Η επιχειρηματικότητα των κατοίκων της πόλης, τους έκαναν γνωστούς έμπορους και πραματευτάδες τόσο στην χώρα μας όσο και στο εξωτερικό αφού εξαγωγές πραγματοποιούνταν σε Ιταλία, Ρουμανία, Ρωσία, Τουρκία, Αίγυπτο κ.α., ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους και σε άλλες χώρες.
Η αναγνωρισμένη εμπορικότητα της Παραμυθιάς, είχε ως αποτέλεσμα την μετανάστευση στην Παραμυθιά, πολλών οικογενειών από διάφορες περιοχές της Ελλάδος. Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας την λέξη μετανάστευση, αισθανόμαστε πόνο, όμως στην περίπτωσή μας η μετανάστευση έφερε ανάπτυξη και αναγνωρισιμότητα αφού η Παραμυθιά δεν έδιωχνε τους κατοίκους της αλλά αντιθέτως δεχόταν εσωτερικούς ποιοτικούς μετανάστες. Όχι εργάτες που έψαχναν για εργασία αλλά επιχειρηματίες που πρόσφεραν θέσεις εργασίας και ανάπτυξη.
Στην Παραμυθιά κατέφθαναν γνωστές οικογένειες από την Ήπειρο και την Μακεδονία μέχρι την στερεά Ελλάδα. Επιχειρηματικά μυαλά που μεγαλούργησαν στην πόλη μας και με το πέρασμα των αιώνων έγιναν και αυτοί ονόματα αναφοράς για την Παραμυθιά.
Μεγάλα ονόματα της πόλης έγιναν ιστορικοί οικονομικοί παράγοντες και ευεργέτες του τόπου, όπως οι οικογένειες Μαρούτση, Παραμυθιώτη, Βούλγαρη, Στράτη, Πασχάλη, Ρίγγα, Λούλη, Μαυρογιάννη κ.α.
Η μεγάλη εμπορικότητα της Παραμυθιάς είχε ως αποτέλεσμα και την δημιουργία του πρώτου μεγάλου παζαριού στην Ήπειρο στα τέλη του 1800, το όποιο ξεκίνησε ως ζωοπανήγυρη. Γρήγορα όμως επεκτάθηκε και σε άλλους κλάδους του εμπορίου και έγινε γνωστό με την ονομασία Λάμποβος.
Ταυτόχρονα, το παζάρι του Σαββάτου έγινε το πιο ξακουστό εβδομαδιαίο παζάρι στην Ήπειρο. Η αρχή έγινε με τα μικρά γραφικά καταστήματα της πόλης.
Έμποροι από τα Ιωάννινα κατέβαιναν στην Παραμυθιά για την αγορά προϊόντων του πρωτογενή τομέα και την μετέπειτα μεταπώληση στα Γιάννενα. Γαλάκτοκομικά προϊόντα, λάδι και ελιές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο μνημειώδης Γιαννιώτης Ζάζος ο Λαδάς, που προωθούσε τις ελιές και το ελαιόλαδο της περιοχής στις γειτονιές των Ιωαννίνων.
Ιδιαίτερη δυναμικότητα στην αγορά της Παραμυθιάς είχαν τα προϊόντα ένδυσης όπως οι κάπες, τα κοντόκαπα και τα υφάσματα. Ήταν εποχές που τα ενδύματα της Παραμυθιάς έντυναν ολόκληρη την Ήπειρο και πολλές περιοχές ανά την Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παραδοσιακές στολές της Παραμυθιάς (που δεν έχουν καμία σχέση με αυτές του Σουλίου) να μείνουν στην ιστορία ως τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας, σύμφωνα με το λύκειο Ελληνίδων.
Με το πέρασμα των ετών, δυναμική παρουσία στην αγορά της Παραμυθιάς έκαναν τα φημισμένα κρεοπωλεία της πόλης.
Ταυτόχρονα τα γνωστά ταμπάδικα ή τουτούνια παρήγαγαν τον φημισμένο για το άρωμά του Τσάμικο Ταμπάκο.
Καινοτόμες επιχειρήσεις όπως αυτή της οικογένειας Ρίγγα, παρήγαγαν και πραγματοποιούσαν εξαγωγές στην Ιταλία της «Τσερμιτζέλας» που ήταν το χρυσόξυλο της Παραμυθιάς που χρησιμοποιούταν ως πρώτη ύλη για βαφές.
Η επιχειρηματικότητα όμως δεν έμεινε μονό στα προϊόντα αλλά επεκτάθηκε και στις υπηρεσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ηλεκτροφωτιστική εταιρεία Κολσουζιάν & Ριζιάν. Ήταν τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Παραμυθιά παρήγαγε το δικό της ηλεκτρικό ρεύμα.
Την πορεία του προς την Αυτοκρατορία, ξεκίνησε από την Παραμυθιά ο γνωστός οίκος Bvlgari, με τον ευεργέτη Σωτήριο Βούλγαρη, να δημιουργεί το πρώτο του κατάστημα στην Παραμυθιά.
Η οικογένεια Μαρτούτση αγόραζε και πουλούσε βαφική ύλη (πρινοκούκι), κερί, μαλλί, καπέλα, μαντίλια από το Χαλέπι, χαλιά από τη Μεσσήνη, βαμβάκι από τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και τη Σμύρνη, καφές από την Αλεξάνδρεια, ενώ είχαν και το μονοπώλιο του καπνού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η οικογένεια Μαρούτση ασχολήθηκε με αγοροπωλησίες ακινήτων στη Βενετία και στη γύρω περιοχή και επιδόθηκε σε τραπεζικής φύσης υποθέσεις, με αποτέλεσμα να γνωρίσει τεράστια οικονομική άνοδο.
