Οι πρώτες μου αναμνήσεις από την Παραμυθιά με φέρνουν πίσω στο 1974 και οι φωτογραφίες του Φρεντ Μπουασονά ξύπνησαν τη μνήμη μου, λες και άλλαξαν ελάχιστα πράγματα μεταξύ αρχής και τέλους του 20ού αιώνα.
Δυστυχώς, τα 30 τελευταία χρόνια με τη στήριξη των ευρωπαϊκών ταμείων, των λεγόμενων ταμείων συνοχής, οι αιωνόβιες γοητείες αυτής της πύλης προς την Ανατολή διαλύθηκαν σε μια ομίχλη από τσιμέντο.
Η Παραμυθιά οφείλει το όνομά της στην Παναγία Παρηγορήτρια (Παραμυθία στην αρχαία ελληνική)· ιδρύθηκε γύρω στο έτος 1000 ανάμεσα στους αρχαίους οικισμούς Φωτική και Ελέα, στις πηγές του ποταμού Κωκυτού, παραποτάμου του Στύγα-Αχέροντα «που δημιουργήθηκε από τα δάκρυα των συγγενών των νεκρών στο δρόμο που οδηγεί στον Άδη». Η Παραμυθιά ανοίγει λοιπόν τα Ηλύσια Πεδία μπροστά στον μακρύ δρόμο των μοιρολογιών προς τις αμετάκλητες πύλες του Άδη, το Νεκρομαντείο.
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την προέλευση των παραδοσιακών τραγουδιών που συνοδεύονται από κλαρίνο και βιολί και θρηνούν σε κάθε ευκαιρία της καθημερινότητας: γάμος, βαφτίσια, κηδεία, πανηγύρι… Ολόκληρη η Ήπειρος γεννήθηκε εδώ, από τη θλίψη των ζωντανών και τη νοσταλγία των νεκρών.
Η πόλη ριζωμένη στους πρόποδες του Γκορίλα, πρώτος πύργος ενός μακρού τείχους, παρέχει πρόσβαση στην Ανατολή μέσω μιας άλλης οδού της Ιστορίας, της Εγνατίας Οδού, στα Ιωάννινα, πρώτη πόλη της Ανατολής στο δρόμο των Σταυροφοριών. Κάπου στο σταυροδρόμι αυτών των κόσμων, ανάμεσα στο είναι και στο μηδέν, υπάρχει ένα μέρος όπου οι θόρυβοι της σιγής αποκαλύπτουν στον καθέναν το πεπρωμένο του κάτω από μια βελανιδιά.
Το ιερό της Δωδώνης αποτελεί τα αρχαία διόδια των θεών, στην οδό όπου τα έθνη διαπραγματεύονται την Ουσία τους πριν ή μετά από κάθε μας μάχη. Σφαγές διαπράχθηκαν πολλές, όπως το 1611, όταν ο Επίσκοπος Διονύσιος ο Φιλόσοφος, διοργάνωσε μία από τις πρώτες επαναστάσεις κατά της Μεγάλης Πύλης, κλασική εξέγερση, προδοσία και αίμα, όπου πολλοί εξαγόρασαν την επιβίωσή τους με τίμημα την αλλαγή θρησκεύματος. Ατέλειωτη τραγωδία των Βαλκανίων. Πιο νότια, σε κάποιους οικισμούς στις άγονες κορυφές που δεσπόζουν πάνω από τον Αχέροντα, γεννήθηκαν άνδρες και γυναίκες ακούραστοι χάρη στον πλατύ τους θώρακα και ικανοί αναρριχητές χάρη στα κοντά τους πόδια. Φυσική επιλογή ορεσίβιων που προσπαθούν να ξεφύγουν από την επιρροή των Οθωμανών, νικητές σε όλες τις μάχες που έδωσαν εκτός από την τελευταία, οι Σουλιώτες ωθήθηκαν στην αυτοκτονία ή στην εξορία, προδομένοι από τον δαίμονα της διχόνοιας.
Μέχρι την άφιξη της συνοχής, το ξεμπαρκάρισμα της διασποράς στην Ηγουμενίτσα, συνήθως την ώρα του ζενίθ, προκαλούσε ανεξάντλητη μαγεία. Τόση μαγεία για την επιστροφή προσφέρεται μόνο στους λαούς που τραγουδούν για τα Ιεροσόλυμά τους και επιστρέφουν στον Ναό έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί νιώθω τόσο δεμένος με τον εβραϊκό λαό, τους μαύρους της Αμερικής και όσους έχουν εκτοπιστεί από τη γη τους.
