιερία ο πράκτοράς της Αβδουλά Μουχεδίν και έτσι συνελήφθησαν από τους Ιταλούς, οι Παραμυθιώτες: α) Χριστιανοί: Ιωάννης Αναστ. Μητσιώνης, Μάνθος Στατηράς και Αθαν. Ράπτης και β) οι Εβραίοι: Ηλίας Κοέν και Νισήμ Μπακόλας. Όλοι τους κακοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Αγρίνιο, όπου αρκετούς μήνες κλείστηκαν στις φυλακές του. Από το Ιταλικό Στρατιοδικείο αθωώθηκαν όλοι, εκτός από τον Δημ. Μαρκόπουλο που καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Η συζήτησή μας είναι για τον φόνο την 30-12-1942 του Σωτήρη Κουτούπη, διερμηνέα της Φινάντασας από τον γενναίο Κώτσο Νικόλα, που προασπίζουν σ’ εκείνη την πράξη του από τα παλληκάρια του, γενναίους αδελφούς Χρήστο και Σπύρο Τσίτσο, με εντολή της Επιτροπής Αγώνος Παραμυθιάς. Κλείνω και το Ημερολόγιό μου αυτής της χρονιάς, τόσο δραματικής πηγής εκφραστικής του τραγικού στοιχείου της ζωής μας, ενός πληθυσμού με άγρυπνη Ελληνική και ανθρώπινη συνείδηση.
Ιανουάριος 1943: Πείνα και σφαγές. Όργια των Ιταλομουσουλμάνων. Απουσιάζει και η όποια «θετική» ενημέρωσή μας για την εξέλιξη των γεγονότων του Έθνους μας και τα ευρύτερα γεγονότα της Ευρώπης. Ο Λευτέρης Βαλασκάκης, γιατρός, μου λέει, ότι συμφώνησε με τον αδελφό του τον Τέλη, οδοντίατρο, να βάλουν σε χρήση το ραδιόφωνό τους που είχαν κρύψει και δεν το παρέδωσαν στην Καραμπινιερία. Τρομάζω στην ιδέα και μόνο. Έρχονται σε επικοινωνία με τον Αβδή Κολσουζιάν, γιο του ιδιοκτήτη της Ηλεκτρικής Εταιρείας Παραμυθιάς. Κατόπιν αποφάσεως του Ιταλικού Φρουραρχείου η παροχή η παροχή στα σπίτια και στα καταστήματα της πόλεως ηλεκτρικού ρεύματος διακόπτεται από την ώρα οχτώ (8) το βράδυ, από τότε δε μέχρι και τις πρωινές ώρες χρησιμοποιούμε λάμπες πετρελαίου. Μοναδική εξαίρεση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, εκτός των χώρων εγκαταστάσεων και υπηρεσιών των Ιταλών είναι το τηλεγραφείο και το Καπνεργοστάσιο της Παραμυθιάς, τα οποία φωτίζονται στη διάρκεια όλης της νύχτας. Ακριβώς έξω από τα παράθυρα των Γραφείων των Ιατρών αδελφών Βαλασκάκη (όπου είναι και η κατοικία τους) περνούσαν τα ηλεκτρικά καλώδια φωτισμού του Καπνεργοστασίου. Ο Αβδής Κολσουζιάν, ηλεκτρολόγος, παρέδωκε στους ανωτέρω ειδικά από τον ίδιο διαμορφωθέντα ηλεκτρ. καλώδια, ώστε να συνδέονται με το ραδιόφωνό και να αγκιστρώνονται στα καλώδια της γραμμής φωτισμού του Καπνεργοστασίου. Έτσι οι τρεις μας ακούγαμε δυό ή τρεις φορές την εβδομάδα το Δελτίον Ειδήσεων (ώρα 9 το βράδυ) του Λονδίνου, με το τέλος δε της εκπομπής του, ο Λευτέρης ή ο Τέλης Βαλασκάκης, απελευθέρωναν από την ηλεκτρική γραμμή έξω του παραθυριού τους, το καλώδιο, το οποίο μαζί με το ραδιόφωνο έκρυβαν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Είχαμε τώρα κάποια ενημέρωση, μιαν αυξημένη ελπίδα.
Φεβρουάριος 1942: Από του τέλους του ΙΘ’ αιώνα είναι εγκατεστημένες στην Παραμυθιά Εβραϊκές Οικογένειες. Σήμερα είναι μόνιμοι κάτοικοί της οι εξής: α) Εζρά Μπακόλα, τώρα με την Μπαλκούλα, τρίτη σύζυγό του, β) Νισήμ Μπακόλας του Εζρά, η σύζυγός του και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, γ) Λέων Μπακόλας του Εζρά, άγαμος, με δικό του, ξεχωριστό κατάστημα, δ) Σιών Μπακόλας του Εζρά, φοιτητής της Ιατρικής στην Αθήνα, όπου περιοδικά εργάζεται και με μεγάλο Εβραϊκό κατάστημα χονδρικής πωλήσεως υφασμάτων, ε) Ηλίας Κοέν, με τη σύζυγό του Σαρίνα, και τον τελευταίο (και ανήλικο) γιό τους Σιέμο, ε) Γιουσέφ Κοέν του Ηλία, με τη σύζυγό του Άννα και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, και ζ) Χαΐμ Χατζόπουλος, με τη μητέρα του Χανούλα, τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα τέκνα τους. Όλοι τους είναι οι καλύτεροι έμποροι υφασμάτων της πόλεως. Πρόσθετα ο Νισήμ Μπακόλας ασχολείται σε έκταση με το χονδρεμπόριο ξηρών καρπών, οι δε Ηλίας και Γιουσέφ Κοέν, πρόσθετα έχουν το Πρακτορείο του Αθηναϊκού τύπου και ένα μικρό Βιβλιοπωλείο.Συνειδητοποιούν τους κινδύνους με τους διάφορους εκβιασμούς που τους γίνονται από τους μωαμεθανούς κλπ. και κατορθώνουν σιγά σιγά να μεταφέρουν με φορτηγά αυτοκίνητα στα Ιωάννινα, όλα τα εμπορεύματά τους. Τελικά, αυτές τις μέρες, έφυγαν (τμηματικά) όλοι τους για τα Ιωάννινα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Σήμερα 16-2-1943 μου γίνεται υπεύθυνη πρόταση εγγραφής μου στο Ε.Δ.Ε.Σ. Οι τέτοιες θέσεις είναι αντίθετες στην ψυχοσύνθεσή μου, γι’ αυτό και αρνούμαι. Πιστεύω ότι πολλοί οι δρόμοι για αντίσταση κατά των Ιταλών και των συμπατριωτών μωαμεθανών. Φτάνει μόνο να ‘σαι καμωμένος αδούλωτος.
21 Φεβρουαρίου 1943: Ο αδελφός μου Βαγγελάκης, αργεί να έλθη το μεσημέρι στο σπίτι. Όταν, πολύ αργότερα έφτασε αναστατωμένος, μας είπε ότι τον κάλεσε στο Γραφείο του, το μεσημέρι (την ώρα που έφευγε από δικό του Γραφείο) ο Διοικ. Υποδιοικ. Χωροφυλακής και τον ενημέρωσε σχετικά με το γαμπρό μας Δημ. Βιλαέτη, υπομοίραρχο που υπηρετούσε Διοικητής της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής των Τρικκάλων ήτοι, ότι: «ο Δ. Βιλαέτης επήρε την από (50) πενήντα άνδρες (χωροφύλακες και υπαξιωματικούς) δύναμή του και σχημάτισε δική αντάρτικη ομάδα, η οποία με τις κατά των Ιταλικών δυνάμεων Κατοχής πράξεις της αναφτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων των περιφερειών Τρικκάλων και Καρδίτσας.
Άξιος ηγέτης, κατόρθωσε με την ανδρεία του να μεταδώση τον εθνικό ενθουσιασμό στους γενναίους επίσης άνδρες του. Από τις πρώτες ενέργειές τους υπήρξαν ο εφοδιασμός με τρόφιμα και πυρομαχικά του Αντάρτικου Σώματος «ΣΑΟ-ΕΣΑΠ» του Ταγματάρχη Γ. Κωστόπουλου (απότακτου του 1935) που είχε την έδρα του στο Μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνα. Τελικά εντάχτηκε με την ομάδα του στη δύναμη του Γ. Κωστόπουλου και σημείωσε το πρώτο και μεγάλης αξίας κατόρθωμά του. Συγκεκριμένα ο γαμπρός σου μ’ όλη τη δύναμή του και με ένα μικρό τμήμα της δυνάμεως Γ. Κωστόπουλου κυρίεψε την Ιταλοκρατούμενη Καλαμπάκα. Αμέσως έκοψε την τηλεφωνική επικοινωνία της εκεί Ιταλικής φρουράς με τη Διοίκησή της των Τρικκάλων, κατέβασε την Ιταλική Σημαία και στο κοντάρι της ύψωσε την Ελληνική. Μέχρι το απόγευμα της ημέρας εκείνης συγκέντρωσε όλα τα πολεμοφόδια της Ιταλικής Φρουράς, τα οποία και με άνδρες της ομάδας προώθησε στη μονή Βησσαρίωνος, έδρα όπως ανωτέρω.
Κατόπιν διαταγής του αφοπλίστηκαν όλοι οι Ιταλοί στρατιώτες και αξιωματικοί, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι τη στιγμή που εγκατέλειπαν την Καλαμπάκα. Το κατόρθωμά του αυτό τον ανάδειξε ήρωα σε όλη την περιοχή. Όμως γεγονός είναι, ότι εξοργίστηκαν γι’ αυτό τα τμήματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ των Τρικκάλων και της Καρδίτσας. Οι τελευταίες πληροφορίες που έχω για το γαμπρό σας, συνάδελφο και φίλο μου Μήτσο Βιλαέτη, είναι ότι, με μεθοδικότητα περιθάλπει και φυγαδεύει συμμάχους στρατιώτες στις Αντιστασιακές Ομάδες του Ζέρβα και του Κωστόπουλου, ενώ παράλληλα ίδρυσε στην ύπαιθρο των Νομών Καρδίτσας και Τρικκάλων Επιτροπές Εθνικού Αγώνος και Οργανώσεις Ομάδων Αντιστάσεως του Σώματος «ΣΑΟ-ΕΣΑΠ» Γ. Κωστόπουλου. Οι εκδηλώσεις του είναι λιονταριού και αρχαίου ήρωα, γι’ αυτό και φοβάμαι πολύ για όλη εξέλιξη της προσφοράς του στο Έθνος, του οποίου είναι υπεράξιος».
Μάρτιος 1943: Σήμερα 14η Μαρτίου 1943 και ώρα 4η απογευματινή με το αδελφό μου Βαγγέλη, επισκεφτόμαστε στο σπίτι του τον Διοικητή της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής, κατόπιν προσκλήσεώς του προς τον αδελφό μου. Μας κυριαρχεί η αγωνία. Ίδια ανησυχούσαν και οι γονείς μας. Ο κ. Διοικητής με φανερή ταραχή μας διηγείται: «Είμαι υποχρεωμένος να σας ενημερώσω για τον ήρωα γαμπρό σας Δημ. Βιλαέτη. Στην Οργάνωση ΣΑΟ-ΕΣΑΠ του Γ. Κωστόπουλου αυτόεντάχθηκε ως υπαρχηγός, ο από τα Τρίκκαλα, γνωστός Στέφανος Σαράφης. Με προδοσία του αφοπλίστηκε η ομάδα του Γ. Κωστόπουλου στο χωριό Βουνέσιο της Καρδίτσας. Με δολιότητα συνελήφθηκε ο γαμπρός σας με την ομάδα του την άλλη μέρα (3-3-1943), ύστερα δε από φριχτά βασανιστήρια που του έκαναν οι εαμίτες της ΟΠΛΑ, εκτελέστηκε κατά τρόπον απάνθρωπο. Για την Ελληνική πατρίδα πάντα θα ζη ως ήρωας και υπεράξιος αξιωματικός. Σας συλλυπούμαι παιδιά μου». Θεέ μου, Θεέ μου! Κράζουμε ο Βαγγελάκης κι εγώ και εξασθενημένοι θρηνούμε τον άτυχο γαμπρό μας.
15-3-1943: Ενημερώνουμε τους γονείς μας. Κλαίμε το Μήτσο, την αδελφή μας Θοδωρούλα, τα δύο μικρά τους παιδιά. Είμαστε μια τραγική οικογένεια. Μέσα σε πέντε χρόνια (1938-1943) μας έπληξε τρεις φορές, άδικα και τραγικά ο θάνατος. Που ν’ αναζητήσουμε την αδελφή μας και τα παιδιά της; Πως με οποιεσδήποτε θυσίες και αυτής της ζωής μας να τους δώσουμε τη βοήθεια από τους κινδύνους των ορεινών περιοχών που πιθανόν να βρίσκονται και να κινδυνεύουν;
30-3-1943: Ο αδελφός μου Βαγγελάκης κι εγώ, χάσαμε κάθε έννοια ζωής. Είναι κι αυτός ο τόπους που ζούμε τραγικός. Την 23 και 24 Μαρτίου 1943 οι Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού Μαντζάρι, αμυνόμενοι κατανίκησαν τις Ιταλομουσουλμανικές στρατιωτικές δυνάμεις που με σύγχρονα μέσα τους επετέθηκαν.
Απρίλιος 1943: Έχουμε την πληροφορία ότι ο Μητροπολίτης μας Κύριλλος, που αφ’ ότου τοποθετήθηκε εδώ διαμένει στην Αθήνα, μετατέθηκε στη Ζίχνη. Μητροπολίτης (νέος) της Παραμυθιάς εκλέχτηκε την 15-4-1943, ο Δωρόθεος (Νάσκαρης) από τα Λέλοβα της Πρέβεζας.
Άγιο Πάσχα 1943: Πώς να καλλιεργήσουμε την ελπίδα για μιαν ανάσταση της Ελληνικής Πατρίδας; Όλα στο σπίτι μου είναι μαύρα ο πατέρας μου αποφεύγει να κυκλοφορήση έστω και στην γειτονιά μας. Κλείστηκε απόλυτα στον εαυτό του τρία περίπου χρόνια τώρα.
Καταβάλλονται προσπάθειες εντάξεώς μου σε μια από τις δύο Ανταρτικές Οργανώσεις του χώρου μας. Η εκτέλεση του γαμπρού μου δίνει τις προϋποθέσεις για ορθή κρίση των σκοπών του Ε.Α.Μ. Οι σκοποί και τα ιδανικά του ΕΔΕΣ μόλις τώρα αναπτύσσονται στον τόπο μας. Προσωπικά πιστεύω στις ψυχικές δυνάμεις των απλών ανθρώπων, που βρίσκονται στο υποσυνείδητο της φυλής μας και όταν ξυπνάνε γιγαντώνουν το λαό. Για να πραγματοποιηθή όμως αυτό το θαύμα χρειάζονται τίμιες και πεντακάθαρες προθέσεις των Οργανώσεων, ηθικοί και γνήσιοι ιδεαλιστές Αρχηγοί, επίσης δε γενναιότητα και ειλικρίνεια των υπευθύνων. Έτσι μόνο μπορούν να εμπνέουν και μόνο έτσι ο λαός θα μπορή να οδηγηθή, ώστε να πάρη τα σωστά μέτρα για ένα ιερόν αγώνα εναντίον κάθε δυνάστη.