Δεν είναι δυνατόν η επιχειρηματικότητα της Παραμυθιάς να χωρέσει σε ένα άρθρο. Ωστόσο δεδομένη είναι η αναγνώριση της προσφοράς της στην εμπορική ανάπτυξη της Ηπείρου.
Μια προσφορά που δεν περιορίστηκε μόνο στην οικονομική ακμή αλλά ήταν βασικός παράγοντας τόσο για την πολιτισμική ανάπτυξη όσο και για την ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων.
Στο βιβλίο του «ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ ΓΗ», ο αείμνηστος Γιάννης Παρόλας αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο στα εμπορικά καταστήματα και την επιχειρηματικότητα της πόλης.
Στο κείμενο που ακολουθεί (πίστη μεταφορά από το βιβλίο για την paramythia-online.gr από την Χριστίνα Οπράν), μπορείτε να διαβάσετε πως περιγράφει ο Γιάννης Παρόλας την επιχειρηματικότητα της Παραμυθιάς, ενώ για περισσότερα, μπορείτε να αγοράσετε το βιβλίο:
Με τα γνωστά μεταφορικά μέσα της εποχής, τα άλογα, διακινούνταν από τα κέντρα και προς τις διάφορες περιοχές προϊόντα, πραμάτειες και εμπορεύματα από γυρολόγους και πραματευτάδες. Ο πραματευτής-έμπορας ήταν γέννημα-θρέμμα του φεουδαρχικού συστήματος. Βγήκε μέσα από αυτό, και έγινε το δαυλί που έβαλε τη φωτιά και έκαψε το φεουδαλισμό. Ήταν ο μοχλός που σήκωσε όλο το βάρος της καινούργιας κοινωνικής διάρθρωσης και αυτός που απαίτησε το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Ο πραματευτής δούλεψε με κέντρο την αγορά.
Η δραστηριότητα αυτού του έμπορα και πραματευτή αναπτύχθηκε στους τόπους των παζαριών και των εμποροπανηγύρεων, εκεί που γινόταν το αλισβερίσι των αγορών, των πωλήσεων και των ανταλλαγών, όπου κάθε συμφωνία και πράξη δένονταν με καπάρο (δεσμευτική προκαταβολή). Ο πραματευτής ζητούσε, παζάρευε και καπάριαζε όσα από τα προϊόντα του τόπου είχαν ζήτηση και όσα μπορούσε να αγοράσει, να τα μεταφέρει και να τα μεταπωλήσει σε άλλα μέρη. Και μέσα από αυτόν τον έμπορα-πραματευτή έμπαινε σε κίνηση η παραγωγική δραστηριότητα.
Τσιαμπάσηδες και άλλοι μεσολαβητές είχαν και αυτοί το ρόλο τους στο μεγάλο αυτό πάρε-δώσε των αγορών, των πωλήσεων και των ανταλλαγών. Σε σπίτια και σε μαγαζιά, σε εργαστήρια και σε βιοτεχνίες, σε σιδηρουργεία, σε χαλκουργεία και σε τενεκετζίδικα, τεχνίτες, καλφάδες και μαθητευόμενοι δούλευαν και έφτιαχναν εργαλεία και άλλα πολλά και διάφορα είδη, για την κάθε δουλειά, καθώς και για τις πολλαπλές ανάγκες των ανθρώπων. Έτσι, έμπαινε σε κίνηση η πολύπλευρη δραστηριότητα για την παραγωγή χρήσιμων ειδών, πραγμάτων και προϊόντων.
Πάντα οι ανάγκες των ανθρώπων ήταν δεμένες με την παραγωγική τους δραστηριότητα. Και, όταν οι ανάγκες αυτές μεγάλωσαν, καθιερώθηκαν σε ορισμένα μέρη μεγάλες εμποροπανηγύρεις, που γίνονταν κάθε χρόνο και κρατούσαν μέρες. Σ’ αυτές τις εμποροπανηγύρεις, που παράλληλα ήταν και ατ’ παζάρια (αλογοπάζαρα-ζωοπάζαρα), πήγαιναν άνθρωποι όχι μόνο από τα γύρω μέρη, αλλά και πέρα από αυτά, ακόμα και από το εξωτερικό. Η σημασία των αγορών αυτών ήταν μεγάλη, γιατί όχι μόνο προβάλλονταν όλα τα είδη που παράγονταν ή και κατασκευάζονταν στον τόπο, αλλά διακινούνταν και πράγματα-εμπορεύματα από άλλες περιοχές, χρήσιμα για την δουλειά και το νοικοκυριό του κόσμου.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, το άλογο, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήταν κύριο στοιχείο δουλειάς και βασικός παράγων διακίνησης –στην ξηρά- εμπορευμάτων και ανθρώπων. Η αγορά, η πώληση και η ανταλλαγή αλόγων και άλλων ζώων, τα ατ’ παζάρια, ήταν από τα βασικά και κύρια ενδιαφέροντα των μεγάλων χρονιάτικων παζαριών. Γενικά, βέβαια, τότε όλες οι μεταφορές γίνονταν με τα μεταφορικά αυτά ζώα, με τους γνωστούς αγωγιάτες, ή και με ζώα που μερικοί αγρότες διατηρούσαν στο σπίτι τους και στο νοικοκυριό τους.
Η παράδοση αναφέρει ότι ένα άλογο κρατάει ένα σπίτι. Η σημασία των πανηγυριών ήταν μεγάλη, γιατί στις βάσεις του εμπορίου, της αγοραπωλησίας και της ανταλλαγής στηρίζονταν η παραγωγική ανάπτυξη του τόπου και η ζωή των ανθρώπων. Σε αυτά, εκτός των άλλων, γίνονταν μεγάλες γνωριμίες και ωφέλιμες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, παντρέματα, διασκεδάσεις και το πιο σημαντικό αναπτύσσονταν εδώ και πολιτιστικά ανταμώματα.