Διότι η Ήπειρος είναι επίσης γη πόνου, φτώχειας. Μια γη που έδιωξε το μέλλον της για να χτίσει τη τύχη άλλων, το μοιραίο της ξενιτειάς ―γης των ξένων― όρος ανύπαρκτος στη γαλλική ή στην αγγλική, που ίσως αποδίδεται στη γερμανική με τον όρο fremde. Η ξενιτειά αντιπροσωπεύει όλους αυτούς τους μακρινούς προορισμούς, πέρα από τον ορίζοντα με μια μουσικότητα που ενέχει μια πολυσύνθετη μελαγχολία, ανάμεσα σε θάμβο και μουντάδα, που την τραγουδούν μπλουζ, κλέζμερ, ρεμπέτικο ή δημοτικό.
Με τη σκληρότητα και τη σοφία των τοπίων μπορούν να συγκριθούν μόνο η σκληρότητα και η σοφία των ανθρώπων. Έτσι, ένα πρωί, πριν ακόμη κλείσω τα έξι, ανακάλυψα ξυπνώντας, κρεμασμένη από τα πίσω πόδια, δίπλα στην τραμπάλα μου κάτω από την καρυδιά της αυλής, την κατσικούλα μου να στάζει αίματα, σφαγμένη και γδαρμένη για το Δεκαπενταύγουστο.
Ο παππούς μου για να με παρηγορήσει μου διηγήθηκε την ιστορία του Μπάρμπα Θωμά, το μόνο βιβλίο που είχε διαβάσει ποτέ του, μαζί με τις διαθήκες του Θεού. Χρόνια αργότερα, θέλοντας να του κάνω ένα δώρο ζήτησα από ένα βιβλιοπωλείο την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά και όταν ο βιβλιοπώλης μου έδωσε το γνωστό αμερικανικό μυθιστόρημα, τότε μόνο κατάλαβα αποσβολωμένος ότι είχα ακούσει το διήγημα αυτό δεκάδες φορές χωρίς ποτέ να συνενώσω τις δύο αυτές ιστορίες· ο παππούς μου να μου διηγείται δακρυσμένος τη θλιβερή και καθολική αφήγηση του αποχωρισμού, της μιζέριας και της αδικίας, την καθολική δυστυχία των κολασμένων της γης, χωρίς χροιά χρώματος ή θρησκείας…
Το μυθιστόρημα αυτό έγινε έτσι το παραμύθι ενός τροβαδούρου που μπορούσε να μελοποιηθεί σε όλες τις μουσικές της ξενιτειάς.
Παραμυθιά είναι μια μεγάλη ιστορία ξενιτεμού και επαναπατρισμού. Ακόμη και το λείψανο του Αγίου Δονάτου, του πολιούχου της, μεταφέρθηκε με τις σταυροφορίες και βρίσκεται σήμερα στο νησί Μουράνο σε μια εκκλησία της Βενετίας. Ο Άγιος Δονάτος, που κάποτε σκότωσε το στοιχειό που δηλητηρίαζε τα νερά της πηγής, θρηνεί σήμερα στη λιμνοθάλασσά του…
Η Παραμυθιά είναι επίσης τετρακόσιες πηγές, μία για την κάθε οικία, τις περισσότερες από τις οποίες σκεπάζει σήμερα η γη μαζί με τα βαριά τους μυστικά. Σταυροδρόμι της αντίστασης και της συνεργασίας με τον εχθρό, με τους ήρωές της, όπως ο Σπύρος Τσίτσος που σκοτώθηκε από τη Μεραρχία Εντελβάις ή ο Ταγματάρχης Ντέιβιντ Γουάλας, βρετανός καταδρομέας, προσωπικός φίλος του Άντονι Έντεν, πρώτο θύμα πολυβολισμού στη μάχη της Μενίνας…
Mαρτυρική πόλη, με τους 49 εκτελεσμένους, όλοι πρόκριτοι, που συνελήφθησαν χαράματα από τα κρεβάτια τους, απομακρύνθηκαν από τα μάτια των παιδιών τους, ορισμένοι μαζί με τα παιδιά τους, που τους παρέσυρε η θύελλα των δυνάμεων του κακού και για το αίμα των οποίων πάρθηκε εκδίκηση, με νέες οδύνες και νέα εξορία. Για άλλους πρόκριτους, το θλιβερό ταξίδι της τελευταίας εξόδου είχε ως κατάληξη τους καπνούς, τις φωτιές του απερίγραπτου που άναψε ο άριος —αλήθεια, πόσο θυμίζει το γαλλικό «ριέν» (τίποτα) ο όρος «αριέν»— άνθρωπος στο Άουσβιτς. Απ’ αυτούς απομένει μόνο η μνήμη μας, αιώνιος πόρος της διάσωσής μας.