Στη Παραμυθιά, σ’ όλη τη Θεσπρωτία μας απασχολούν οι συμπατριώτες μουσουλμάνοι ως επαίσχυντα όργανα των Ιταλικών δυνάμεων Κατοχής. Εμείς οι νέοι στην ηλικία επιθυμούμε ειλικρινά να βοηθήσουμε, ώστε οι συνομήλικες μουσουλμάνοι να κρατηθούν στο χείλος των κτηνωδών πράξεων των γονέων τους, για να σταματήση το κακό και οι ίδιοι ν’ αποφύγουν την αυτοκαταστροφή. Σε ποιόν όμως να δώσουμε εμπιστοσύνη και να μιλήσουμε; Συνειδητοποιώ ότι τους νέους του Χριστιανικού πληθυσμού, ιδιαίτερα τους μορφωμένους, μας βαρύνει μια ιερή ευθύνη. Πιστεύω, ότι ο καθένας μας πρέπει μέσα στα προσωπικά του μέτρα να συμβάλλη για να παρουσιαστή μετά το τέλος αυτού του πολέμου ένας Νέος Ελληνισμός, πρωτοπόρος στην έρευνα και στην εκτίμηση των αιώνιων ζητημάτων της ανθρωπότητας. Υπάρχουν όμως δρόμοι για να φτάσουμε στο φωτεινό αυτό στάδιο; Πως οι Έλληνες θ’ απαλλαγούμε από την αλληλοσφαγή; Οι ανθρωπιστικές αυτές σκέψεις μου με κρατάνε μερόνυχτα άυπνο. Πλημμυρίζω από ιδανικά στα οποία μένω αμετακίνητος και ασυμβίβαστος! Δεν είμαι ο άνθρωπος του όπλου, αλλά του πνεύματος και της καρδιάς. Μέσα μου πολλές φωνές συνθέτουν το εμβατήριο των Ελληνικών ψυχών για πράξεις των κλασσικών μας χρόνων. Έτσι συνθέτω το κατωτέρω ποίημα, ως Επινίκιο των Νεοελλήνων το οποίο αφιερώνω στην ιερή μνήμη του εθνομάρτυρα γαμπρού μου Δημ. Βιλαέτη:
Από τα παλιά τα χρόνια -τι κατάρα, τι ντροπή- η γλυκόθωρη Διχόνοια τους Ρωμιούς δολοφονεί.
Αίματα, κραυγές και θρήνοι ηρώων, δίκαιων, σοφών άσπροι της ομόνοιας κρίνοι ας γίνουν των ευαγγελισμών τη φωνή, να υψώσουν στ’ άστρα -Έλληνες, αγαπηθήτε- για να πέσουνε τα κάστρα και ποτέ να μην πονείτε.
Φως και λούλουδα η μοίρα και τα’ Αλέξανδρου η κλαγγή κάνουν την καρδιά πορφυρά Που στην Δόξα οδηγεί.
Χυν’ η Ειρήνη, μύρια δώρα που ανθίζουν την καρδιά.
Της Διχόνοιας σβήν’ η μπόρα, -Εμπρός παιδιά! Εμπρός παιδιά, απ’ το σάλπισμα των πόνων στην νυχτιά την τραγική με το φως των Παρθενώνων όλα φως, χαρά, ζωή.
Στη γραφομηχανή του Ειρηνοδικείου, όπου εργάζεται ο αδελφός μου Βαγγελάκης δακτυλογραφώ αρκετά αντίγραφα του ποιήματός μου αυτού, χωρίς την αφιέρωσή μου, που με τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη, τα σκορπίζουμε την ίδια νύχτα σε κοντινούς στα κτίρια των Ιταλικών Αρχών Κατοχής (των Υπηρεσιών τους) χώρους σε σπίτια μουσουλμάνων και μερικών οπαδών ΕΔΕΣ και ΕΑΜ. Την άλλη μέρα δημιουργείται κάποιος θόρυβος, χωρίς συνέπειες. Μόνον οι μουσουλμάνοι διερμηνείς και συνεργάτες των Ιταλών φαίνονται κάπως μουδιασμένοι.
Μάιος 1943: Με προκηρύξεις της Κυβέρνησης Ιωαν. Ράλλη, που ρίχνουν από αεροπλάνα Ιταλοί και Γερμανοί, καλούνται οι Ανταρτικές Οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα μέχρι την 20-5-1943. Παράλληλα οι Άγγλοι με προκηρύξεις τους με τίτλο: «ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΗΡΩΙΚΑΣ ΕΘΝΙΚΑΣ ΟΜΑΔΑΣ», τις ενθαρρύνουν για τη συνέχιση του αγώνα τους. Ο Οικουμενικός Έφορος Παραμυθιάς Γεώργιος Σουλιώτης αντέδρασε επίμονα και με κίνδυνο της ζωής του στην από τους Μουσουλμάνους ανακατάληψη αγροτικών παλαιών περιουσιών τους που είχαν νόμιμα πουλήσει σε χριστιανούς ή είχαν απαλλοτριωθή όπως και των Χριστιανών μεγαλοκτηματιών – από το Ελληνικό Κράτος. Παράλληλα υποβοήθησε με υπηρεσιακή κάλυψη την έξοδο στις ανταρτικές ομάδες των υφισταμένων του Κ. Μαυροσκότη και Κ. Ι. Αναγνωστόπουλου. Το σπίτι όπου διαμένει στη γειτονιά μου, είναι ένα από τα καταφύγια σε δύσκολες ώρες εμένα και του γιατρού Λευτέρη Βαλασκάκη.
21-5-1943: Πριν ακόμα χαράξη, οι Ιταλικές δυνάμεις ενεργούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτικών δυνάμεών μας από δύο τομείς: α) Τάγμα 250 Ιταλών και 150 Μουσουλμάνων, από τη θέση «Σκάλα της Παραμυθιάς» επιτίθεται εναντίον των ανταρτών μας της περιφέρειας του χωριού Ποπόβου. Και β) Φάλαγγα από 90 Μουσουλμάνους και 25 Ιταλούς με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Βερντινουά του βουνού Κουρίλας «Άγιος Αρσένης», κυρίευσε την αφύλαχτη θέση «Σταυρός» και το Σέλλωμα-Ποπόβου. Είναι φανερή η προσπάθειά τους εγκλωβισμού των ανταρτών μας από δύο αντίθετες θέσεις. Οι Ιταλομουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν, σκοτώθηκαν δέκα (10) Ιταλοί στρατιώτες και οχτώ (8) μουσουλμάνοι, πιάστηκαν δε αιχμάλωτοι εφτά (7) Ιταλοί στρατιώτες. Φόβος και τρόμος σ’ όλο το χριστιανικό πληθυσμό της Παραμυθιάς. Κρατώ ιδιαίτερα σημειώσεις και πληροφορίες.
Τέλη Μαΐου 1943: Ο δικηγόρος και φίλος Βίλης Βαλασκάκης, είκοσι ακριβώς νύχτες κοιμάται στο σπίτι μου για ν’ αποφύγη την τυχόν άμεση σύλληψή του παραμένοντας στο σπίτι του. Πολλές νύχτες συζητάμε ως αργά μετά τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου τον περιποιείται σαν παιδί της. Τώρα, με χίλια βάσανα κατόρθωσε να πάρη άδεια ταξιδιού του για την Αθήνα, από όπου δεν πρόκειται να γυρίση αν δεν ελευθερωθή η πατρίδα μας.
Ιούνιος 1943: Α’ 20ήμερο: Φεύγω από την Παραμυθιά για αναζήτηση στην ορεινή Άρτα της αδελφής μου Θοδωρούλας Βιλαέτη και των παιδιών της. Ταξιδεύω με «γκαζοζέν» αυτοκίνητο πέντε μέρες, ως που μέσω των Ιωαννίνων να φθάσω στην Άρτα. Άδικος ο κόπος. Ο εκεί Διοικητής Χωρ/κής, μου γνωρίζει ότι οι αντάρτες ανατίναξαν τα γιοφύρια και συνεπώς η συνέχιση του ταξιδιού μου είναι αδύνατη. Γυρίζω με το ίδιο μέσο στα Ιωάννινα και καταφεύγω στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Ο γνωστός μας διευθυντής του Ευθύμιος Λύτσικας μ’ ενημερώνει ότι από δύο (2) μέρες νωρίτερα μένει εκεί ο αδελφός μου Βαγγελάκης που μετατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων.
Τον συναντώ αμέσως. Μου γνωρίζει ότι νοίκιασε ένα δωμάτιο στην οδό Πουλίου Δράκου, αριθ. 10, της κυρά Μυγδάλως, όπου μένει και ο Φώντας Ρίγγας, υπάλληλος Α.Τ.Ε. και άλλοι Παραμυθιώτες. Στη συνέχεια μου δίνει ένα έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών για μένα (που το πήρε την παραμονή της αναχωρήσεώς του από την Παραμυθιά) με το οποίο μου ανακοινώνονται ο διορισμός μου ως εφοριακού υπαλλήλου (την πρώτη σχετική μου αίτηση την έκανα την Άνοιξη του 1942, τη δεύτερη το φθινόπωρο του 1942 και δύο υπομνησιακές νεώτερες μέσα στο 1943) και μου γνωρίζονταν η άμεση υποβολή μερικών πιστοποιητικών, όπως υγείας κλπ. Μέσα σε δύο μέρες ετοίμασα όλα τα πιστοποιητικά στα Ιωάννινα, τη δε τρίτη μέρα, αφού αρμόδια (μέσω της Γεν. Δ/νσεως Ηπείρου) τα υπέβαλα στο Υπουργείο Οικονομικών, επιστρέφω στην Παραμυθιά.
Β’ 10ήμερο Ιουνίου 1943: Είναι πρωϊνό, ώρα (10) δέκα περίπου. Παρακολουθώ το φίλο μου γιατρό Λευτέρη Βαλασκάκη που παίζει τάβλι. Ένα βαρύ χέρι πέφτει στον αριστερό μου ώμο ενώ μια άγρια φωνή, λέει: «Αυτός είναι». Το χέρι και η φωνή ήταν του γνωστού οργάνου της Καραμπινιερίας Λευτέρη Τσιάμη, από το χωριό Ελευθεροχώρι της Παραμυθιάς. Ταυτόχρονα ένα άλλο χέρι (του Ιταλού μπριγκαντιέρη = ενωματάρχη) έπεσε βαρύ στο δεξιό μου ώμο, ενώ η φωνή του είναι επιτακτική, όπως τους ακολουθήσω. Μέσω της αγοράς μεταφέρομαι με τη συνοδεία τους στη «Φινάντσα» που στεγάζονταν στο σπίτι του Τσίλη Μάρε. Με κλείνουν στο σκοτεινό υπόγειο του Οικήματος, όπου χάνω τη συναίσθηση του χρόνου. Κάποτε με μεταφέρουν στο Γραφείο του Μοιράρχου (Τενέντε) Μπουσκάγια, ο οποίος με ανακρίνει με διερμηνέα το συμπατριώτη μουσουλμάνο Φετχή Αλιούς Καπόνη. Η κατηγορία μου είναι: α) Για έντονη Ελληνική δράση, β) Για συντάκτη του επαναστατικού -όπως ο Μπουσκάγιας το χαρακτηρίζει- ποιήματος με τίτλο «Η Διχόνοια» και γ)κυριότερα ως πράκτορα της Αγγλικής Κατασκοπείας. Την τελευταία αυτή κατηγορία (και κολάσιμη με την ποινή του θανάτου) τη στηρίζει στο ότι γνώριζα την από τους συμμάχους κατάληψη του Τομπρούκ, μάλιστα την ίδια μέρα της πτώσεώς του.
Αρνήθηκα όλες τις κατηγορίες, στη γροθιά δε που ο Μπουσκάγιας μου έδωσε στο πηγούνι για να μαρτυρήσω τα γεγονότα και τους συνένοχούς μου στο δίκτυο κατασκοπείας μας υπέρ των Άγγλων, του απάντησε η περιφρόνησή μου ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσα. Η επιμονή του όμως για την ανωτέρω κατηγορία με έκανε να εντοπίσω τον κατήγορό μου. Και συγκεκριμένα ως εξής: Την ημέρα της συλλήψεώς μου, ήτοι ημέρα Τρίτη και ώρα 7η το πρωί, διάβαζα όπως πάντα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Συχνά, την ίδια περίπου ώρα κατέβαινε το δρόμο του Διοικητηρίου (και υποχρεωτικά από το δρόμο του σπιτιού μου) ο γνωστός μου από τα γυμνασιακά χρόνια Ισούφ Μαλήκ Πρόνιος, ο οποίος πλησιάζοντας κάτω από το μπαλκόνι μου, με καλημέριζε και στη συνέχεια αστειευόμενος μου επαναλαμβάνει την ίδια φράση: «άντε, βρε να εξισλαμισθήτε!…». Εκείνο το πρωϊνό τον προσκάλεσα να έλθη στο σπίτι μου, όπως και έκανε. Τότε, έχοντας, σύμφωνα με τη μετάδοση της προηγούμενης νύχτας των ειδήσεων του Ραδιοσταθμού του Λονδίνου, υπ όψει μου την πτώση του Τομπρούκ, του είπα: «ας αφήσουμε τα αστεία καιρός είναι οι ομόθρησκοι της Παραμυθιάς και των χωριών της να σταματήσουν τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων χριστιανών που τους έχουν μεταβάλλει σε κτηνώδη υποκείμενα». Αιφνιδιασμένος από τη φράση μου, ίσως και να τη νόμισε απειλητική, μου απάντησε: «Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς; Το ‘βαλες να φας το κεφάλι σου;» Τότε, χωρίς δύναμη αυτοκυριαρχίας, του είπα: «Ισούφ, έπεσε το Τομπρούκ ο πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του». Τρομαγμένος ο Ισούφ έφυγε βιαστικά από το σπίτι μου, προφανώς πηγαίνοντας στο καφενείο της αγοράς του Μαζάρ Μπέου, όπου συγκεντρώνονται οι Πρόκριτοι των μουσουλμάνων.
Τώρα που ανακρίνομαι και αναπλάθω τα ανωτέρω, λέγω στον Ιταλό Μοίραρχο Μπουσκάγια: «Από το δρόμο του σπιτιού μου περνάνε κάθε εβδομάδα 2 ή τρεις αγωγιάτες στην επιστροφή τους από τα Ιωάννινα. Σήμερα, τα χαράματα, ένας από αυτούς (άγνωστός μου), όταν τον ρώτησα αν έχει καμιά εφημερίδα των Ιωαννίνων, μού δωκε μια, εκδόσεως του Δημ. Κάτση, από τη μελέτη δε του Ιταλικού ανακοινωθέντος έβγαινε για ένα καλό αναγνώστη το συμπέρασμα της πτώσεως του Τομπρούκ. Γι’ αυτό και μίλησα έτσι στον Ισούφ Πρόνιο, ο οποίος και σας έδωκε την εναντίον μου πληροφορία». Με άγριες φωνές ο Μπουσκάγια ζητάει να μάθη ποιος πουλάει εφημερίδες των Ιωαννίνων στην πόλη μας. Διακινδυνεύοντας τα πάντα σε περίπτωση που ο τύπος των Ιωαννίνων δεν δημοσίευε τέτοιο ανακοινωθέν, του είπα: «Αντιπρόσωπος στην πόλη μας της εφημερίδος του Δημ. Κάτση των Ιωαννίνων, είναι ο κ. Ιωάννης Μητσιώνης», ο οποίος σε λίγα λεπτά της ώρας μεταφέρθηκε στο Γραφείο του Μπουσκάγια. Στις πρώτες ερωτήσεις τούτου, τις οποίες μεταφράζει ο μουσουλμάνος Φετχή Καπόνη, ο κ. Ιω. Μητσιώνης, γυρίζει προς το μέρος μου, λέγοντας: «Τι σου έκανα παιδί μου Βασιλάκη για να δεινοπαθώ τώρα;» Με ψυχραιμία τον ενημερώνω τι ακριβώς είπα στον Μπουσκάγια, οπότε ο κ. Μητσιώνης με θάρρος του λέει: «Ναι! Εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος στην Παραμυθιά της εφημερίδος του Δημ. Κάτση. Σας έφερα και δυό φύλλα της, ένα της χθεσινής ημερομηνίας και ένα της σημερινής (ήταν προφανώς απόγευμα γι’ αυτό και είχε το φύλλο της σημερινής ημερομηνίας). Ο διερμηνέας Φετχή Καπόνη διαβάζει το Ιταλικό Ανακοινωθέν μεταφράζοντάς το αργά από την Ελληνική, που ήταν δημοσιευμένο στην Ιταλική, από την έκφραση δε του προσώπου του Μπουσκάγια καταλαβαίνω ότι δικαιώνει το περιεχόμενο της καταθέσεώς μου (προφορικά). Τελικά αφήνομαι ελεύθερος. Γράφω τώρα στα τέλη Ιουνίου 1943 τα ανωτέρω στο σπίτι της θείας μου (αδελφής της μητέρας μου) Τούλας Φ. Φίλη, όπου κρύβομαι, λόγω οργίων και νέων δολοφονιών, από τους μουσουλμάνους, χριστιανών κατοίκων των συνοικισμών «Σιαμέτια» και «Κεφαλόβρυσο».