Οι διάφορες γνωριμίες που γίνονταν κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης βοηθούσαν στην ανάπτυξη της πολιτιστικής κίνησης, στη διακίνηση των ιδεών, στην ανταλλαγή της πείρας και στη μετάδοση της γνώσης. Ο πλούτος που παράγεται σε κάθε περιοχή, τόσο από τη γεωργική και κτηνοτροφική όσο και από την οικοτεχνική και βιοτεχνική δραστηριότητα των κατοίκων, δημιουργεί την ανάγκη για την ανταλλαγή και την πώληση των παραγόμενων προϊόντων, ειδών και πραγμάτων.
Έτσι, σε κάθε παραγωγική περιοχή άρχισαν να λειτουργούν οι βδομαδιάτικες αγορές, τα παζάρια, όπου μια ορισμένη μέρα της εβδομάδας οι παραγωγοί έρχονταν με τα προϊόντα τους και προσπαθούσαν να τα πουλήσουν ή να τα ανταλλάξουν. Οι μεταφορές σε κάμπους, σε ράχες, σε βουνά, παντού, γίνονταν με άλογα, με μουλάρια, με γαϊδούρια ή και με ζαλίκια φορτωμένα στην πλάτη. Στην πορεία της ανάπτυξης των εμπορικών αγορών, και για ένα καλύτερο ρυθμό συναλλαγής, οι χώροι όπου προβάλλονταν τα διάφορα προϊόντα είχαν χωριστεί σε παζάρια, ώστε να διευκολύνουν τον κάθε αγοραστή να βρει άνετα αυτό που ζητούσε. Έτσι, σε κάθε πόλη δημιουργήθηκαν τα ειδικά παζάρια, όπου το κάθε είδος προβαλλόταν ξεχωριστά: το ριζοπάζαρο, το μαλλοπάζαρο, το σταροπάζαρο, το λαδοπάζαρο, τα προϊόντα από γάλα κ.α.
Βασικός παράγοντας της αγοράς, ο στατηράς ή κανταρζής, ο επίσημος ζυγιστής, που με το καντάρι και την παλάντζα ζύγιζε ό,τι αγοραζόταν και ό,τι πουλιόταν στο παζάρι. Το καντάρι της αγοράς νοικιαζόταν κάθε χρόνο, σε πλειοδοτική δημοπρασία από την κοινότητα, και αποτελούσε σίγουρο και υποχρεωτικό μέσο ζυγίσματος για κάθε αγορά και πώληση που γινόταν στην αγορά. Κοντά σε όλα αυτά και, ο χαμάλης της αγοράς, που κουβαλούσε στην πλάτη του το κάθε είδος.
Από την προηγούμενη μέρα του παζαριού γέμιζαν τα χάνια με άλογα και με άλλα ζώα. Το άλογο ήταν το πιο βασικό μεταφορικό μέσο. Στήριζε τη δουλειά και τη ζωή του αγρότη. Εδώ, ο τσιαμπάσης είχε κυριαρχικό ρόλο. Γνώριζε να μετράει τα χρόνια του αλόγου από τα δόντια. Ήταν ο επιτήδειος, που γνώριζε ό,τι είχε σχέση με το εμπόριο, με την ανταλλαγή και τη συναλλαγή. Ήταν ο εκτιμητής, κατά πως συνέφερε, και ο μεσολαβητής σε κάθε τράμπα (ανταλλαγή) και σε κάθε πώληση. Ήταν πολλές φορές αγοραστής και πωλητής ταυτόχρονα. Χρυσές δουλειές εδώ έκαναν και οι πεταλωτήδες, που καλίγωναν τα άλογα. Στις μέρες μας ο Κωσταμός ετοίμαζε από πριν τα καρφιά και τα πέταλα. Ήταν πεταλωτής, και τσιαμπάσης, και κήρυκας. Έκανε και άλλες δουλειές. Βιοπαλαιστής άνθρωπος. Τον φώναζαν Κωσταμό. Το όνομά του ήταν Κώστας. Όμως, επειδή τη συνομιλία του χρησιμοποιούσε πάντα το «μο» (το «πήρες μο», το «έφαγες μο»), τον φώναζαν «Κώστα-μο». Ήταν ο Κωσταμός.
Ήταν και μαγαζιά που έφτιαχναν σαμάρια. Οι έμπειροι σαμαράδες μετρούσαν με ένα ξύλινο ειδικό μέτρο τη ράχη του ζώου κι έδιναν στο σαμάρι καλή προσαρμογή. Αυτούς που γνωρίσαμε είχαν ως παρεπώνυμό τους το παρατσούκλι από την επαγγελματική τους αυτή ιδιότητα. Σαμαράς. Ο Γκέλη Σαμαράς (Αθανασόπουλος), ο γελαστός Λάκη Σαμαράς (Κουτσιάφτης), που ήταν και πρωτοψάλτης, και ο πολύ συμπαθής μας ο Βασίλης (ο Τσίλη Καραγιάννης), ο οποίος διατηρούσε το σαμαράδικο ως πριν λίγα χρόνια, μέχρι που το άλογο παραμερίστηκε από το αυτοκίνητο.