Ο δρόμος του μισεμού ήταν πάντοτε πιο εύκολος από τον δρόμο του γυρισμού, σαν κατάρα.
Ο Σωτήριος Βούλγαρης, αφού περιπλανήθηκε, βρήκε την τύχη του στη Ρώμη. Για να γίνει πιο ανάλαφρο το βήμα του, χάρισε στην πόλη ένα ωραίο σχολικό κτίριο, ώστε χάρη στη μάθηση της γραφής και των γραμμάτων να παρηγορούνται με την αλληλογραφία οι οικογένειες όλων εκείνων που θα τον ακολουθούσαν κάποτε.
Μήπως θα πρέπει κάποια στιγμή να σηκώσουμε τα μάτια στον ουρανό, κάτω από τη βελανιδιά στη Δωδώνη, και να ρωτήσουμε τον Δία για το ανάθεμα αυτό;
Μήπως η επιστροφή του Αγίου Δονάτου θα ευνοούσε την επιστροφή όλων των ξενιτεμένων;Μήπως πάλι θα πρέπει να ρωτήσουμε έναν ξένο που οικειοθελώς επέλεξε τον αντίστροφο δρόμο, όπως ο Ταγματάρχης Γουάλας, αιώνιος πολίτης, ανάμεσα στους πατέρες μας, σε τι έφταιξε και βρέθηκε ξενιτεμένος στη γη των ξενιτεμένων;
Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στα κάστρα των Φράγκων, πάνω από την Παραμυθιά, θα συνάντησε το πεπρωμένο του στο βλέμμα της Μέδουσας και, μαγεμένος, δεν είχε πια επιστροφή.
Μήπως θα πρέπει να ρωτήσουμε τους Μαζάρ και Νουρή Ντίνο, ποια τρέλα τους ώθησε στη ναζιστική στολή, με αποτέλεσμα η ενυπάρχουσα δικαιοσύνη να εκφέρει την τραγική απόφαση του οφθαλμού αντί οφθαλμού και του εξοστρακισμού;
Μήπως θα πρέπει να ρωτήσουμε όλους όσοι μπάρκαραν ή πήραν τον σιδηρόδρομο ―με όλη τη σημασία τη λέξης― με προορισμό τις ξύλινες παράγκες του Σαρλερουά ή του Ρουρ, οι περισσότεροι για ένα ή δύο χρόνια, ίσα ίσα να βγάλουν τα απαραίτητα για να χτίσουν σπίτι…
Έχτισαν τα σπίτια τους και τα σπίτια των παιδιών τους, αλλά για ποιο λόγο ενδυναμώνεται η έξοδός τους με την κάθε επιστροφή τους;
Mήπως θα πρέπει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας για ποιο λόγο μας τρέπει σε φυγή η λαμπρότητα αυτής της γης; Μήπως από φόβο ότι με την ανεπαρκή μας γνώση θα καταστρέψουμε αυτή την πανέμορφη και πρωτόγονη φύση;
Παραδόξως, τα πλούτη της συνοχής φτώχυναν την Ελλάδα. Και αντί να χτίσουμε ακροπόλεις, ανοίξαμε μόνο χωματερές, καθρέπτες της αυτοκαταστροφής, σύγχρονα ερείπια ενός έθνους που κινδυνεύει να βυθιστεί.
Και κάθε κατάρρευση προμηνύει νέες αποχωρήσεις και οδυνηρές εποποιίες, ομηρικό πεπρωμένο ενός μαζοχιστικού λαού που αντλεί τη δημιουργική του ενέργεια στην κινητική δύναμη της πτώσης του.
Κανένα άλλο μέρος από τον ποταμό Αχέροντα και την περιοχή του δεν περικλείει τόσους ανθρώπους, θρησκείες, κειμήλια, αγίους, κάστρα, πηγές, ποταμούς, μάχες, πολέμους, επαναστάσεις, μάρτυρες και ξενιτεμένους, ξεπεσμούς και ανόδους, τόσους θανάτους και τόσους μύθους.
Γι’ αυτό η Παναγιά η Παραμυθία, για να παρακολουθεί μια τόσο πλούσια Ιστορία από την πρώτη θέση, διάταξε τους βυζαντινούς υπηρέτες της, να την τοποθετήσουν πιο χαμηλά από το κάστρο, στα Ηλύσια Πεδία στις εκβολές του Κωκυτού, κατά μήκος του δρόμου του θρήνου, αιώνια παρηγορήτρια σ’ αυτό το μονοπάτι των αναχωρήσεών μας.
*O Γιάννης Παπαδόπουλος ειναι Διευθυντής της Μ.Ε.Θ Παιδιατρικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Jolimont Βελγίου και ιστορικός ερευνητής
Join the Conversation