Αρχές Ιουλίου 1943: Στα Ιωάννινα εγκαταστάθηκε το υπό τον στρατηγό Λάνς 22ο Γερμανικό Σώμα. Στην Παραμυθιά εγκαταστάθηκε η από χίλιους διακόσιους (1200) Ουγγαρορουμάνους Μεραρχία «Εντελβάις». Από την ώρα της εγκαταστάσεώς της εντάχθηκαν σ’ αυτή οι αρχιεγκληματίες αδελφοί Μαζάρ και Νουρή Ντίνο με όλους σχεδόν τους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας.
Με την προστασία των Γερμανικών Αρχών Κατοχής οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες ίδρυσαν στη Θεσπρωτία Κυβέρνηση με τίτλο: «ΚΣΙΛΙ ΝΑΣΙΟΝΑΛ ΣΚΙΠΕΤΑΡ», ήτοι Εθνική Αλβανική Επιτροπή, που για συντομία καλούνταν «ΞΙΛΙΑ». Επίσης συγκρότησαν ένοπλη χωροφυλακή «Τζενταρμερία» και Τάγμα Επίστρατων, ηλικίας από 14 μέχρι 35 χρόνων. Τελικά ανακήρυξαν επίσημα την Αυτονομία της Θεσπρωτίας με σκοπό τη μελλοντική της ένταξη στο Αλβανικό Κράτος.
Είμαστε η γενιά των απελπισμένων. Λίγα χρόνια νωρίτερα, μερικοί από εμάς τους τραγικούς σήμερα νέους είχαμε βυθιστεί στον επιστημονικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό και των Γερμανών μέχρι του τέλους ΙΘ’ αιώνα. Τώρα, αδυνατούμε να δεχτούμε τους χιτλερικούς Γερμανούς για απογόνους των Γερμανών που μελετήσαμε στις εξωσχολικές ασχολίες μας. Προσωπικά είχα τότε βυθιστεί στο πνευματικό φως του Γκαίτε, και συγκλονιστεί από τις μελωδίες Γερμανών μουσουργών κ.λπ.
Τώρα, Σεις Γερμανοί του Χίτλερ, πως αρνηθήκατε τη μεγάλη αυτή κληρονομιά σας; Πως αντί με έργα καλά, με ιδεαλισμό και ομορφιά, να συνθέσετε τον πίνακα της ανθρώπινης αιωνιότητος, μεταβληθήκατε σε κοινούς δολοφόνους ατόμων και λαών; Πως μπήκατε, συνεργάτες και συνέταιροι, στη μάντρα της εγκληματικότητος και της αθλιότητος των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας; Γιατί, ως κατακτητές (μαύρη μας μοίρα) του χώρου της αιώνιας Ελλάδος, πατρίδος του φωτός, της Δημοκρατίας και της Ανθρωπιάς, δεν φιλοδοξήσατε ν’ αφήσετε στην αναχώρησή σας (γιατί οπωσδήποτε θα φύγετε) ένα -έστω- τρεμάμενο φως που ν’ αποδειχνη ότι υπήρξατε – τουλάχιστον ένας υπεύθυνος λαός; Πως αύριο που αναγκαστικά θα απολογηθήτε στη διεθνή συνείδηση και στη δικαιοσύνη των νικητών σας, θα ζητάτε την συγγνώμη των απειράριθμων θυμάτων σας και την επιεική κρίση των Δικαστών σας; Πως εμείς οι Χριστιανοί της Θεσπρωτίας που αφ’ ότου ήλθατε οργιάζετε με τους μωαμεθανούς συμπατριώτες μας, θ’ αρνηθούμε να καταθέσουμε ότι υπήρξατε κανίβαλλοι;
Αυτές τις ημέρες έφυγε για την Αθήνα ο οδοντίατρος Τέλης Βαλασκάκης με τ’ ανήψια του (παιδιά της αδελφής του Μαγδαληνής, μόνιμα εγκατεστημένης από δεκαετίες στην Αθήνα) Μαρίας, Βούλας και Χρήστους Συρμακέση, που δύο τώρα χρόνια φιλοξενούσαν στην Παραμυθιά. Ο Λευτέρης Βαλασκάκης παραμένει ακόμα στην Παραμυθιά, κυριότερα χάρη της μεγάλης ηλικίας μητέρας τους. Τα τελευταία χρόνια συναναστρέφομαι τον άλλοτε καθηγητή και Γυμνασιάρχη μου Κων/νο Σιωμόπουλο που διαμένει στη γειτονιά μου, από πέρισυ δε, μόνο με τον νεαρής ηλικίας γιό του Στέλιο. Σήμερα 16-7-1943, ώρα 10,30 πρωΐ είμαι στο Γυμνάσιο. Η συζήτησή μας στρέφεται στα χρόνια (1936-1938) που είμασταν μαθητές των Ε’ και ΣΤ’ τάξεων του Γυμνασίου. Κάποτε παίρνει από τη Βιβλιοθήκη ένα τετράδιο και μου το δίνει λέγοντας: «Είναι το τετράδιό σου εκθέσεων όταν ήσουνα στην Ε’ τάξη (1936-37). Μου δίνει να διαβάσω μια σελίδα του, όπου έγραφα: «… Διά την ερμηνεία του «ΕΓΩ», ήτοι του άξονα γύρω από τον οποίο κινείται η ζωή, προτιμώ τη διαδικασία της αυτομβαθύνσεως… Δε μένει παρά να παρουσιαστούν τα σοβαρά γεγονότα, ώστε ο καθένας της γενιάς μας να προτάξη το «ΕΓΩ» του, δίνοντας με πράξεις την ορθή ερμηνεία του…». Στο τέλος της εκθέσεώς μου ο κ. Σιωμόπουλος είχε γράψει με κόκκινη μελάνη: «ο μαθητής έγραψε την έκθεσή του στο Σχολείο» και την υπογραφή του.
Είμαι βαθιά συγκινημένος. Στη συνέχεια με γυρίζει σε άλλες σελίδες του τετραδίου μου, όπου σε σχετική έκθεση για την 25η Μαρτίου 1821 και την Ελευθερία των Ελλήνων όλων των αιώνων είχα σχετικά με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως διατυπώσει τη φράση: «Ας μου επιτραπή να εκφράσω τη σκέψη που με δυναστεύει. Η άρνηση του Κων/νου Παλαιολόγου της συνθηκολογήσεως, που τελικά έφερε την τραγική πτώση της Πόλης, αναμφισβήτητα συνέβαλε στην Αναγέννηση της Ευρώπης (από τη Φλωρεντία κλπ.). Ευνόησε όμως την ανάπτυξη και συνέχιση του φωτός του Ελληνισμού ή αντίθετα έφερε την εξολόθρευση της Ελληνικής φυλής μας; Ας εκτιμήσουμε τις τραγικές καταστροφές του πρώτου τριήμερου της από το Μωάμεθ Β’ αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως σε χιλιάδες Έλληνες που σφαγιάστηκαν, που πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα στα βάθη της Ασίας, που γέμισαν τα χαρέμια θηλέων και αρρένων των κατακτητών, σε έργα πολιτισμού και πνεύματος (από τα 70.000 περίπου βιβλία χειρόγραφα διακοσμημένα με δεσίματα χρυσά, ασημένια και δερμάτινα, μόνο γύρω στις 6.500 διασώθηκαν στη Φλωρεντία και αλλού, επρόκειτο δε για χειρόγραφα του 5ου μ.Χ. αιώνα) κλπ. Είχαν δε οι υπερασπιστές της Κωνσταντινουπόλεως υπ’ όψει τους την από τα ίδια αίτια καταστροφή 23 χρόνια νωρίτερα, ήτοι στις αρχές Απριλίου 1430, της πόλεως της Θεσσαλονίκης. Είχαν όμως και τα χρήσιμα συμπεράσματα: α) της συνθηκολογήσεως το 1430 των Ιωαννίνων με παροχή στους κατοίκους των προνομίων από τους Τούρκους, που τα τήρησαν σωστά για τους δύο πρώτους αιώνες και η πόλη γενικά προόδευσε. Και β) τα προνόμια στους κοντά στην Κωνσταντινούπολη, εγκατεστημένους Γενοβέζους. Αν… Αν… τότε πολλά θα είχαν αποφευχθή και ο Ελληνισμός από αιώνες θα αποτελούσε Κράτος δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων και υψηλού πολιτισμού. Διατυπώνω τόσα, αν… αν, γιατί ήταν -βάσει όλων των τότε συνθηκών- απελπιστική η προάσπιση της Κων/λεως, ενώ μια έντιμη συνθηκολόγηση θα ‘φερε -ίσως- πολλά αγαθά στον Ελληνισμό». Στο τέλος της εκθέσεώς μου αυτής, ο κ. Κ. Σιωμόπουλος σημείωσε (πολύ αργότερα, ήτοι με ημερομηνία 1940 – δύο, δηλαδή χρόνια αργότερα από την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο), με κόκκινη μελάνη, τα εξής: «Ο μαθητής Β. Κραψίτης ήταν ο μόνος μαθητής (της Ε’ τότε τάξεως) από όλους των τάξεων Ε’ και ΣΤ’ που εξετάστηκαν το Μάιο του 1937 από τον Επιθεωρητή της Μέσης Εκπαιδεύσεως κ. Κ. Παπούλια, ως μάρτυρες για καταγγελθέντα «σκάνδαλα» του Γυμνασίου μας, που κατέθεσε την αλήθεια, παρ’ όλη την προσπάθεια προσεταιρισμού του από τον δημιουργό των πάντων θεολόγον καθηγητή Ιωάννην Γαζή. Επειδή δε κατέθεσε όλη την αλήθεια εκινδύνευσε από την αθλιότητα των ενόχων και αργότερα τιμωρηθέντων καθηγητών να μείνη στάσιμος, αν και άριστος μαθητής από της Α’ τάξεως του Γυμνασίου. Ο Κραψίτης εφήρμοσε το: «Ορθόν αλήθεια αεί» (Η Αλήθεια είναι πάντα το πιο σωστό πράγμα) Αντιγόνη, στ.1195. Αλλά είναι πάντα παιδί μου;» Κ. Σιωμόπουλος (υπογραφή). Σηκώνομαι και του φιλώ το χέρι. Εκείνος τοποθετεί το τετράδιο αυτό στη βιβλιοθήκη του και στη συνέχεια βγάζει το χειρόγραφο της Εκθέσεώς μου των Απολυτηρίων εξετάσεων (Ιούλιος 1938) και μου το δίνει να διαβάσω. Θέμα του ήταν το εξής: «Γιατί η επιδίωξις της ατομικής ευημερίας όχι μόνο δεν συντελεί εις την ευημερία του Κράτους, αλλά μάλλον καταστρέφει αυτό». Ο κ. Κ. Σιωμόπουλος σημείωσε στην ογδόη και τελευταία σελίδα της εκθέσεώς μου: «Έκθεσις αρίστη. Κείμενο κλασσικό. Μόρφωση ευρύτατη. Ήλθε, όπως το περίμενα, η πρώτη». Χάνω τη συναίσθηση της πραγματικότητος. Ο καλός μου Γυμνασιάρχης και τώρα σεβαστός μου φίλος, κλειδώνει και το χειρόγραφο αυτό, ως ανωτέρω, στη βιβλιοθήκη του, και σιγανά, μου λέει: «Κάποτε, ελπίζω νωρίς, αφού συντάξω και μια επιστολή μου για σένα (ας πούμε με παρακαταθήκες μο) θα σου δώσω και τα τετράδια των εκθέσεών σου και το χειρόγραφο, επίσης της Εκθέσεώς του των Απολυτηρίων εξετάσεων».
27 Ιουλίου 1943: Στο μισοσκόταδο του πρωινού ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις της Παραμυθιάς με άριστα πολεμικά μέσα και με (800) οκτακόσιους και περισσότερους ένοπλους επίστρατους της «ΞΙΛΙΑ» μουσουλμάνους Τσάμηδες των πόλεων και Επαρχιών Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, επέδραμαν εναντίον των χωριών του κάμπου της Παραμυθιάς και της περιφέρειας «Φαναρίου».