Έως τότε όλα μεταφέρονταν με ζώα. Πολλά τα ζώα. Η ανάγκη για μεταφορές, μεγάλη. Μεγάλη και η ανάγκη για σαμάρια. Η επένδυση των σαμαριών γινόταν με δέρμα από το επάνω μέρος και με σαμαροσκούτι από το κάτω. Πολλές γυναίκες δούλευαν και έφτιαχναν σε σπιτίσιους αργαλειούς το σαμαροσκούτι. Ήταν μάλλινο σκουτί και είχε τότε μεγάλη ζήτηση. Υφαινόταν κυρίως από γυναίκες Βλάχισσες, οι οποίες, όταν την άνοιξη οι Βλάχοι κούρευαν τα πρόβατα, αυτές διάλεγαν το μαλλί και ξεχώριζαν την κάθε ποιότητα, για να υφάνουν και να πλέξουν ρούχα και σκουτιά για την οικογένεια και για το σπίτι. Έβαναν χώρια το αρνιακό, χώρια το ρούντο, χώρια το μακρύ και χώρια το κολοκούρι. Έτσι, χρησιμοποιούσαν το κάθε είδος για το κάθε υφαντό ή πλεχτό που ήθελαν να φτιάξουν. Έπλεναν το μαλλί, το έβαφαν με βελανίδι, με πρινοκόκι, με τσιρμιντζέλα ή με φύλλα από δέντρα και φυτά, το ‘ξαιναν, το ‘γνεθαν στη ρόκα με το χέρι και το ύφαιναν στον αργαλειό. Πολλά από τα υφαντά αυτά τα πήγαιναν στη νεροτριβή και στο μαντάνι, να χτυπηθούν και να πάρουν το τελευταίο φινίρισμα.
Πολύ αργότερα ο Ι. Παρόλας (ο γράφων) ίδρυσε (1954) στην Παραμυθιά λαναριστήριο και κλωστήριο για το λανάρισμα και το γνέσιμο των μαλλιών, καθώς και βαφείο και υφαντήριο, που αναλάμβανε το βάψιμο και την ύφανση όλων των ειδών του παραδοσιακού λαϊκού υφαντού. Καραμελωτές κουβέρτες, μαλλινοσέντονα, κιλίμια, διαδρόμους, βελέντζες, φλοκάτες κ.α.
Στα πιο παλιά χρόνια, όλη αυτή η ατέλειωτη δουλειά με το μαλλί, το γνέσιμο, την ύφανση και το πλέξιμο γινόταν με το χέρι στον ξύλινο αργαλειό. Έτσι ντύνονταν η φαμίλια και το σπίτι.
Τα μαγαζιά του παζαριού της Παραμυθιάς
Η αγορά του παζαριού του Αγίου Δονάτου (Παραμυθιάς), που από τα πρώτα ίσως χρόνια της πόλης ετούτης είχε διαμορφωθεί και είχε πάρει την ανάπτυξή της γύρω από την τότε κεντρική και μεγάλη εκκλησία την αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ήταν γεμάτη από μαγαζιά. Η εκκλησία αυτή, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, μετά το σουλτάνου Βαγιαζήτ (1481-1512), που οι Τούρκοι χάλασαν όλες τις εκκλησίες και τις έκαναν τζαμιά, μετετράπη σε τζαμί, που έγινε και το κεντρικό τζαμί, στη μέση από το παζάρι. Το 1747 το τζαμί αυτό κάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, και μαζί μ’ αυτό κάηκαν και εκατό περίπου σπίτια και μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Ήταν μια φοβερή καταστροφή για όλη την πόλη. Το τζαμί που εμείς γνωρίσαμε ήταν χτισμένο μετά από την μεγάλη εκείνη φωτιά, που είχε κάψει τότε όλη σχεδόν την αγορά και είχε κάνει μεγάλη ζημιά.
Και εκεί, γύρω από το τζαμί με τα πολλά και διάφορα μαγαζιά, που μετά από την καταστροφή από την πυρκαγιά είχαν ξαναχτιστεί, συνεχίστηκε το καθημερινό αλισβερίσι και το βδομαδιάτικο παζάρι του Σαββάτου. Μπακάλικα, ραφτάδικα, τσαρουχάδικα, μπαρμπέρικα, τενεκετζίδικα, σαμαράδικα, καλαντζίδικα, μανάβικα, μαξεβανάδικα, κρασοπουλιά, καφενέδες, μαγέρικα, φούρνοι κ.α. εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ανθρώπων, δημιουργούσαν κίνηση κι έδιναν ζωή και ανάπτυξη.
Η Παραμυθιά μεγάλωσε από κόσμο, που ήρθε από τα Σουλιωτοχώρια, από τα άλλα γύρω χωριά και από πιο μακρινές περιοχές και πόλεις. Από το Πόποβο, το Λευτεροχώρι, τη Σέλλιανη, το Σαλονίκι, τη Λαμπανίτσα, την Τσουρίλα, το Βλαχώρι, την Οσδίνα, τη Δράγανη, το Παγκράτι, τη Δραγομή, το Γαρδίκι κ.α. Πολλοί ήρθαν κι από την περιοχή των Φιλιατών, από την Πλαισίβιτσα, όπως ο Νήλος (Κορνήλιος) Τριανταφύλλου, πατέρας της μάνας μου, του Γάκη και του Σωτήρη Νήλη, που εμπορεύονταν δέρματα, τσιριμιντζέλα, πρινοκόκι και άλλα είδη στη Βενετία, από όπου έφερνε τελατίνια για τα τσαρούχια και γυαλικά. Το όνομά του ήταν άλλο. Όμως, επειδή εμπορευόταν γυαλικά με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα, πήρε το παράνομα και καταγράφηκε ως έμπορας με τα τριαντάφυλλα. Έτσι, του έμεινε το επώνυμο Τριανταφύλλου.