14 Αυγούστου 1943: Τι καταστροφή είναι αυτή από την 27 Ιουλίου 1943 μέχρι σήμερα! Όλοι στην Παραμυθιά είμαστε κατατρομαγμένοι και όσο είναι δυνατόν κρυβόμαστε. Οι πληροφορίες μας είναι ότι στις 19 αυτές μέρες οι Χιτλερικοί Γερμανοί με τους μουσουλμάνους συμπατριώτες κατάστρεψαν ολοκληρωτικά τα 24 χωριά της περιφέρειας «Φαναρίου» και μερικά κοντινά της Παραμυθιάς χωριά της. Λεηλασίες, πυρπολήσεις, φόνοι νηπίων και γερόντων, βιασμοί γυναικών, αρπαγές παρθένων κοριτσιών, με τις οποίες οι επαίσχυντοι μουσουλμάνοι πλουτίζουν τα χαρέμια τους, σύλληψη ομήρων, κάψιμο ανθρώπων (Ελλήνων χριστιανών) μέσα στα σπίτια τους κ.α. ποια πέννα μπορεί να περιγράψη αυτή την κόλαση; Ποιος χρωστήρας ζωγράφου μπορεί να παραστήση αυτή τη βιβλική καταστροφή και ανθρώπινη τραγωδία; Ποιες ψυχές μπορούν ν’ αναστήσουν το Θεό που τον δολοφόνησαν οι αρχιεγκληματίες Γερμανομουσουλμάνοι; Γέμισαν οι σπηλιές από γυναικόπαιδα και γέροντες που κατόρθωσαν να διασωθούν εκεί στις κρίσιμες ώρες, ενώ μέρα τη μέρα προστίθενται στους νεκρούς λόγω της πείνας τους και των ασθενειών. Όλες αυτές τις μέρες Γερμανικά αυτοκίνητα μεταφέρουν από τα ανωτέρω χωριά μέσω της Παραμυθιάς και των Ιωαννίνων, με τόπο προορισμού τη Γερμανία, σημαντικές ποσότητες κρεάτων, ρυζιού, σιταριού, καλαμποκιού και χιλιάδες μοσχάρια, βόδια, πρόβατα, άλογα και άλλα. Επίσης τις ίδιες μέρες οι κοινοί εγκληματίες συνεργάτες τους μουσουλμάνοι γέμισαν στην Παραμυθιά, στο Μαργαρίτι και σε διάφορα κεφαλοχώρια τις αποθήκες τους και τα ποιμνιοστάσιά τους με τα ανωτέρω είδη που κατάκλεψαν από τα χωριά του «Φαναριού». Γερμανοί αξιωματικοί και Ηγέτες μουσουλμάνοι ιδιοποιήθηκαν -όπως μας έρχονται θετικές πληροφορίες- χρυσά κοσμήματα, χρυσές λίρες Τουρκίας και Αγγλίας, από τα σπίτια των χριστιανών όλων αυτών των χωριών. Συγκεντρώνω με προσωπικό κίνδυνο στοιχεία. Πρέπει κάποτε όλα αυτά τα εγκλήματα να παραδοθούν στην ιστορία των λαών.15 Αυγούστου 1943: Εμείς που έχουμε τα σπίτια μας στο κέντρο της πόλεως της Παραμυθιάς, είμαστε από τα χαράματα, με κομμένη την αναπνοή, πίσω από τα πατζούρια (ή) ανάλογα τις γρίλιες, παρακολουθώντας την επιστροφή των χιτλερικών Γερμανών και των μουσουλμάνων από την εικοσαήμερη «επιχείρησής» τους κατά του «Φαναριού». Στο μοναδικό της πόλεως αυτοκινητόδρομο, κάτω ακριβώς από το σπίτι μου, μετακινούνται φάλαγγες αυτοκινήτων που μεταφέρουν τους Γερμανούς στρατιώτες προς τα Ιωάννινα, αλλά δε τα απειράριθμα «λάφυρα» (από κλοπές κλπ.). Στην πόλη μας επανεγκατεστάθηκε όλη η μόνιμη δύναμη των Γερμανών. Οι μουσουλμάνοι πανηγυρίζουν. Δεν κυκλοφορούμε οι Χριστιανοί, ούτε και μπορούμε να έχουμε μεταξύ μας κάποια επικοινωνία. Ώρα 9 το βράδυ. Ένοπλοι Γερμανοί με μουσουλμάνους ένοπλους επίσης, συλλαμβάνουν, βάσει καταστάσεως που συνέταξαν ο Μαζάρ Ντίνος με τους ανθρώπους του τριανταεφτά χριστιανούς Παραμυθιώτες, οι οποίοι αμέσως μεταφέρονται στις φυλακές «Αβέρωφ» στα Ιωάννινα. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι σε λίγες μέρες, λόγω άμεσης παρεμβάσεως του Ιταλού Φρουράρχου της Παραμυθιάς Αντισυνταγματάρχη Βερντινουά, θιγέντος επειδή αγνοήθηκε από τους Γερμανούς. Τ’ ανωτέρω γράφω σήμερα 29-8-1943, συγκεντρώνω δε στοιχεία για όλα τα γεγονότα.
Σεπτέμβριος 1943: Η Καραμπινιερία αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας ταξιδιού: α) στο γιατρό Λευτέρη Βαλασκάκη, που ζητούσε για την Αθήνα. β) Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη, για την Αθήνα, όπως δώση τμηματικές εξετάσεις στη Νομική. γ) Σ’ εμένα για τα Ιωάννινα, όπως ορκιστώ ως νεοδιορισμένος εφοριακός υπάλληλος και αναλάβω τα καθήκοντά μου στην εκεί οικονομική εφορία Δωδώνης.
8η Σεπτεμβρίου 1943: Οι Γερμανοί παίρνουν έκτακτα μέτρα στην πόλη μας. Αφόπλισαν και συνέλαβαν τους Ιταλούς, λόγω καταρρεύσεως και συνθηκολογήσεως της Ιταλίας. Στους δρόμους κυκλοφορούν με αργά βήματα ένοπλες ομάδες μουσουλμάνων με επικεφαλής Γερνανόν υπαξιωματικό. Μένουμε πάλι κλεισμένοι στα σπίτια μας.
9η Σεπτεμβρίου 1943: Αρχίζουμε να μισοκυκλοφορούμε οι Χριστιανοί. Από το σπίτι μου, όπως κατηφορίζω, παρατηρώ στο Υποδηματοποιείο του κ. Κ…. να εξακολουθούν να εργάζονται οι 4 Ιταλοί στρατιώτες, στους οποίους προστέθηκαν και 2 Γερμανοί στρατιώτες. Περνώ το «Κριθαροπάζαρο», λίγοι χριστιανοί άλλοι κυκλοφορούν, οι δε μουσουλμάνοι μας κοιτάζουν αγριεμένοι. Πηγαίνω στο σπίτι του Κωστάκη Μητσιώνη. Περισσότερα λέμε με τα μάτια μας παρά με τα χείλη. Τραγωδία! Είναι τόσο άθλια όλων μας εδώ η ζωή που καλύτερα είναι να μην υπάρχουμε. Μεσημέρι. Γυρίζοντας στο σπίτι μου, καλούμαι από το δάσκαλο και ποιητή Περικλή Κακούρη που βρίσκεται μόνος του στο καφενείο του Ευθύμιου Ευαγγέλου. Έχω σ’ άλλες σελίδες σημειώσεις για τον Περ. Κακούρη. Όλα εκείνα που ψιθυρίζονταν για σχέσεις του με τους Μαργαριτιώτες συμπατριώτες του Μουσουλμάνους, έχουν τώρα γίνει δεκτά ως ένας κοινωνικός του ελιγμός για τη σωτηρία (της ζωής) του αδελφού του Βασίλη, της μητέρας του και άλλων συγγενών του που έμεναν μόνιμα στο Μαργαρίτι. Και οι παλιοί του φίλοι, και οι συνάδελφοί του, τώρα τον περιβάλλουν με την εκτίμησή τους. Κάθομαι σε μια καρέκλα κοντά του και ευγενικά του γνωρίζω ότι έχω λόγους να πηγαίνω στο σπίτι μου. Έτσι, φεύγουμε από το καφενείο και σαν γείτονες που είμαστε βαδίζουμε για τα σπίτια μας. Προσωπικά έχω ένα αυξημένο αίσθημα γι’ αυτόν λόγω της ποιητικής του δημιουργίας στο κλίμα πάντως του Καρυωτακισμού. Στην είσοδο του σπιτιού τον περιμένει η εξαίρετη σύζυγός του Χαρίκλεια Κων. Καλαμπάκου, η οποία και με καλεί στο σπίτι τους. Συζητάμε, ενώ η κυρία Χαρίκλεια μας περιποιείται ευγενικά, για τη Λογοτεχνία. Μου γνωρίζει ότι μεταφράζει το «Άσμα ασμάτων», για αρκετή δε ώρα μας απασχολεί η εγκληματικότητα των μουσουλμάνων κλπ. Μιλάει με αβυσσαλέο μίσος για τους εγκληματίες αυτούς και προσθέτει: «νομίζω πως πλησιάζει η Ελευθερία μας. Θα γίνουμε δίκαιοι κριτές και τιμωροί τους, τίποτε δεν θα μπορή να τους απαλλάξη από τους ευθύνες τους»!
10η Σεπτεμβρίου 1943: Από την 10ην η ώρα το πρωί, με το φίλο μου Γρηγόρη Τζομάκα, φιλόλογο, βρισκόμαστε ύστερα από πρόσκλησή του στο γειτονικό μου σπίτι του Γυμνασιάρχη κ. Κων/νου Σιωμόπουλου. Μένουμε αρχικά βυθισμένοι στη σιωπή. Κάποτε ο κ. Κ. Σιωμόπουλος λέγει, ότι σύμφωνα με πληροφορίες του γίνουν δολοφονίες χριστιανών στην πόλη μας. Η συζήτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερος ο θάνατος από τη δουλεία. Βέβαια το ήθος μας και η αρετή των Ελλήνων επιβάλλει την παρρησία πολλών από τους χριστιανούς. Τους δηλώνω, ότι αν το νομίζουν … εγώ θα είμαι πάντα στη διάθεσή τους!
11η Σεπτεμβρίου 1943: Σε κεντρικά σημεία της πόλεώς μας θυροκολλείται από το Γερμανικό Φρουραρχείο ανακοίνωση του Γερμανικού στρατηγού στα Ιωάννινα, που έχει ως εξής: «Από την 20-9-1943 διά κάθε βλάβην προσγινόνμενην εις Γερμανούς στρατιώτες, διέταξα ίνα τυφεκίζονται κατ’ εκλογήν μου δέκα Έλληνες πολίται». Υποβάλλω νέα αίτηση ταξιδιού μου για τα Ιωάννινα, όπως αναλάβω τα καθήκοντά μου του νεοδιορισθέντος εφοριακού υπαλλήλου.
14η Σεπτεμβρίου 1943: Ο αδελφικός μου φίλος Λευτέρης Βαλασκάκης, γιατρός, από το πρωί αναχώρησε για το κοντινό χωριό Καρυώτι για την εξέταση κάποιου αρρώστου, όπως διέδωσε. Μου εμπιστεύτηκε ότι τούτο ήταν πρόσχημα και απέβλεπε την από το Καρυώτι φυγή του για το Σούλι, όπως καταταγή στις εκεί δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Αγωνιώ για την τύχη του. Μεσημέρι χτυπάει δυνατά η εξώπορτα του σπιτιού μου. Ανοίγω. Είναι πελιδνός ο Λευτέρης, που μου γνωρίζει ότι έπεσε σε ενέδρα ενόπλων μουσουλμάνων, οι οποίοι τον εξανάγκασαν σε άμεσε επιστροφή του στην Παραμυθιά. Όταν κάπως ησυχάζει μου προσθέτει: «Αλλοίμονο, μας περιμένει ο θάνατος».
Μέρος 9o
17η Σεπτεμβρίου 1943: Στο Κοινοτικό Κατάστημα θυροκολλείται η κατωτέρω ανακοίνωση του Γερμανού Φρουράρχου της πόλεώς μας: «… δια κάθε δολοφονία ή τραυματισμό Γερμανού στρατιώτου θα εκτελούνται δέκα χριστιανοί Έλληνες πολίται εκ Παραμυθιάς και εκ των πέριξ χωριών».
18η Σεπτεμβρίου 1943: Σάββατο μέρα της εβδομαδιαίας αγοράς. Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν άρρενες και θήλεις χριστιανούς από τους συνοικισμούς της πόλεως και από τα γύρω χωριά. Το απόγευμα απολύουν μερικούς από τους ανωτέρω.
19η Σεπτεμβρίου 1943: Από τους ως άνω κρατούμενους στο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου της πόλεώς μας, οι Γερμανοί, σήμερα Κυριακή πρωί, εκτελούν στο προαύλιο (8) οκτώ άνδρες από τα χωριά Πλακωτή, Λαμπανίτσα και Ουστντίνα και μια γυναίκα από το Πόποβο. Τι έγκλημα!
23η Σεπτεμβρίου 1943: Η πόλη μας πλημμύρισε από ένοπλους μουσουλμάνους. Ο Διοικητής της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής κ. Κορυτζής, υπομοίραρχος, συνιστά με τρόπο στους Χριστιανούς πολίτες να κυκλοφορούν στην πόλη για λόγους σκοπιμότητος.
24η Σεπτεμβρίου 1943: Ένοπλοι Γερμανοί και μουσουλμάνοι, απόπειράθηκαν τόσο το πρωί, όσο και το απόγευμα να περάσουν τη θέση «Σκάλα της Παραμυθιάς», την οποία φρουρούσαν άνδρες της ΕΔΕΣ. Στη μάχη που έγινε σκοτώθηκαν (6) έξι Γερμανοί στρατιώτες. Οι μουσουλμάνοι της Παραμυθιάς οργιάζουν. Έφτασαν ν’ αρπάξουν από τις φυλακές, όπου κρατούνται από τους Γερμανούς, χωρικούς χριστιανούς που τους σκοτώνουν δημόσια.
25η Σεπτεμβρίου 1943: Γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν επίμονα το χωριό Σέλλιανη.
26η Σεπτεμβρίου 1943: Νέα επίθεση των Γερμανομουσουλμάνων κατά του χωριού Σέλλιανη και πυρπόληση μεγάλου τμήματός του.
27η Σεπτεμβρίου 1943: Δευτέρα πρωί. Από το ύψωμα του δάσους «Γαλατά» οι Γερμανοί βομβαρδίζουν ακατάπαυστα τη θέση «Σκάλα της Παραμυθιάς» και το χωριό Σέλλιανη. Ώρα 11η π.μ. Ο γιατρός Λευτέρης Βαλασκάκης έρχεται στο σπίτι μου. Πηγαίνουμε στο Καφενείο, κοντά στο δάσος «Γαλατά» του Σωφρόνη Μαρτίνη, όπου μας περιμένει ο Υπομοίραρχος κ. Κορυζής με το συμπατριώτη Προκόπη Μιχ. Μητσιώνη, Προϊστάμενο του ταχυδρομείου (Τ.Τ.Τ.). Πηγαίνοντας σιγά, σιγά κατά την στροφή «Άγιος Φανούριος» του «Γαλατά», έχουμε στη συντροφιά μας τον λαμπρό Σχολάρχη Απόστολο Χρυσοχόου, που γαλούχησε αρκετούς νέους της πόλεώς μας και της Επαρχίας και τώρα εργάζεται Γραμματεύς της ιερής Μητροπόλεως Παραμυθιάς. Ο Υπομοίραρχος κ. Κορυζής, μας λέει: «έχω πληροφορίες ότι τη νύχτα θα ‘χουμε συλλήψεις. Καλόν είναι όσοι μπορούν να μη κοιμούνται σπίτια τους. Με εχεμύθεια (γιατί δεν αποκλείεται να μη συμβεί τούτο και πρώτος εγώ θα έχω τις περισσότερες ευθύνες) ας μεταδοθεί αυτή η πληροφορία μου και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του». Πραγματικά, ως το απόγευμα δίνονταν αυτή η πληροφορία, μερικοί μάλιστα που ειδοποιήθηκαν από εμάς είχαν μάθει πολύ νωρίτερα αυτή την είδηση. Κατά το ηλιοβασίλευμα πηγαίνω με τρόπο στο σπίτι της θείας μου (αδελφής της μητέρας μου) Τούλας Φ. Φίλη, όπου και φιλοξενούμαι, για διανυκτέρευση κλπ. Τα ξαδέλφια μου Πήλιος και Αλέκος Φίλης, ζωέμποροι, βρίσκονται σε γειτονικά χωριά.
30η Σεπτεμβρίου 1943: Αυτή την κόλαση που ζούμε από την 18/9/1943 σήμερα και ιδιαίτερα των ημερών 27, 28 και 29 του μηνός ποιά πέννα μπορεί να την περιγράψει; Και πρέπει να θυμόμαστε! Γι’ αυτό στο σπίτι της θείας μου Τούλας Φ. Φίλη που εξακολουθώ να κρύβομαι (και να φιλοξενούμαι) με τρεμάμενο χέρι καταγράφω τα γεγονότα των βαρβάρων χιτλερικών που νέκρωσαν την ιδέα, ξερίζωσαν τη αξία, δολοφόνησαν την ψυχή, σκίασαν την ομορφιά, κήδεψαν την ελπίδα του παρόντος και του μέλλοντος και αναδείχτηκαν τέρατα της κολάσεως.