Από την Πλαισίβιτσα είχαν έρθει και άλλοι, που ασχολούνταν με τα τσαρούχια και τα παπούτσια. Περνούσαν επίσης και πλανόδιοι αγοραστές, που αγόραζαν και εμπορεύονταν δέρματα από άγρια και άλλα ζώα. Από το Μπαμπούρι και τα άλλα χωριά της Μουργκάνας είχαν έρθει και είχαν ανοίξει μαγαζιά, κάτω από το τζαμί του παζαριού, καλαντζήδες, γανωματήδες και τεχνίτες στα καζάνια, που δούλευαν τα χαλκώματα και τα καλάιζαν. Καλάιζαν επίσης ταψιά, σαγάνια, κακάβια, νταβάδες, σινιά, τηγάνια, τετζερέδες, καπάκια, κουτάλια, πιρούνια κ.α.
Από αλλού ήρθαν ξυλουργοί, που δούλευαν το ξύλο και το σανίδι, σαν τον Γιώρη τον Φουρκιώτη, από τη Φούρκα της Κόνιτσας, που το αρχικό του επίθετο, Ευαγγέλου, χάθηκε από το επίθετο του τόπου καταγωγής, Φουρκιώτης, που τελικά έγινε Φούρκας, ο οποίος ήρθε και άνοιξε το μαγαζί, κι έφτιαχνε σκάλες, πόρτες, παράθυρα και ταβάνια ξύλινα σκαλισμένα με το χέρι. Έξι μήνες δούλευε το ξύλο και το σανίδι για να φτιάξει το σκαλιστό ξύλινο ταβάνι στο μεγάλο οντά του Αγάκο Πρόνιου, που, όταν το τελείωσε, τον έδιωξε χωρίς να τον πληρώσει. Αυτό το ταβάνι, όταν το σπίτι εκείνο χαλάστηκε, ο Τόλη Φούρκας το αγόρασε από τον Αζέμ Πρόνιο και το έβαλε –στολίδι απείρου κάλους και τέχνης- στον οντά του σπιτιού του, όπου οι πληροφορίες λένε ότι διατηρείται μέχρι σήμερα. Σε αυτό τον ξυλουργό μαθήτεψαν νέοι καλφάδες, έμαθαν την τέχνη και έγιναν κι αυτοί τεχνίτες ξυλουργοί, μαστόροι, που από τους Βενετούς λέγονταν μαραγκοί.
Από τη Σκάλα πάνου, από το Ελευθεροχώρι, όταν χάλασε το χωριό τους και αναγκάστηκαν να φύγουν, ήρθαν και άνοιξαν μαγαζιά μαραγκίτικα οι αδελφοί Σακαρέλη, που έφτιαχναν τάβλες και σοφράδες, αδράχτια και ρόκες για γνέσιμο του μαλλιού, σκάλες ίσιες και γυριστές για σπίτια, κασέλες για προίκες με σκαλιστούς και ζωγραφισμένους συμβολικούς σταυρούς (περιστέρια και κληματαριές), σαρμανίτσες με σκαλιστές επίσης ζωγραφιές, αργαλειούς, τραπέζια, ντουλάπες, αμπάρια και άλλες ξύλινες κατασκευές. Άλλοι ξυλουργοί, από το όνομα της τέχνης τους, κληρονόμησαν το επώνυμο Μαραγκός.
Πολλά τα βιοτεχνικά μαγαζιά σε τούτη την πόλη, όπου φτιάχνονται χρειαζούμενα είδη για το γεωργό και για τον κτηνοτρόφο, για τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, για το σπίτι και για κάθε χρήση. Τενεκετζίδικα που έφτιαχναν γκιούμια, λυχνάρια, μπρίκια με λιφίτια και μπινιώτες για το γάλα. Τσαρουχάδικα, που έφτιαχναν τσαρούχια με μύτη γυριστή χωρίς φούντα και τσαρούχια με πρόκες και με μαύρες φούντες, στολισμένα στο πρεβάζι με ραμμένη χρωματιστή τελατίνη. Φούρνοι για ψωμί, που ήταν μαζί και μαγέρικα, που έφτιαχναν άσπρο χάσικο και σταρένιο ψωμί, σε φραντζόλες, σε κουλούρες και σε καρβέλια της πλάκας, με φαρίνα και με σταρένιο αλεύρι. Έφτιαχναν και το μυρωδάτο και νόστιμο πλαστάρι, το ζυμωμένο με ρεβίθι. Ένα φράγκο πλαστάρι και τυρί το πρωί, κι ήσουν χορτάτος έως το μεσημέρι.
Στα χρόνια μας, οι φούρνοι του Λαμπρομίχου, του Λάμπρου και Σταύρου Μπότση, του Παναγιώτη Μπάρμπα και του Βασίλη Βαϊμάκη διατηρούσαν έως πριν από λίγα χρόνια την παράδοση για το πλαστάρι. Ο Λαμπρομίχος, μοναχοπαίδι από τη Σέλλιανη, αφού δούλεψε χρόνια στο Βουκουρέστι, ήρθε στην Παραμυθιά, άνοιξε φούρνο κι έκανε προκοπή. Οι αδελφοί Μπότση, εργατικοί και φιλότιμοι, εργάστηκαν με ζήλο στο φούρνο. Ο Παναγιώτης Μπάρμπας ήταν από το Πόποβο. Μαζί με το φούρνο διατηρούσε και μαγειρείο. Ο Βασίλης Βαϊμάκης είχε έρθει από τη Βήσσανη. Ασχολήθηκε με το φούρνο και με το κρασί. Τα παιδιά του κληρονόμησαν το φούρνο, συνέχισαν με προσοχή και τα κρασιά. Στα χρόνια τα δικά μας υπήρχε και ο μοναδικός φούρνος του Λάκη Κρουστάλλου, που έφτιαχνε καλό και νόστιμο κουφιστό καλαμποκίσιο ψωμί, την μπομπότα. Μαζί με την μπομπότα πουλούσε και ασκίσιο τυρί, γαλοτύρο, γκερεμέζι και γκίζα.
Οι νοικοκυρές πήγαιναν τότε για ψήσιμο στους φούρνους και τα ταψιά με το ψωμί που ζύμωναν στο σπίτι. Παράλληλα, στους φούρνους ψήνονταν και πολλά φαγητά, που τα ετοίμαζαν οι γυναίκες στο σπίτι και τα πήγαιναν εκεί για ψήσιμο. Πλήρωναν το ψηστικό. Μεταξύ αυτών, και ο παραδοσιακός παραμυθιώτικος νταβάς. Κρέας με ρύζι στο φούρνο. Και, επειδή ο νταβάς με το κρέας και με το ρύζι πολλές φορές γινόταν πριν από το μεσημέρι, η νοικοκυρά που ήθελε ζεστό το φαγητό, παρακαλούσε το φούρναρη να βάλει τον νταβά να ζεσταθεί.
«Βάλ’ τον λίγο μέσα, κυρ Χριστόφορε. Και πρόσεχε, μην τον βάλεις πολύ βαθιά!»
«Έννοια σου, κυρά Φώτω, και ξέρω εγώ που θα τον βάλω!»
Εκεί, στον άλλο φούρνο, η κυρά Λένια είχε αγκούσα για την πίτα.
«Βάλ’ τη λίγο, κυρ Λάμπρο, μέσα και άσ’ την να στραγγίσει καλά!»
Η Παραμυθιά, με τη μεγάλη περιοχή, ήταν και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Θεσπρωτίας. Γι’ αυτό είχε πολλούς διερχόμενους εμπόρους και πραματευτάδες, που άλλοι διέμεναν στα χάνια και άλλοι σε σπίτια ως φιλοξενούμενοι του συμπεθέρου, του κουμπάρου, του φίλου ή του συγγενή. Πολύς κόσμος επίσης ερχόταν κι από τα χωριά, με τα ζώα τους φορτωμένα με προϊόντα. Γεμάτα τα χάνια από κόσμο, γεμάτα και τα μαγειρεία του Νικόλα Μάνου και του Γάκη Μαρέτα από ξένους και ντόπιους, που έτρωγαν τα καλομαγειρεμένα με τις ντόπιες συνταγές φαγητά. Τον παραμυθιώτικο πατσά, τη φασουλάδα, τις γεμιστές μελιτζάνες, τον νταβά, το παστίτσιο, τις γεμιστές ντοματοπιπεριές και το υπέροχο παχύ γιαούρτι με το πρόβειο γάλα στην πήλινη πότσια.
Ο Νικόλα Μάνος και ο Γάκη Μαρέτας εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους μουσουλμάνους της περιοχής, και συγκαταλέγονται μεταξύ των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, των εκτελεσθέντων εκεί στη λακκιά, από τη θέση Πουρνάρι έως τον Αϊ-Γιώργη, το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου του 1943.
Παραπέρα από τους μανάβηδες ήταν το χασαπαριό και πιο κάτω ο μαχαλάς, τα Γύφτικα, με σιδεράδικα, όπου οι σιδεράδες δούλευαν στο καμίνι και στο αμόνι το σίδερο, κι έφτιαχναν γεωργικά κυρίως εργαλεία, που τα καλαφάτιζαν και τα τσελίκωναν (τσελίκι = ατσάλι). Κασμάδες, δικέλια, φτυάρια, τσαπιά, κεφτεντένια, δρεπάνια, γυνιά, τσεκούρια, σκεπάρια κ.λπ. Δούλευαν όλο το χρόνο και γέμιζαν τα μαγαζιά τους για το μεγάλο παζάρι. Για το Λάμποβο.
Και στις μέρες του παζαριού, στο Λάμποβο, όταν από όλη την Ήπειρο κι από άλλους τόπους έρχονταν οι αγρότες να προμηθευτούν τα γεωργικά τους εργαλεία, ο Νάκο Κωσταγιάννης έβαζε διπλή τιμή στα σιδερικά του από ό,τι τα πουλούσαν οι άλλοι. Εφάρμοζε ένα εμπορικό τέχνασμα. Άφηνε να πουλήσουν πρώτα οι άλλοι, να μείνει μόνος του, και να πουλήσει ύστερα χωρίς ανταγωνισμό. Κι από την Πέμπτη του Λαμπόβου, που το πανηγύρι κορυφωνόταν, τότε που οι άλλοι είχαν πια ξεπουλήσει και η ζήτηση ήταν μεγάλη, αυτός, έως το Σάββατο, που τελείωνε το παζάρι, πουλούσε μονοπωλιακά τα σιδερικά του, σε τιμές πολύ καλύτερες από ό,τι τα είχαν πουλήσει πριν οι άλλοι.