Βράδυ, ώρα 11 της 27 Σεπτεμβρίου 1943. Πέφτουν φωτοβολίδες. Είναι το σύνθημα για τη σύλληψη στα σπίτια τους ή και αλλού, των Χριστιανών κατοίκων της Παραμυθιάς. Οι συλλήψεις γίνονται από ομάδες Μωαμεθανών επικεφαλής των οποίων είναι Γερμανοί ένας υπαξιωματικός και ένας στρατιώτης. Ακούγονται κροταλίσματα θυρών, γρήγοροι βηματισμοί, κραυγές γυναικών και παιδιών, οδυρμοί, βρισιές, απειλές. Χάος ήθους, δικαιοσύνης και τιμής. Οι στυγεροί δολοφόνοι, προσπαθούν να συλλάβουν όλους τους Χριστιανούς που περιλάμβανε ονομαστικά η κατάσταση που συνέταξε ο Μαζάρ Ντίνος με του αιμοβόρους ομοθρήσκους του συνεργάτες. Τα φώτα κινούνται σ’ όλα τα σημεία της μικρής μας πόλεως. Μερικά πλησιάζουν κατά την Ηλεκτρική Εταιρεία. Λίγο πιο κάτω, μοναδικό σπίτι (θέση Μανώπουλου) είναι της θείας μου, όπου κρύβομαι, με τη βοήθεια της ξαδέλφης μου Καλυψώς ανεβαίνω στο ταβάνι του παλιού αυτού αρχοντικού σπιτιού και κρύβομαι στο βάθος του. Αγωνιώ … Αργά πέφτουν ξανά φωτοβολίδες. Είναι φανερό πως δίνεται το σύνθημα της λήξεως των συλλήψεων. Εξακολουθούν οι θρήνοι των συγγενών των συλληφθέντων. Αλλά και όλοι μας θρηνούμε. Μέσα μας κινείται το αίσθημα για αντίσταση. Αλλά που και πως;
Σήμερα, πρωί της 30-9-1943 γύρισε από τα χωριά που ήταν για δουλειές ο ξάδελφός μου Αλέκος Φίλης! Οι πληροφορίες του ήταν ότι συνελήφθησαν, από τους 56 που ήταν γραμμένοι στην Κατάσταση του Μαζάρ Ντίνου, οι 53, οι οποίοι από το βράδυ της 27-9-1943 κρατήθηκαν στα υπόγεια του Δημοτικού Σχολείου, φρουρούμενοι. Το μεσημέρι ήλθε και ο άλλος ξάδελφός μου Πήλιος Φίλης, που ήταν κι εκείνος για δουλειές στα χωριά. Οι δικές του πληροφορίες ήταν οι εξής: 1) Ότι με την εντολή των Γερμανών, από κρατούμενους κατοίκους των χωριών ανοίχτηκαν σε χωράφι του Τσαμάτου στη θέση «Άγιος Γεώργιος» τρεις μεγάλοι τάφοι, 2) Ότι από τους πενήντα τρεις (53) συλληφθέντες, όπως ανωτέρω, αφέθηκε ελεύθερος το μεσημέρι της 28-9-1943 ο υποδηματοποιός κ. Κ….. (για τον οποίον ιστόρησα σε προηγούμενες σελίδες), ο οποίος αμέσως γύρισε στο σπίτι του, 3) Ότι το απόγευμα της ίδιας (28-9-1943) μέρας για τη συμπλήρωση (προφανώς) του αριθμού των συλληφθέντων, λόγω της απολύσεως του ανωτέρω κ. Κ….., συνελήφθη ο Γυμνασιάρχης κ. Κων/νος Σιωμόπουλος, που κρατήθηκε στο Δημοτικό Σχολείο με τους άλλους κρατούμενους, και 4) Ότι, επίσης την ίδια μέρα μουσουλμάνοι Παραμυθιώτες πήγαν σε διάφορα σπίτια των συλληφθέντων, ενημέρωσαν τους δικούς τους ότι την άλλη μέρα οι κρατούμενοι θα μεταφέρονταν εξόριστοι σε άλλους τόπους, έλαβαν από τους συγγενείς τούτων χρήματα, ρουχισμό και τρόφιμα, τα οποία ιδιοποιήθηκαν. Το χέρι μου τρέμει. Θρηνώ την εκτέλεση στο χάραμα της 29ης Σεπτεμβρίου 1943 από τις Γερμανικές Αρχές Κατοχής, ενώ εκατοντάδες ένοπλοι μουσουλμάνοι τσάμηδες παρευρίσκονταν και φύλαγαν όλο τον γύρω χώρο – 49 Προκρίτων Παραμυθιάς. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι σε τέτοιες καταστάσεις θα μπορούσαν να βγούνε άνθρωποι κάποιας αξίας, από το Γένος των Χιτλερικών Γερμανών αλλά τόσο σκοτεινοί, θηριώδεις, τέρατα απανθρωπιάς και κακουργίας πως βγήκαν; Κι αυτοί οι κτηνώδεις μουσουμάνοι τσάμηδες, συμπατριώτες πώς να κριθούν;
Γερμανοί φασίστες του Χίτλερ, κακούργε Σβάρτς Αυστριακές Φρούραρχε Παραμυθιάς, και σεις συμπατριώτες μουσουλμάνοι, διαπράξατε ένα μεγάλο ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ στη μικρή μας πόλη. Γίνατε δολοφόνοι κάθε έννοιας τιμιότητας και ανθρωπιάς. Η ήττα και η συντριβή σας πλησιάζει. Η δίκη σας από τους νικητές θα φτάσει πιστεύουμε σ’ όλους όσους από σας εγκληματίσατε. Και τότε;
Θρηνώ και θυμάμαι! Κάποτε είχα διαβάσει ότι ο Γκαίτε είπε στον Έκερμαν: «Εμείς οι Γερμανοί, είμαστε ένας λαός του χθες». Ακόμα διάβασα ότι ο Νίτσε σημείωσε: «Καλλιεργηθήκαμε … τα τελευταία εκατό χρόνια. Μόνο θα πρέπει να περάσουν περίπου δύο αιώνες ακόμα, ώστε να μπορεί να ειπωθεί για τους Γερμανούς, ότι πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε που ήταν βάρβαροι.
Τώρα, εγώ, ο νέος των 22 χρόνων, ψυχικά τραυματισμένος από τραγικούς θανάτους αδελφών μου, βυθισμένος στη δυστυχία, αλλά πάντα ιδεολόγος και ανθρωπιστής, σημειώνω σ’ αυτές τις σελίδες μου το πιστεύω μου για σας τους σημερινούς χιτλερικούς Γερμανούς: «Είστε δολοφόνοι των ιδανικών, κοινοί εγκληματίες. Είστε βάρβαροι!»
2 Οκτωβρίου 1943: Ο συμβολαιογράφος Γάκης Βαλασκάκης, που κρύφτηκε όταν το βράδυ της 27-9-1943 πήγαν στο σπίτι του για να τον συλλάβουν, και που ακόμα κρύβεται, μου στέλνει με την ξαδέλφη μου Ελένη Φίλη σημείωμά του, όπως γράψω σ’ αυτό τη γνώμη μου αν συμφωνώ ή όχι στο να παρουσιαστούμε στα Γραφεία της Ιερής Μητροπόλεώς μας, όπως σχετικά ειδοποιεί όσους κρύβονται ο νέος Μητροπολίτης κ. Δωρόθεος. Απαντώ αρνητικά, όπως και ο ίδιος ο Γ. Βαλασκάκης σημείωσε για λογαριασμό του στο σημείωμά μου.
7 Οκτωβρίου 1943: Από το Γερμανικό Φρουραρχείο ανακοινώνεται ότι θα χορηγηθούν άδειες ταξιδιού στους Χριστιανούς της πόλεώς μας, αφού υποβάλλουν σχετικές αιτήσεις.
9 Οκτωβρίου 1943: Με φορτηγό αυτοκίνητο φεύγουμε για τα Ιωάννινα εφτά (7) νέοι και η ξαδέλφη μου Καλυψώ Φίλη. Μέσα μου νιώθω μια βαθιά και απέραντη συγκίνηση για όλα όσα αποχωρίζομαι. Οι θυμήσεις όμως μου ανήκουν και το συνειδητοποιώ ότι θα ‘ναι πάντα ζωντανές.
12 Οκτωβρίου 1943: Αναλαμβάνω υπηρεσία στην Οικονομική Εφορία Δωδώνης (έδρα τα Ιωάννινα). Επί τέλους, είμαι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος!
25 Οκτωβρίου 1943: Συμπτωματικά συναντώ στην πλατεία στο Στέλιο Σιωμόπουλο, το γιό του Γυμνασιάρχη μου, που είναι μαθητής στη ΣΤ’ τάξη του Οκταταξίου Γυμνασίου και διαμένει με τον θείον του Τάκη Σιωμόπουλο, φιλόλογο. Μου διηγείται την τραγωδία του αμέσως μετά την εκτέλεση του πατέρα του. Τον πήρε για μέρες στο σπίτι της η Μαρία Χήρα Θεμ. Ρίγγα, στη συνέχεια η οικογένεια του Τσαρουχά Κων/νου (Τάκη) Καλαμπάκου και στην συνέχεια ο Μητροπολίτης Δωρόθεος.
Νοέμβριος 1943: Στα «Χάνια» των Ιωαννίνων και σε άλλα οικήματα, διαμένουν συμπατριώτες μουσουλμάνοι που υπερπλούσιοι (τώρα, λόγω των ληστειών και εγκλημάτων τους) ασκούν το εμπόριο του λαδιού, ξηρών καρπών κ.α. Δαπανούν σε φτηνές διασκεδάσεις πολλά χρήματα. Τους αποφεύγουμε οι εδώ Χριστιανοί Παραμυθιώτες. Μας δίνεται η πληροφορία, ότι έχουν καταγράψει τις διευθύνσεις όλων των Χριστιανών Θεσπρωτών που διαμένουν στα Ιωάννινα. Έτσι με τον αδελφό μου Βαγγελάκη εγκαταλείπουμε το δωμάτιο που μέναμε στην οδό Πουλίου Δράκου 10 και νοικιάζουμε ένα χαμόσπιτο στα «Λακώματα» (οδός Αγίου Κοσμά). Η φροντίδα μας είναι να μεταφέρουμε από την Παραμυθιά τους γονείς μας.
Τέλη Νοεμβρίου 1943: Ύστερα από ταλαιπωρίες στην Ορεινή Άρτα, φτάνει στα Ιωάννινα η αδελφή μου Θοδωρούλα με τα ορφανά τέκνα της, τον Τάσο, ηλικίας 5 ετών και την Ιωάννα, ηλικίας περίπου 2 ετών. Από τον προηγούμενο μήνα ήλθαν από την Παραμυθιά και οι γονείς μας. Είμαστε, όσοι έχουμε πια απομείνει μαζί, ενωμένοι με ανείπωτη δυστυχία.
Δεκέμβριος 1943: Στην Οικονομική Εφορία Ιωαννίνων συγκεντρώθηκαν και οι υπάλληλοι των εφοριών Κόνιτσας, Δελβενακίου, Αγνάντων, Παραμυθιάς, Ηγουμενίτσας, και Πάργας, που δεν λειτουργούν. Υπηρετώ στο τμήμα του συμπατριώτη και οικογενειακού φίλου Αποστόλη Στρουγγάρη. Γρήγορα ενημερώνομαι στα δύο αντικείμενα που είχα και έτσι είναι έτοιμος να φύγει για την Αθήνα, όπου μετατέθηκε.
Παραμονή της αναχωρήσεώς του. Γευματίζουμε στο εστιατόριο «Γκουγιάνου», αφού δέχτηκε να πληρώσω εγώ τα έξοδα του φτωχικού φαγητού μας. Κάποια στιγμή μου λέει: «Εδώ στην Εφορία είναι οργανωμένοι άλλοι στο ΕΑΜ και άλλοι στο ΕΔΕΣ. Φρόντισε να κρατηθείς μακριά τους». Του απαντώ: «Μα αυτό κάνω δεν μπορώ να καλοπιαστώ και από χαρακτήρα». Μεταξύ μας κυριαρχεί η σιωπή! Κάποτε συνεχίζει: «Ήμουνα, όπως ξέρεις, αδελφικός φίλος του αδελφού στου Μιχαλάκη. Αγαπώ και σέβομαι όλη την οικογένειά σου. Εσύ ήσουνα ο πιο μικρός και ο πιο ευαίσθητος. Τα τόσα βιβλία σε έχουν ωριμάσει γρήγορα. Ένα μόνο πρόσεξε: να μη βλέπεις τον άλλον, όπως η εσωτερικότητά του θα ήθελε να είναι. Ο Έλληνας είναι ζηλόφθονος, και αφάνταστα κακός προκειμένου για ομότεχνο ή συνάδελφο. Να προσέχεις!»
Μένω άφωνος και τον θαυμάζω. Εκείνος συνεχίζει: «πρόσεξε περισσότερο τους δύο ομοβάθμους σου, που λέγεται ότι διορίστηκαν από τις Ιταλικές Αρχές Κατοχής στα Ιωάννινα. Υπηρέτησαν και οι δύο τους από τις πρώτες μέρες της κατοχής διερμηνείς τους σε επίκαιρες θέσεις. Ο ένας, ο Κερκυραίος, πήρε μετάθεση για την Αθήνα και φεύγει. Δεν μας απασχολεί και εύχομαι να μη ξανασυναντηθούμε κανένας μας μαζί του. Ο άλλος όμως, ο κ. Κ….. που είναι απόφοιτος της Ρουμανικής Σχολής Ιωαννίνων και από τα πιο ενεργά μέλη του ΕΔΕΣ, είναι από τον χαρακτήρα του, ο πιο επικίνδυνος. Όσο μπορείς, μακριά του».
Πώς να σκεφτώ άσχημα για τον άνθρωπο με την ευγενική έκφραση προσώπου και συμπεριφοράς; Από την πρώτη γνωριμία μας τον έβαλα στην καρδιά μου. Σιωπώ…. Ο Αποστ. Στρουγγάρης δίνει απάντηση στη σιωπή μου λέγοντας: «Δε φτάνει στην οικογένειά σου ο άδικος θάνατος του Δημοσθένη από αθλιότητες συναδέλφων του; Μην είσαι εύπιστος!» Του απαντώ: «Η ευπιστία αποτελεί την εσωτερική ανωτερότητα του ατόμου που θέλει να βλέπει τον κάθε άνθρωπο…». Εκείνος με διακόπτει λέγοντας: «Τέλος στη συζήτηση. Πρόσεχε την ευπιστία σου. Πρόσεχε τον φθονερό!!»
Χωριζόμαστε μπροστά στο κέντρο «Μαλάμου» της κεντρικής πλατείας. Με αργά βήματα φτάνω στο κέντρο «Κουραμπάς», όπου παραμένω, παραγγέλνοντας ένα καφέ. Προσπαθώ να ξεχωρίσω όλα και να καταλήξω σε θέσεις. Μου έρχεται στη μνήμη μια παλιά προσευχή: «Κύριε, σώσε μας, από τον φθόνο, το μίσος, την πονηρία, καθώς και από όλες τις ανοικτιρμουσύνες». Θυμάμαι, ότι την προσευχή αυτή την είχε περιλάβει ο Λούθηρος στο Ευχολόγιό του. Ακόμα θυμάμαι, ότι στο περιθώριο του βιβλίου που είχα διαβάσει τ’ ανωτέρω, σημείωσα: «Κύριε, σώσον με, εκ πάντων τούτων».
Αγωνίζομαι με τον εαυτό μου. Οι κλασσικοί συγγραφείς μας δίδαξαν, ότι: «όταν φθονείς είναι αδύνατον ν’ αγαπάς». Πλησιάζω να δικαιώσω τον Αποστ. Στρουγγάρη. Αλλά και πάλι μήπως κάνει λάθος; Τι να σκεφτώ και που να καταλήξω;
Έτος 1944
Οικογενειακώς έχουμε επανασυνδεθεί με τις οικογένειες των Εβραίων της Παραμυθιάς που είναι εγκαταστημένες και αυτές στα Ιωάννινα. Σε νοικιασμένα καταστήματα της οδού Λόρδου Βύρωνος ασκούν το εμπόριο λιανικής πωλήσεως λαϊκών υφασμάτων.
17 Ιανουαρίου 1944: Ο Σίων Μπακόλας μου ζητάει να παρέμβω στον αρμόδιο αξιωματικό Χωροφυλακής για την έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων, που είναι ο άλλοτε Διοικητής της Χωρ/κής Παραμυθιάς, φίλος και συνάδελφος του γαμπρού μου Δημ. Βιλαέτη, του οποίου και μας ανακοίνωσε την εκτέλεση. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες του θέματος εισηγούμαι για λόγους ανθρωπιστικούς στον ανωτέρω αρμόδιο αξιωματικό, έτσι δε εφοδιάστηκαν αστ. ταυτότητες ως Χριστιανοί οι: Εζράς Μπακόλας και η σύζυγός του, Νισήμ Μπακόλας και η σύζυγός του, Ηλίας Κοέν και η σύζυγός του, Γιωσέφ Κοέν και η σύζυγός του, Λέων Μπακόλας, επίσης δε με νέα εισήγηση του Σιών Μπακόλα, ο Ισαάκ Ραφαήλ και η σύζυγός του και δύο άλλοι ακόμα.
Φεβρούαριος 1944: Στην Οίκον. Εφορία ξεχωρίζω το συνάδελφο Νίκο Λεβέτσιο με αφορμή ότι γράφουμε και οι δύο στοίχους. Καλλιεργείται μεταξύ μας μια αδελφική φιλία, οπότε, κάποτε, μου εμπιστεύεται ότι είναι μέλος της ΕΠΟΝ. Του δηλώνω ότι από χαρακτήρα, μου είναι αδύνατη η ένταξη σε οργανώσεις κ.λπ.
Πληροφορούμαστε από την Παραμυθιά τις καταπιέσεις των Χριστιανών για να υπογράψουν Πράξη «Αυτοδιάθεσης της Θεσπρωτίας», με προφανή σκοπό την ένταξή της στο Αλβανικό Κράτος.
Η οικονομική κατάσταση του σπιτιού μας δεν περιγράφεται!!
Μάρτιος 1944
19-3-1944: Συναντώ στην οδό Λόρδου Βύρωνος (έξω από το κατάστημά του) το συμπατριώτη Εβραίο Λέων Μπακόλα. Είναι φοβισμένος. Μου εμπιστεύεται ότι έχουν πληροφορίες για απέλασή τους από τους Γερμανούς. Ακόμα μου λέει για τις προσπάθειες της Ισραηλιτικής Κοινότητος Ιωαννίνων, ώστε ν’ αποφευχθεί ο κίνδυνος.
Τον ρωτώ τι θα ήθελε να βοηθήσουμε. Μου λέει ότι θέλουν να συναντήσουν τον Σπύρο Κωνσταντόπουλο, εφοριακό, λόγω του δεσμού που οι Εβραίοι της Παραμυθιάς είχαν με τον αδελφό του Χρήστο, ο οποίος πρωτοδικηγόρησε στην Παραμυθιά.
21-3-1944: Φέρνω σ’ επικοινωνία τον Νισήμ Μπακόλα με το Σπύρο Κωνσταντόπουλο, ο οποίος ανέλαβε να προωθήσει μέσα σε δύο μέρες, όλους τους ανωτέρω Εβραίους στον ΕΔΕΣ, ανιδιοτελώς και από αίσθημα ανθρώπινης αλληλεγγύης.
23-3-1944: Συναντώ στο γραφείο τον επ. Κωνσταντόπουλο, που μου γνωρίζει ότι Νισήμ Μπακόλας «του είπε χθες ότι αναβάλλουν για λίγο καιρό ακόμα την έξοδό τους στον ΕΔΕΣ».
25-3-1944: Τέτοια μέρα, της Εθνικής Παλιγγενεσίας και είμαστε ακόμα κάτω από το καταπιεστικό Κνούτο των Γερμανών.
Από το σπίτι, περνώ τον «Κουραμπά» με αργά βήματα, πλησιάζοντας δε στο κέντρο «Μαλαμου» ακούω ψιθύρους για γεγονότα με τους Εβραίους της πόλεως. Επιταχύνω το βάδισμά μου, μπροστά δε από το καφενείο «Βρετάννια» ομάδες Ιωαννιτών συζητούν ότι συνελήφθησαν οι Εβραίοι και μεταφέρονται με φορτηγά αυτοκίνητα από την οδό Ανεξαρτησίας.
Αβασάνιστα παίρνω την οδό Λόρδου Βύρωνος, και μαρμαρώνω στο εκεί γωνιακό κατάστημα των αδελφών Τσουκανέλη, υφασματεμπόρων.
Τ’ αυτοκίνητα μουγκρίζουν, οι Γερμανοί συνοδοί ουρλιάζουν. Ένα τραγικό σύνολο αποτελούν οι αγεληδόν μεταφερόμενοι Εβραίοι. Μαζεύονται στα πεζοδρόμια και άλλοι Χριστιανοί Γιαννιώτες, θλιμμένοι. Οι Εβραίοι μεταφέρονται με αργοκίνητα φορτηγά αυτοκίνητα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όταν δεν μας βλέπουν (και ασφαλώς αισθάνονται και τη δική μας απελπισία) κραυγάζουν: «Αδέλφια μας Έλληνες. Θα γυρίσουμε. Θα ξαναζήσουμε όλοι μαζί. Ζήτω η Ελλάδα».
Η ψυχή δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτές τις εικόνες. Καμιά ψυχή! Νιώθω να λυγίζουν και τα άψυχα. Θέλω να φωνάξω: «Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ… Μαριάμ, Εσθήρ, Σάρρα, Σάνδρα… Κουράγιο, σας περιμένουμε, σας περιμένουμε».
Έχω την παραίσθηση πως ακούγεται βροντερή η αντιστασιακή φωνή μου, και άλλων δίπλα μου, και όλων όσων είμαστε μαρμαρωμένοι στα πεζοδρόμια. Όμως, συνειδητοποιούμε ο καθένας την εσωτερική του φωνή αυτής της ώρας, όπου άδικα εξοντώνεται ένας λαός. Είναι η φωνή της συνειδήσεώς μας, η εσωτερική δύναμη των ελευθέρων πνευμάτων που τελικά δημιουργεί και σώζει.
Ιούνιος 1944: Πρωινό Κυριακής. Βαδίζω για την Κεντρική Πλατεία. Πίσω μου ακούγονται βιαστικά βήματα, αναγκάζομαι δε να σταματήσω, όταν κάποιος με καλεί με το όνομά μου. Βλέπω το συμπατριώτη, και γνώριμο από τα Γυμνασιακά μου χρόνια, μουσουλμάνο Νούχ Μουχεδίν, γιο του από τους Ιταλούς διορισμένο (και ακόμα τώρα) προέδρου της Κοινότητος Παραμυθιάς Σαλή Μουχεδίν. Του φέρνομαι ψυχρά. Μου γνωρίζει ότι ήλθε στα Γιάννινα για Ιατρικές εξετάσεις και ότι ήθελε οπωσδήποτε να με συναντήσει, γι’ αυτό και έμαθε τη διεύθυνση της κατοικίας που μένω.
Για ν’ αποφύγω, όσο μπορώ γρηγορότερα τη συντροφιά του, ακολουθώ το δρόμο της οδού Γκύ-Σαντεπλαίρ προς τη θέση «Ζευγάρια», ώστε από το λόφο Βελισσαρίου να γυρίσω στο σπίτι που μένουμε στα «Λακκώματα».
Μου διηγείται για το κακό που έγινε σε όλους στην Παραμυθιά και χωριστήκαμε ενώ Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαμε αγαπημένοι. Αγανακτώ στις φλυαρίες του και του λέω:
– «Νούχ, είναι πολύ αργά για να ζωντανέψει εκείνη η παλιά ζωή μας. Συνεργάτες σεις των Ιταλών και των Γερμανών εφαρμόσατε -από διάφορα αίτια- μαζί τους το Νόμο των λύκων. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Φτάνει Νούχ, έλα όμως αμέσως στο τι θέλεις από εμένα; Η δυστυχία μας ωρίμασε γρήγορα και αν μπορώ θα δώσω μιαν απάντηση σε ότι σ’ απασχολεί.»
Ο Νούχ, κατακίτρινος και ταραγμένος, μου λέει:
– «Σας φταίξαμε, έχετε δίκιο, μεγάλο δίκιο. Είστε τώρα τόσοι Παραμυθιώτες στα Γιάννινα. Σας παρακαλούμε: σώστε μας!»
Του απαντώ: «Νούχ, τι λες ακριβώς, από τι και πώς να σας σώσουμε:»
Ο Νούχ, τρέμοντας, λέει σιγανά: «Οι αντάρτες σας είναι έτοιμοι να μπούνε στην Παραμυθιά και θα μας κατασφάξουν μικρούς, μεγάλους, αθώους και ενόχους. Δυστυχία μας!»
Με ξαφνιάζει η πληροφορία και αισθάνομαι την αγωνία τους. Αλλά εμείς που τώρα κατοικούμε στα Γιάννινα -και οι περισσότεροι είναι απόγονοι των 49 εκτελεσθέντων της Παραμυθιάς- τι να πρωτοσκεφτούμε, πώς να πάρουμε θέση και από ποια δυνατότητα; Έτσι του απαντώ: «προσωπικά δεν ανήκω και καμιά Ανταρτική Οργάνωση. Αλλά και γενικότερα, η σωτηρία ας, όπως πια τα έχετε καταφέρει, είναι αποκλειστικά δικό σας θέμα. Δυστυχώς, νομίζω, πως ούτε και οι Χριστιανοί που διαμένουν ακόμα στην Παραμυθιά έχουν δυνατότητες -όσο και να θέλουν- διασώσεώς σας…»
– «Μα, γιατί;» ρωτάει, ο Νούχ.
– Γιατί σας βαρύνει η ομαδική συνείδηση, του απαντώ.
– Τι μας βαρύνει; με ρωτάει.
– Του απαντώ: Εννοώ μια πανανθρώπινη συνείδηση που δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο σαν άνθρωπο. Η ομαδική συνείδηση είναι ανώνυμη και χαρακτηρίζει όλα τα εγκλήματά σας των τριών τελευταίων χρόνων. Με μια κουβέντα, η ευθύνη γι’ αυτά τα εγκλήματα σας βαρύνει όλους τους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας. Δυστυχώς δε στην περίπτωσή σας είναι πάρα πολύ δύσκολο ν’ αποδειχθεί η αθωότητα έστω και ενός ασήμαντου αριθμού σας.
Ο Νούχ, με διακόπτει, λέγοντας: «Βασίλη, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τίποτε από αυτά που μου λες. Σε ρωτάω, πες μου, πως θα σωθούμε;»
Είμαι εσωτερικά αναστατωμένος. Θα μπορούσα, να του μιλήσω πεντακάθαρα. Η εποχή όμως είναι δύσκολη. Με συγκρατημένη οργή, του λέω:
– « Νούχ, είναι πολλά και μεγάλα τα εγκλήματά σας. Θά ‘πρεπε, ο πατέρας σου που είναι Πρόεδρος της Κοινότητος, οι Ντιναίοι, οι Προνιάτες κ.λπ. να σκεφθούν διαφορετικά. Τώρα, αν ζητάς να κάνουμε κάτι οι Χριστιανοί, Παραμυθιώτες που ζούμε στα Γιάννινα, είμαστε τελείως ανίσχυρη. Ας σκεφτούν καλά, έστω και τώρα, οι Πρόκριτοι και αρχηγοί σας».
28 Ιουνίου 1944: Πληροφορούμαστε ότι το πρωί της προηγούμενης μέρας ομάδες ανταρτών των ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ απελευθέρωσαν με μάχες την Παραμυθιά. Σήμερα πολύ πρωί, μουσουλμάνοι που από διάφορους λόγους βρέθηκαν αυτές τις μέρες εδώ στα Γιάννινα, μπλοκάρισαν τα σπίτια όπου διαμένουν Χριστιανοί Παραμυθιώτες. Ο αδελφός μου Βαγγελάκης και εγώ διασωθήκαμε μέσω γειτονικής αυλής, εγώ δε το σημερινό βράδυ το περνώ φιλοξενούμενος στο σπίτι του συναδέλφου μου Νίκου Λιόλιου.
29 Ιουνίου 1944: Ξημερώματα. Πηγαίνω στο σπίτι όπου κρύβεται ο αδελφός μου και οδοιπορούμε για το χωριό Κοσμηρά, όπου συναντούμε και άλλους Παραμυθιώτες από τα Γιάννινα. Ο αδελφός μου Βαγγελάκης , ο Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης και άλλοι, φεύγουν μέσω της διαδρομής του Χανιού Τζαμαλή Αγά προς το Ελευθεροχώρι της Παραμυθιάς. Ο Γιώργος Καραμπάκος, εγώ και 3-4 άλλοι διανυκτερεύουμε πάλι στην Κοσμηρά.
30 Ιουνίου 1944: Παίρνω στην Κοσμηρά γράμμα από τον Κωστάκη Μητσιώνη που βρίσκεται στο Ελευθεροχώρι. Με συντομία και επιγραμματικά ανακοινώνει τα τραγικά γεγονότα αντεκδικήσεως των Ανταρτών Παραμυθιωτών κατά των συμπατριωτών μουσουλμάνων. Το δίνω και το διαβάζουν και οι άλλοι εδώ. Τι τραγική εικόνα! Τι περίοδος ζωής! Δεν μπορούσαν, οι μουσουλμάνοι τσάμηδες ν’ αποφύγουν τις συνέπειες της πρωτόγονης δικαιοσύνης που είναι η εκδίκηση. Αλλά και οι ίδιοι (όπως η ανωτέρω περίπτωση του Νούχ) το συνειδητοποίησαν όταν πλησίαζε η ώρα της κρίσεώς τους. Σκέφτομαι τον σε βάρος των Χριστιανών Θεσπρωτών (και ιδιαίτερα της Παραμυθιάς) κύκλο των εγκλημάτων των μουσουλμάνων. Σκέφτομαι και όσα προκύπτουν από το γράμμα του Κωστάκη Μητσιώνη και ξεσπώ σ’ ένα βουβό κλάμα.
Ιούλιος 1944: Πληροφορούμαστε τη φονικότατη μάχη της 30-6-1944 στη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» Παραμυθιάς, όπου δυνάμεις ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ κατανίκησαν τους Γερμανομουσουλμάνους.
7 Ιουλίου 1944: Την 6-7-1944, από τις δυνάμεις ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ δόθηκε σκληρή μάχη κατά των Γερμανών του χωριού Νέα Σαμψούντα της Πρέβεζας, όπου πολέμησε ηρωικά και τελικά έπεσε, ο μόνιμος Ανθυπολοχαγός της Σχολής Ευελπίδων Αλέκος Ιατρίδης. Ο πατέρας του Χαρίλαος ήταν Διευθυντής του Δημοσ. Ταμείου Παραμυθιάς από το 1930. Έτσι με τον Αλέκο ήμουνα συμμαθητής από την Πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου μέχρι και την Πέμπτη τάξη του Γυμνασίου, συνολικά εφτά χρόνια. Κλαίω και θρηνώ, το νεκρό φίλο.