Οι χασάπηδες, που έσφαζαν στο χασαπαριό τα ζώα –αρνιά, κατσίκια, βετούλια, προβατίνες κ.α.-, πουλούσαν τα σφαχτά τους κρεμασμένα κάτω από το προπέτασμα των τσίγκων, των καφενέδων. Κι ο Νούχης διαλαλούσε: «Πάρτε μονούχι από τον Νούχη». Ο Γιώτας, χτυπώντας με την αλογίσια ουρά τις μύγες στο κρεμασμένο κρέας, φώναζε! «Έχω μπούτι καλό! Τρώει η μάνα και του παιδιού δεν δίνει!» Ανάλογα διαλαλούσαν τα κρέατά τους και οι άλλοι χασάπηδες. Άγνωστα τότε τα ψυγεία. Ό,τι σφαζόταν έπρεπε να πουληθεί. Το απόγευμα έβγαινε από το φούρνο και ο ψημένος στο ταψί πατσιάς. Τρέχοντας ο Γιώτας, με τον ζεστό πατσιά στο ταψί, φώναζε! «Μόλις βγήκεεεε. Οοο πατσιάαας! Πάρτε, κόσμε. Πατσιάς και δύναμη». Κι ο Τύρος έλεγε! «Μ’ έκαψεεεε! Όλο σπλήνα και καρδιά. Φάρμακο για τη γρίπη».
Στο ζαχαροπλαστείο του ο Σπ. Γούσιας έφτιαχνε βίτσες, κουλούρια, καραμέλες και ζαχαρωτά. Τα περισσότερα τα πουλούσε πηγαίνοντας με την τάβλα στα χωριά στα πανηγύρια. «Χαλβάς και βίτσα, παιδιά». Πολλές φορές ερχόταν και ο χαλβατζής με τη μέντα από τα Γιάννενα. «Μέντα για το λαιμό, για το στομάχι, για τα δόντια. Έχω και χαλβά γκέγκικο με το σκεπάρι».
Αρκετά και τα κουρεία, τα μπαρμπέρικα, που πουλούσαν και λεβάντες. Μοσχοβόλαγε ο τόπος. Και το ψαλίδι του κουρέα, ζωντανό και σπουδαίο, που κελαηδούσε σαν χελιδόνι. Έξω από το τζαμί και μέχρι το πηγάδι του παζαριού, ήταν οι πάγκοι πάνω στους οποίους οι Μπαξεβαναίοι πουλούσαν ζαρζαβατικά και λαχανικά, που τα καλλιεργούσαν στους μπαξέδες. Το όνομά τους μαρτυράει τα χαρακτηριστικά της δουλειάς τους. Δείχνει την ιδιότητά τους να βάνουν μπαξέδες (μπαξές + βάνω = Μπαξεβάνος). Καλλιεργούσαν τα χωράφια, όσα ήταν από το Χάβζι με τα πολλά νερά και κάτω, έως το αρχαίο βυζαντινό λουτρό, γύρω από το οποίο υπήρχαν πολλές πηγές, και έως τη βρύση του Δεσπότη. Τελευταίοι Μπαξεβαναίοι εμφανίζονται ο Λάμπη Μπαξεβάνος, που ήταν και μπαλωματής, ο Λία Μπαξεβάνος, που ήταν και ψάλτης, και ο Γιώρη Μπαξεβάνος, που συνέχισε να βάνει μπαξέ έως τα γεράματά του.
Άγνωστα εκείνη την εποχή τα λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Τα λαχανικά καλλιεργούνταν και αναπτύσσονταν με φυσικό τρόπο, σε γόνιμο χώμα και με φουσκή χωνεμένη. Νόστιμα και καλά. Χωρίς χημικές παρεμβάσεις και χωρίς βιασμούς στην παραγωγή. Μάζευαν την κοπριά σκουπίζοντας τα χάνια, την έβαζαν σε σωρό να ανάψει και να χωνέψει, και μ’ αυτήν, αφού την ανακάτευαν με το χώμα, πλούτιζαν τη γονιμοποιό δύναμη του κήπου, του μπαξέ.
Κάθε Σάββατο γινόταν και λαϊκό παζάρι. Όλα τα πεζοδρόμια απέξω από τα μαγαζιά γέμιζαν με αγρότισσες, που η καθεμία πουλούσε το είδος της αγροτικής της παραγωγής. Λαχανικά, και φρούτα, και ζαρζαβατικά της εποχής. Πράσα, κρεμμύδια, σκόρδα, μελιτζάνες, καστραβέτσια, γκόρτσα, απίδια, ρόιδα και μήλα. Και σκάμνα από τη σκαμιά τα’ Αγά. Σύκα επίσης από την Γκρίκα και από την Ψάκα, σταφύλια από τη Δράγανη κι από τη Σιούβλαση, κεράσια και κράνα από τους Μπαουσιούς, ξυαλάγγουρα και πεπόνια από το Σεβαστό, το Νεοχώρι και το Μαργαρίτι, καρπούζια από το Προδρόμι και το Φανάρι, και φασόλια από το Σενίκο.
Έφερναν στο παζάρι και πουλούσαν ελιές και λάδια από τη Δραγομή, από την Οσδίνα κι από τη Μαζαρακιά. Κι από τα κοντινά τυροκομεία –τα μπαζιαριά, γκίζα και χλωρό τυρί σε τσαντίλες. Στο παζάρι μπορούσε να βρει κανείς μέλι από σπιτίσιες κυψέλες, τυρί ασκίσιο και γαλοτύρι, όπως επίσης και μπασμάδες από σύκα λιασμένα και ψιλολιανισμένα με το κεφτεντένι.
Μέσα στο παζάρι, σε ορισμένες μεριές, πουλιούνταν χουλιάρα, πιρούνες και κουτάλες, φτιαγμένα όλα στο χέρι, από ξύλο πυξάρι. Αυτοί που τα πουλούσαν λέγονταν χουλιαράδες και έρχονταν κατά περιόδους στο παζάρι του Σαββάτου από το ορεινό χωριό τους, όπου η μόνη τους ασχολία, εκτός από την κτηνοτροφία, ήταν να κατασκευάζουν χουλιάρα και άλλα είδη από ξύλο.