Ο Αλέκος έπεσε ως ομηρικός ήρωας. Επικεφαλής τμήματος ανταρτών επιτέθηκε με το περίστροφο στο χέρι κατά του κτιρίου όπου αμύνονταν ο Γερμανός φρούραρχος, του οποίου αξίωσε την άμεση παράδοση με όλη τη δύναμη των ανδρών που είχε. Τη στιγμή εκείνη χτυπήθηκε από Γερμανικό φυλάκιο που ήταν πίσω του, έτσι δε έπεσε τραυματισμένος σοβαρά και σε λίγη ώρα ξεψύχησε. Όταν ο Γερμανός Φρούραρχος είδε νεκρό τον ωραίο 23χρονο Αλέκο, είπε: «Πως οδηγείται στη σφαγή τέτοια παλικαριά;» Είμαι απελπισμένος. Θρηνώ τον Άγγελο στην ψυχή μου και στη μορφή, τον αδελφικό φίλο μου Αλέκο Ιατρίδη, με την υπόσχεση ότι πάντοτε και δίκια θα τιμώ τη μνήμη του.
Αύγουστος 1944
17 και 18 Αυγούστου 1944: Διήμερη μάχη των δυνάμεων ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ (το σύνολο σχεδόν των πολεμιστών προέρχεται από την Παραμυθιά και την Επαρχία της) στο χωριό Μενίνα, κατά των εκεί Γερμανομουσουλμάνων τους οποίους κατανίκησαν.
31 Αυγούστου 1944: Επίθεση Γερμανομουσουλμάνων στη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» της Παραμυθιάς κατά των εκεί δυνάμεων ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ. Σκοπός η ανακατάληψη της Παραμυθιάς. Οι εχθροί κατανικήθηκαν.
Σεπτέμβριος 1944: Πληροφορούμαστε ότι μαίνονται, όλη την ημέρα της 22-9-1944 οι μάχες των Γερμανομουσουλμάνων κατά της Παραμυθιάς. Οι εχθροί κατανικήθηκαν και πάλι. Γνωριζόμαστε με τον από τα Τσερίτσανα 18χρονο αντάρτη του Ζέρβα (ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ) Δημ. Αηδόνη, τραυματία της ομάδας των Αμερικανών κομάντων, που υποστηρίζονται από ανταρτική δύναμη περίπου χιλίων (1000) ανδρών του Συνταγματάρχη Ευάγ. Ζώτου. Η επίθεσή τους κατά των Γερμανών έγινε στις στροφές του Βλαχωριού. Ο Δημ. Αηδόνης εντεταλμένος του Άγγλου ταγματάρχη Λεμπρόκ, εκπρόσωπος των Αμερικανικών δυνάμεων. Τούτον συνάντησα στην «τσουκνίδα» της Σπλάντζας, έτοιμο να επιβιβαστεί στο υποβρύχιο για αναχώρηση. Μας έδωκε χρήσιμες πληροφορίες για τα γεγονότα της Παραμυθιάς.
14-10-1944: Τμήμα ΕΔΕΣ, ύστερα από μάχη κυρίευσε το οχυρό του Μπιζανιού.
15-10-1944: Ακούγονται γρήγορα βήματα στους δρόμους, ώρα 3η το πρωί. Ακούγονται φωνές, θόρυβοι, δεν ξεχωρίζουμε λέξεις. Κάποια στιγμή ακούγεται το χαρούμενο μήνυμα: Η πόλη των Ιωαννίνων ελευθερώθηκε. Ύστερα από τόσα και θεοσκότεινα χρόνια! Τώρα κυριαρχούν στην πόλη οι δυνάμεις ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ.
Ενεργούνται συλλήψεις οπαδών ΕΑΜ-ΕΠΟΝ.
16-31/10/1944: Αρχίζει η κανονική λειτουργία των Δημοσίων Υπηρεσιών. Στην Οικονομική Εφορία μας συγκλονίζει η περιπέτεια του συναδέλφου Νίκου Λεβέτσιου. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω, μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη του εξαδέλφου του Τάσου Καζαντζή και κράτησή του στα υπόγεια του μεγάρου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, πήγε στο φυλάκιο της εισόδου για να πληροφορηθεί ειδικά. Ο εκεί υπαξιωματικός του ΕΔΕΣ μόλις άκουσε το ονοματεπώνυμο και επάγγελμα του Νίκου τον ξυλοκόπησε βάναυσα, στη συνέχεια δε τον παράδωσε σε δύο αντάρτες του, οι οποίοι στα υπόγεια του κτιρίου μαστίγωσαν τον Λεβέτσιο ανηλεώς.
Το Ν. Λεβέτσιο που νοσηλευόταν στο σπίτι του τον επισκέφτηκε ο Επιθεωρητής Οικον. Εφορίας Παναγ. Κατσικόπουλος. Σε λίγες μέρες τον επισκέφτηκα κι εγώ. Τον βρήκα καλύτερα στην υγεία του και πλημμυρισμένο από σκέψεις. Ο φιλικός δεσμός μας τον φέρνει να μου διηγηθεί τα εξής ήτοι: «Από τις πρώτες μέρες πήγε στο σπίτι του ο συνάδελφος κ. Κ…. που του είπε ότι χάρη στην παρέμβασή του διασώθηκε από πιο σοβαρή κακοποίησή του». Συγκεκριμένα, του είπε: «Τη στιγμή που σε κακοποιούσε ο Λοχίας του ΕΔΕΣ, πληροφορήθηκα το γεγονός, οπότε υπήρξε αστραπιαία η παρέμβασή μου και έτσι απολύθηκες αμέσως από το κρατητήριο».
Ακούω με συγκίνηση το Νίκο και διακόπτοντάς τον του λέγω: «Ναι! Είναι τόσο καλός συνάδελφος». Ο Νίκος γυρίζει πονώντας στο πλευρό του, σφίγγει δυνατά το χέρι μου και μου λέγει: «Δεν μπορώ να ερμηνεύσω πως ο συνάδελφος Κ…. έμαθε αυτοστιγμή την κακοποίησή μου. Εκτός αν …».
Μας δένει η σιωπή. Σε λίγο ο Νίκος συνεχίζει: «Το γεγονός αυτό -και μόνο- με βάζει σε σκέψεις. Θέλω να τις διώξω, μα όλο και με τριγυρίζουν. Τώρα, τι να σου πω! Πιστεύω απόλυτα ότι υπαίτιος της κακοποιήσεώς μου είναι ο συνάδελφος αυτός που παρουσιάζεται υπερεθνικιστής, μάλιστα δε και τιμητής των πάντων».
Μένω άφωνος. Μου είναι αδύνατον να δεχθώ τον τόσο ευγενικό ανωτέρω συνάδελφο, ως ουτιδιανό. Ο Νίκος σωπαίνει. Του εκφράζω την επιφύλαξή μου. Ο Νίκος σωπαίνει! Κάποτε ψιθυρίζει: «τώρα συνειδητοποιώ, ότι είναι ο μόνος υπαίτιος της κακοποιήσεώς μου».
Δεκέμβριος 1944 Δυστυχισμένη πατρίδα! Τραγική γενιά μου και όλες οι άλλες κοντινές. Την 31-12-1944 τρέχει άφθονο αίμα Ελληνικό στην Αθήνα με την έναρξη του κινήματος ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
19-12-1944: Ο στρατηγός Ζέρβας διέταξε την προληπτική σύλληψη οπαδών του ΕΑΜ στα Ιωάννινα.
21-12-1944: Γενική επίθεση κατά της πόλεώς μας των δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Δυνάμεις των ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ με πλήθος κατοίκων, μεταφέρονται με αυτοκίνητα στην Πρέβεζα.
26-30/12/1944: Με Βρεταννικά πλοία από την Πρέβεζα και από την Ηγουμενίτσα μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα δυνάμεις ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ με πυρομαχικά, εφόδια κ.λπ., καθώς και πλήθος οπαδών του από την Ήπειρο. Αφ’ ότου εγκαταστάθηκα στα Γιάννινα (Οκτώβρη 1944) μέχρι τώρα, καθημερινή μου (τα μεσημέρια) συντροφιά είναι οι: Γρηγόρης Τζομάκας, φιλόλογος και Γεώργιος Σουλιώτης, εφοριακός τμηματάρχης. Συχνά αναζούμε όλα της Παραμυθιάς. Σήμερα (30-12-1944), ο Γρ. Τζομάκας μας εμπιστεύτηκε ότι ο υποδηματοποιός της Παραμυθιάς που αφέθηκε λεύτερος και αντί αυτού συνελήφθηκε ο Γυμνασιάρχης Κων. Σιωμόπουλος, ήταν κάτοχος ταυτότητος Ρουμανικού Προξενείου Ιωαννίνων
Έτος 1945
Εαμοκρατία στην Ήπειρο από τα τέλη Δεκεμβρίου 1944.
Στο γραφείο μας, την Οικον. Εφορία Δωδώνης, όλα είναι αναστατωμένα. Παραμένω σιωπηλός.Με έγγραφο υπ’ αριθ. 28/26-1-1945 του Οικον. Εφόρου μου κοινοποιείται η υπ’ αριθ. 167/23-1-1945 απόφαση της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου αποσπάσεώς μου στο Κλιμάκιο της ΕΤΑ (=Επιμελιτεία του Αντάρτη). Αρνούμαι να την εκτελέσω γιατί: α) Δεν ανήκω σε καμιά οργάνωση, β) Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με τον εαυτό μου, και γ) Σε περίπτωση, έστω και καταναγκαστικής προσφοράς των υπηρεσιών μου στην ΕΤΑ, θα αυτότοποθετούμουνα εκτός Δικαίου και έξω κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Τούτο, αποκλειστικά λόγω της εκτελέσεως από την ΟΠΛΑ του ΕΛΑΣ του γαμπρού μου (συζύγου της αδελφής μου) Εθνομάρτυρα Υπομοιράρχου Δημ. Βιλαέτη. Οι υπηρεσιακές πόρτες, όπου προσφεύγω είναι κλειστές. Σ’ ένα ή δύο, γνώριμους από παλιά χρόνια της οικογένειάς μου, βρίσκω κλειστή πόρτα, αν και «υψηλά» πρόσωπα του ΕΑΜ, θα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Διηγούμαι το θέμα μου στο γιατρό Νίκο Σκοπούλη, που είναι γιατρός και στα μικρά παιδιά της αδελφής μου. Φανερώνεται ο εξαίρετος Άνθρωπος και κατορθώνει να με δεχθεί ο Λαϊκός Γενικός Διοικητής Ηπείρου (ο πιο ισχυρός από την τριμελή Επιτροπή) δικηγόρος Γ. Νιαβής. Γνωρίζει το θέμα μου, δείχνει ότι δικαιώνει την επίμονη άρνησή μου, αλλά μου λέει, ότι δεν μπορεί να παέμβει. Τότε -πώς βρήκα, αλήθεια, αυτό το θάρρος- του είπα: «Αποκλείεται να υπηρετήσω στην ΕΤΑ. Βέβαια, θ’ απολυθώ από την υπηρεσία. Βέβαια θα πεινάσουμε και οι γονείς μου και η αδελφή μου με τα ορφανά μικρά παιδιά της (ακόμα δεν παίρνουν σύνταξη) και ο αδελφός μου κι εγώ. Επαφίεμαι στη συνείδησή σας».
6 Φεβρουαρίου 1945: Ύστερα από 8 μέρες, ειδοποιούμαι και αναλαμβάνω υπηρεσία στην Οικον. Εφορία, χωρίς ν’ ανακληθεί η απόσπασή μου στην ΕΤΑ. Εργάζομαι απομονωμένος και απελπισμένος!
Μάρτιος 1945: Εθνική αποκατάσταση στην Ήπειρο. Η Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου συγκεντρώνει στοιχεία για τη διαγωγή κατά την περίοδο της Εαμοκρατίας στα Ιωάννινα, τον Οικονομικών Υπαλλήλων. Πληροφορούμαστε ότι για τους Εφοριακούς υπαλλήλους πληροφοριοδότες είναι τρεις συνάδελφοι.
Απρίλιος – Μάιος 1945: Με την υπ’ αριθ. 3093/30-4-1945 διαταγή της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου μου έγινε μετάθεση από τα Ιωάννινα στην Παραμυθιά. Τώρα, όλοι (γονείς, αδελφή, παιδιά της και ο αδελφός μου) είμαστε εγκαταστημένοι στα Ιωάννινα. Προσπαθώ να μάθω τα αίτια αυτής της ανεπιθύμητης και ασύμφορης μεταθέσεως. Τελικά παρουσιάζομαι στην Επιθεωρητή Οικον. Εφοριών Παναγ. Κατσικόπουλο. Μ’ ακούει με προσοχή και φανερώνει το ήθος και την ανθρωπιά του, λέγοντάς μου: «Είσαι θύμα αθλίων συναδέλφων σου και ενός του ταμειακού Κλάδου. Να μου φέρεις αμέσως μια αναφορά σου, ότι δεν ανέλαβες υπηρεσία στην ΕΤΑ». Εκάθησα στο διπλανό γραφείο του βοηθού Επιθεωρητού Εφοριακού και λαμπρού ανθρώπου Κώστα Παπακώστα, όπου συνέταξα την ανωτέρω αναφορά μου με ημερομηνία 5 Μαΐου 1945, την οποία και κατέθεσα. Με την υπ’ αριθμ. 3253/14-5-1945 διαταγή της Γεν. Διοικήσεως Ηπείρου ακυρώθηκε η προγενέστερη διαταγή μεταθέσεώς μου στην Παραμυθιά και έτσι υπηρετώ στα Ιωάννινα.
Ιούλιος 1946: Εφαρμόζεται η υπ’ αριθ. 59 Συντακτική Πράξη με την οποία απολύονται όλοι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι που διορίστηκαν στην Ιταλογερμανική Κατοχή. Από αυτούς θα επαναδιοριστούν, ύστερα από κρίση για τις πράξεις τους κατά την ανωτέρω περίοδο, κ.λπ. ένα μεγάλο μέρος τους. Πληροφορούμαι κακοηθέστατη ενέργεια τριών συναδέλφων (εφοριακών) και ενός του Ταμειακού Κλάδου, που επεδίωξαν τον μη επαναδιορισμό μου με εδραίωση την απόσπασή μου (και μόνο) στην ΕΤΑ, χωρίς να συνδυάζουν το γεγονός ότι δεν υπηρέτησα σ’ αυτήν, ούτε ένα λεπτό της ώρας.
Με την υπ’ αριθ. 276/25-10-1945 Υπουργική πράξη επαναδιοριστήκαμε όλοι οι εφοριακοί που υπηρετούμε στην Ήπειρο, εκτός από τρεις. Θα είχαν διασωθεί από το πεζοδρόμιο που τους έριξαν, αν στους εναντίον τους πληροφοριοδότες υπήρχε και ένα -έστω- ίχνος ανθρωπιάς.
25-10-1945: Ύστερα από δεκαήμερη ασθένεια πέθανε σήμερα σε ηλικία 75 ετών, ο καλός, ο άνθρωπος, ο άγιος πατέρας μου.
Κλαίω απελπισμένα! Η μητέρα μου (τραγική μάνα) με παρηγορεί: «Άφησέ το, παιδί μου, σας λάτρευε αφάνταστα, υπέφερε πολλά στη ζωή του. Μη κλαίτε, έτσι θα αναπαύεται γαλήνιος».