Και επειδή όλοι οι κάτοικοι ασχολούνταν με το είδος αυτό, που την εποχή εκείνη ήταν προσοδοφόρο, το χωριό τους πήρε το όνομα Χουλιαράδες. Τα χουλιάρα και τα άλλα ξύλινα είδη που έφτιαχναν τα διακινούσαν μόνοι τους στα χωριά, με το γαϊδουράκι ή φορτωμένα στην πλάτη τους, και τα πουλούσαν σπίτι σε σπίτι, ή και στα παζάρια. Το χωριό Χουλιαράδες ιδρύθηκε από τους κατοίκους του χειμερινού συνοικισμού Αμπροβίστα, οι οποίοι, πριν το 1800, ανέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στο σημερινό αυτό χωριό τους, και εκεί, εκτός από την κτηνοτροφία, ασκούσαν και την τέχνη του χουλιαρά. Λένε ότι το χωριό αρχικά έγινε από τους κατοίκους του χωριού Βασταβέτσι.
Από τα Σουλιωτοχώρια έφερναν και πουλούσαν ψειρόχτενα, με τα οποία χτένιζαν τα μαλλιά από τις κόντες και τις ψείρες. Τα έφτιαχναν από ειδικό σκληρό ξύλο κρανιάς. Τα πριόνιζαν με ένα πολύ λεπτό έλασμα, που το έβαζαν από δεσμίδες φυσιγγιών και το έκαναν πριόνι. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού Τσαγκάρι Σουλίου, εκτός από την κτηνοτροφία και τη γεωργία, ασχολούνταν και με την κατασκευή βαρελιών, από σκληρά ξύλα κρανιάς, πυξαριάς, βελανιδιάς και οξιάς, που αφθονούσαν στην περιοχή. Έφτιαχναν επίσης κομπλίτσες, καρδάρια, ταλάρια, βλάντες ή ντομπόλες, μπούκλες ή φλάσκες, βουτσέλες, κουτάλια, κλίτσες και μπαστούνια. Έφτιαχναν ακόμα πινάκια και κλειδούς, από ρίζες σκληρών ξύλων.
Από την Ντουσκάρα και από τα Σκάπετα έφερναν ρίγανη και τσάι. Από το Πετούσι κι από το Σαλονίκι οι γυναίκες, φορτωμένες με ξύλα στην πλάτη, έρχονταν πρωί-πρωί κάθε μέρα, εκεί στο γεφυράκι, και πουλούσαν με το ζαλίκι τσάκνα για προσάναμμα και καυσόξυλα, από ζελενιές, από πουρνάρι ή από κουμαριές. Ο Κίτσιο Γιάννης από το Σαλονίκι είχε τρία ή τέσσερα άλογα. Έφερνε φορτώματα από ξύλα, που τα πουλούσε με το φόρτωμα ή με την οκά που ήταν 312,5 δράμια.
Το παζάρι του Σαββάτου είναι αξεχώριστα δεμένο με τις δουλειές των ανθρώπων της περιοχής, με τις εργασιακές τους προοπτικές και με τις αναπτυξιακές τους προσπάθειες. Είναι πολύ παλιά συνήθεια και τακτική, που μετουσιώθηκε σε θεσμό, και με το χρόνο έγινε βασικό στοιχείο στήριξης και ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης του τόπου. Εδώ κανόνιζε ο καθένας να κάνει τις συναντήσεις του, να λύσει τις διαφορές του, να πουλήσει, να αγοράσει, να κάνει και την τράμπα του. Εδώ θα κάνει το αντάμωμα και την προξενιά του. Εδώ θα δει ο γαμπρός τη νύφη, και η νύφη το γαμπρό. Εδώ θα κλείσει το προξενιό και θα ανταμώσει το συμπεθεριό. Το Σάββατο θα έρθουν οι συμπέθεροι να πάρουν τα δώρα τους και τα χρυσαφικά τους για τη νύφη και για το γαμπρό, από το χρυσοχοείο του Σωτήρη Βούλγαρη.
Κι όταν αργότερα ο Σωτήρης Βούλγαρης θα μεταφερθεί στην Κέρκυρα και στη Ρώμη, η ίδια η δουλειά του Σαββάτου, με τους συμπέθερους και τα γαμήλια δώρα, θα συνεχιστεί με τους νέους τεχνίτες στη χρυσοχοϊκή τέχνη, τον Ανδρέα Μαρέτη (Ανδρέα Γούσια), και τον Χρήστο Φίλη (Κώτσια), που θα έρθουν (το 1897 περίπου) από τους Καλαρρύτες στην Παραμυθιά και θα ανοίξουν χρυσοχοεία, τα οποία διατηρούνται ακόμα έως σήμερα από τους κληρονόμους τους.
Για τον επαγγελματία, το Σάββατο κρατάει τη βδομάδα. Τότε θα ξοφληθούν και τα βερεσέδια. Ήταν σχεδόν κανόνας η κάθε αγοραπωλησία της βδομάδας να εξοφληθεί το Σάββατο. «Γράψ’ το και θα σε πληρώσω το Σάββατο!» Η συνήθεια των βδομαδιάτικων αγορών ήταν ισχυρή. Είναι ένα φαινόμενο που συνεχίζεται. Αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός για τους ανθρώπους της περιοχής, σε εβδομαδιαία βάση. Σαν έρθεις και βρεθείς μέσα στην αγορά του Σαββάτου, σαν ανακατευτείς με τον κόσμο και σαν μπεις στο πνεύμα όλης αυτής της εμπορικής και διαπραγματευτικής διαδικασίας, σχηματίζεις την εντύπωση πως ο κόσμος όλος είναι ένα παζάρι.
Join the Conversation