26-10-1945: Εκατοντάδες Θεσπρωτοί και Γιαννιώτες ακολουθούν την κηδεία του τραγικού και άριστου πατέρα μου, στην εκκλησία «Άγιος Νικόλαος στους Κοπάνους». Νύχτες, αγρυπνώ ζωντανεύοντας τη μορφή του. Από μικρό με δίδασκε. Όταν διορίστηκα εφοριακός με φίλησε και μου είπε:
– «Να φυλάγεσαι, παιδί μου, από την ωραία αγωγή σου, την ευαισθησία και την ευγένειά σου (που είναι ουσιαστική και όχι επιτηδευμένη). Αυτά σου τα προσόντα -είναι κανόνας- ότι αυξάνουν την ευπιστία, η οποία -δυστυχώς- ανοίγει το δρόμο της πλάνης, οπότε -φυσικά- και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Γι’ αυτό, παιδί μου, πρόσεξε να φυλάγεσαι από την ωραία εσωτερικότητά σου».
Τώρα, με τόσες εμπειρίες στο τόσο μικρό ανωτέρω διάστημα, φέρνω στη θύμηση τον λόγο του Πλουτάρχου: «Δεν υπάρχει πιο άγριο θηρίο από τον άνθρωπο, όταν κατέχει δύναμη ίση με το πάθος του». Κυρία αιτία, το πάθος, η ζηλοφθονία, κ.α. Σκέφτομαι τη βιβλική μορφή του πατέρα μου και ρωτάω:- «Πες μου, πατέρα, πώς να καταλάβω τον ζηλόφθονο, τον κακούργο και κακοήθη, πίσω από το προσωπείο του;» Ο πατέρας μου είναι μια ιερή σκιά τώρα. Και εγώ, πώς μπορώ να σκεφτώ άσχημα για φίλο με ευγενική φυσιογνωμία και λεπτούς τρόπους;
Έτος 1946
Άνοιξη: Στην Οικονομική Εφορία μου προσθέτουν και το αντικείμενο της αποκαταστάσεως στα περιουσιακά τους στοιχεία των από τους Γερμανούς απελαθέντων Εβραίων των Ιωαννίνων (από τους 2.000 κατοίκους διασώθηκαν (180) εκατόν ογδόντα περίπου), είτε των διασωθέντων, είτε των κληρονόμων τους.Η σύνθεση της αρμόδιας Επιτροπής αποτελείται από τους: Ευαγγ. Σούρλα, Οικον. Έφορο Δωδώνης, ως πρόεδρο, Βας. Ονουφρίου και Βας. Κυρικόπουλο, Διοικητικούς Υπαλλήλους, Ιωσήφ Κοέν, Πρόεδρο Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων και από εμένα, ως Γραμματέα της Επιτροπής. Με υπηρεσιακή συνείδηση, τιμιότητα και ανθρωπιά, η Επιτροπή απέδωκε στους δικαιούχους Εβραίους την ακίνητη περιουσία τους, όσα χρυσά νομίσματα, κοσμήματα κ.λπ. που οι αρμόδιες επιτροπές κατά το χρόνο συλλήψεως και μετά την απέλαση των Εβραίων, συγκέντρωσαν και νόμιμα κατέθεσαν σε θυρίδες της Εθνικής Τραπέζης (Υποκαταστήματος Ιωαννίνων), επίσης τις ραπτομηχανές που τότε συγκεντρώθηκαν και με πράξεις της Διοικήσεως παραδόθηκαν για χρήση σε φτωχά κορίτσια των Ιωαννίνων κ.λπ.
Μάιος 1946: Τον Οικον. Έφορο κ. Ευάγγ. Σούρλα, επισκέφτηκε τις τελευταίες μέρες ο εκπρόσωπος των Ισραηλιτών της Ελλάδος κ. Ασέρ Μωϋσής. Καλούμαι στο γραφείο του κ. Εφόρου. Ο κ. Ασέρ Μωϋσής εκφράζει στους δύο μας την ευαρέσκειά του και την ευγνωμοσύνη του για το αρεστό έργο μας της αποκαταστάσεως των ομοθρήσκων του. Ο κ. Έφορος, απαντάει: «Επράξαμε το καθήκον μας».
28 Ιουλίου 1946: Σήμερα τελούνται οι γάμοι μου με την Γιαννιώτισσα Ερρικέτη Κλεάνδρου Παπαδοπούλου, πτυχιούχο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αρσακείου Αθηνών. Ας κατευθύνει τα βήματά μας η θέληση του Θεού.
Αύγουστος 1946: Καλείται για κατάταξη η κλάση μου του 1942. Ο Οικον. Έφορος, κ. Ευάγγ. Σούρλας, αυτοπροαίρετα υπέβαλε υπηρεσιακή αναφορά, όπως τύχω προσωρινής αναβολής κατατάξεως για αυστηρά υπηρεσιακούς λόγους. Προφανώς στην ενέργειά του αυτή οφείλεται η δεκάμηνη αναβολή κατατάξεως που έτυχα, όταν παρουσιάστηκα στο Στρατολογικό Γραφείο του Στρατιωτικού Κέντρου Εκπαιδεύσεως Μεσολογγίου.
Τέλη Αυγούστου 1946: Οι περισσότεροι από τους Παραμυθιώτες που στη διάρκεια της Ιταλογερμανικής Κατοχής αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στα Γιάννινα, έχουν επανεγκατασταθεί στην Παραμυθιά. Από τους Εβραίους της Παραμυθιάς διασώθηκε στη Μέση Ανατολή ο Σιών Μπακόλας με την τότε μνηστή του Αιμιλία Καμπελή, από πέρισυ δε είναι εγκαταστημένοι μόνιμα και οικογενειακά στα Γιάννινα, αρκετοί Παραμυθιώτες, από τους οποίους σημειώνω τους εξής: 1) Βασίλης Χόβολος, βιβλιοπώλης, 2) Στέλιος Τσαμάτος, υφασματέμπορος, 3) Φώτης Αλιγιάννης, έμπορος, 4) Προκόπιος Μητσιώνης, 5) Χρήστος Τσίλης, υπάλληλοι Τ.Τ.Τ., 6) Δύο οικογένειες Τζάντζου, υποδηματοποιοί, ήτοι του Κων/νου Τζάντζου και του Θεοδώρου Τζάντζου, 7) Η δική μου οικογένεια Κραψίτη (Ευάγγελος και Βασίλης, με τους γονείς τους), 8) Η οικογένεια της αδελφής μου Θοδώρας χήρας Δημ. Βιλαέτη, 9) Η Ουρανία Τζάκου, χήρα Τόμπρα, με την αδελφή της Μαργαρίτα, 10) Η Φαίδρα Γάτση με τους γονείς της. Ο πατέρας της ασκεί εδώ το επάγγελμά του, του γιατρού παθολόγου, 11) Η Αγγέλα Αλιγιάννη με τις αδελφές της Βικτωρία και Γεωργία. Ο πατέρας τους Κων/νος και ο αδελφός τους ο Σωτήρης εκτελέστηκαν την 29/9/1943 με τους 49 Προκρίτους Παραμυθιώτες. Μόνος τους προστάτης είναι ο αδελφός τους Γιάννης που ξαναγύρισε στην Παραμυθιά, στο μαγαζί του, και η εργασία της Βικτωρίας, ως μοδίστρας. Η Αγγέλα στον προηγούμενο χρόνο γράφτηκε -όπως ίσχυσε ένας ειδικός νόμος- χωρίς εισιτήριες εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Κάποτε πληροφορηθήκαμε ότι την διέγραψαν από σπουδάστρια ως Κομμουνίστρια. Αγανακτούμε για την αδικία που της έγινε. Ποιος ήταν ο άθλιος κατήγορός της, για ποια αιτία εγκλημάτισε (όπως πιστεύω) και πώς εδραίωσε την κακή του πράξη; Πώς οι αρμόδιοι δεν της έδωκαν το δικαίωμα να απολογηθεί; Πού και πώς θα σταθεί μια νέα που αγωνίζεται να πάρει αξιοκρατικά και με θυσίες μια θέση στη ζωή; Δυστυχισμένη Ελλάδα! Τι καιροί και τι ήθη! Πότε θ’ απαλλαγούμε από τις τόσες αθλιότητες του έσω και του έξω κόσμου μας ως Έλληνες;
Σεπτέμβριος 1946: Τι ευχάριστες στιγμές! Η πόλη των Ιωαννίνων έχει γεμίσει από τις εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ξανασυναντιόμαστε με τους αξιωματικούς, αποφοίτους της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων: Δημ. Παναγιωτίδη και Σπύρο Τσαβαλιά. Πόσα έχουμε να θυμηθούμε από τα Γυμνασιακά μας χρόνια, αλλά και ο καθένας να επισημάνει προσωπικά του γεγονότα της μέχρι τώρα ζωής του!
Η πατρίδα μας στην περίοδο της Ιταλογερμανικής Κατοχής και της ρήξεως ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ (αντί ενωμένες οι δυνάμεις τους ν’ αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό) μεταβλήθηκε ολόκληρη σε ερείπια. Στην ύπαιθρο έχουν ρημάξει και καταστραφεί τα χωριά μας. Στην πόλη των Ιωαννίνων μένουν υποαπασχολούμενοι εκατοντάδες από τα ορεινά χωριά του Νομού τους, το δε πρόβλημα της στέγης είναι μεγάλο. Οι εκλογές της 31-3-1946 έδωκαν την πρώτη Κυβέρνηση, το δε δημοψήφισμα της 1-9-1946 επανέφερε στο θρόνο τον Γεώργιο Β’. Από το καλοκαίρι τούτου του χρόνου άρχισε στο Παρίσι τις εργασίες της η διάσκεψη της ειρήνης. Θα ικανοποιηθούν τα εθνικά δίκαια της πατρίδας μας; Από την 30-3-1946 άρχισε ο αγώνας ο ένοπλος των κομμουνιστών κατά της Ελλάδας, με προσβολές σταθμών Χωροφυλακής, δημιουργίες βάσεως εξορμήσεών τους στα χωριά τα παραμεθόρια, ενώ οι κάτοικοι φεύγουν για τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα που δύσκολα μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν από τη Διοίκηση και το Στρατό μας. Αυτά τα τόσο σοβαρά θέματα μας απασχολούν με τους συμμαθητές μου αξιωματικούς Δημ. Παναγιωτίδη και Σπύρο Τσαβαλιά. Πού βαδίζουμε; Ποιες νέες εθνικές περιπέτειες μας περιμένουν; Τα άλλα κράτη που βρέθηκαν κάτω από το κνούτο των Χιτλερικών Γερμανών ανασυγκροτούνται και αναδημιουργούνται. Εμείς αυξάνουμε τα ερείπιά μας της Κατοχής και χύνεται άφθονο το αδελφοκτόνο αίμα μας. Τι και πώς θα μας σώσει; Δυστυχισμένη Ελλάδα, που το φως σου;
Οκτώβριος 1946: Τις πρώτες μέρες αυτού του μήνα, έχω μια πολύ ευχάριστη επικοινωνία. Ύστερα από τον Ιούλιο του 1938 που τελειώσαμε το Γυμνάσιο, συναντιέμαι με τον εξαίρετο συμμαθητή μου το Λάζαρο Κυρίτση. Είμαστε συμμαθητές στην τάξη ΣΤ’ του Γυμνασίου της Παραμυθιάς. Στο καφεζαχαροπλαστείο «Παρθενών» περνάμε όλο το πρωινό αυτής της Κυριακής. Πόσα δεν έχουμε να θυμηθούμε! Κυριότερα μιλάει για την έναρξη του 1938 που αρρώστησε, για μήνες, από τύφο και κινδύνεψε να πεθάνει. Δακρυσμένος μου λέει: «Δεν ξεχνώ με πόση αγάπη μου παρασταθήκατε όλοι οι συμμαθητές μου! Δεν ξεχνώ το γιατρό Λευτέρη Βαλασκάκη, που ως γιατρός του Οικοτροφείου, όπου εμείς που καταγόμαστε από άλλες της Ηπείρου περιοχές είχαμε ύπνο και φαγητό με συμβολικό τίμημα, μ’ επισκέπτονταν από ανθρωπιά και επιστημονική συνείδηση τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα και έτσι μπορώ να πω, ότι σώθηκε και η ζωή μου». Του γνωρίζω, ότι εκτελέστηκε με τους 49 Προκρίτους της Παραμυθιάς. Μου απαντάει: «Το γνωρίζω, γι’ αυτό και πάντα τον κλαίω!» Μένουμε για λίγο σιωπηλοί, ο καθένας με τις σκέψεις του. Τον καλώ για μεσημέρι, στο σπίτι μου. «Έλα, Λάζαρε, του λέω. Θα χαρεί πολύ η γυναίκα μου να σε γνωρίσει, γιατί της έχω μιλήσει αρκετά και για σένα!» Μ’ ευχαριστεί ευγενικά και χωριζόμαστε. Ο Λάζαρος, μ’ αποχαιρετάει με τη φράση: «Βασίλη, στην Παραμυθιά και ιδιαίτερα λόγω της τότε ασθένειάς μου, έμαθα τι σημαίνει άνθρωπος και ανθρωπισμός!» Τον κοιτάζω επίμονα και ψιθυρίζω τη φράση του Ηρακλείτου: «Οι θεοί είναι αθάνατοι άνθρωποι, και οι άνθρωποι είναι θνητοί θεοί». Την σημειώνει, ενώ οι θαμώνες του κέντρου μας βλέπουν να δίνουμε ο ένας στον άλλον το αδελφικό φιλί της αγάπης.
Δεκέμβριος 1946: Κλείνω το παρόν Ημερολόγιό μου. Μπροστά μου υψώνεται από τους ιδεαλιστικούς και ευγενικούς σκοπούς που έθεσα στον εαυτό μου, ένα πανύψηλο βουνό. Προστάτεψέ με, Θεέ μου, να ‘ναι όλος ο δρόμος της ζωής μου αγώνας ιερός και τίμιος, για την αρετή, την αλήθεια, τον αλτρουϊσμό, την αγάπη στον σύμπαντα κόσμο. Το γνωρίζω καλά, ότι, αφού έχω θέσει μέτρο της ζωής μου την αγάπη, οπωσδήποτε θα πολεμηθεί. Η συκοφαντία, η επιβουλή και ο φθόνος προκαλούν ευχαρίστηση στους άθλιους χαρακτήρες. Γνωρίζω να υποφέρω γενναία, οι δε προθέσεις μου είναι ηθικές και ενάρετες. Είμαι γυμνασμένος εσωτερικά με την ειλικρίνεια, την αξιοπρέπεια, την καλοσύνη, την ελευθερία της κρίσεως, τη σκέψη και την αντοχή στον πόνο, την υπομονή και την επιμονή, γι’ αυτό και είμαι έτοιμος για οποιαδήποτε θυσία στο βωμό της αρετής και της τιμής. Τέτοιες θυσίες φέρνουν τη γαλήνη στην ψυχή και κάνουν τη χαρά να ωριμάζει τη ζωή και ν’ ανεβάζει το καλό. Αγκαλιάζω με αγάπη και ήθος τη ζωή και προχωρώ με θάρρος και πίστη.
Σημειώσεις του 1990
1. Το βράδυ των συλλήψεων των Προκρίτων της Παραμυθιάς έγινε διάρρηξη και στο κτίριο του Γυμνασίου. Το Γραφείο του Γυμνασιάρχη καταστράφηκε και έτσι όλα τα ανωτέρω χειρόγραφα κ.λπ. χάθηκαν.
2. Υπηρέτησα στις τάξεις του στρατού με το βαθμό του στρατιώτη, ασυρματιστής των Διαβιβάσεων, συνολικά μήνες 29. Από αυτούς, μήνες 15 και μέρες 12 υπηρέτησα στο 40 Σύνταγμα προκαλύψεως και σε περίοδο αμέσου κινδύνου της ζωής μου (κατάταξή μου την 2η Ιουλίου 1949)
Join the Conversation