Στις 23 Φεβρουαρίου η Παραμυθιά γιορτάζει την επέτειο της απελευθέρωσης της στους Βαλκανικούς πολέμους απο τους Τούρκους και ενας κρητικός καπετάνιος έχει αφήσει ξεχωριστή ανάμνηση από τη δράση του στους Βαλκανικούς πολεμους στην Παραμυθιά, το όνομα του έγινε θρύλος και οι πράξεις του τραγούδι στην περιοχή. Ο Μάρκος Δεληγιαννάκης…
Άκουγα (λέει, συντοπίτης του και πρόεδρος τοπικού πολιτιστικού συλλόγου της Κρήτης), αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση αίγλη έχει το όνομα του εκεί, γράφει το “ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ”, μέχρι που βρέθηκα στην Παραμυθιά, σε εκδήλωση του τοπικού Φιλοπρόοδου Ομίλου, μαζί με το Λαογραφικό Σύλλογο Χανίων.
Οι ντόπιοι δεν ξεχνούν την αντάρτικη δράση του, που συνίστατο στην παρεμπόδιση των Τουρκαλβανών της περιοχής από το να ενισχύσουν τα Ιωάννινα. Ούτε ξεχνούν ότι αυτός τους λύτρωσε από την ηγεσία, αυτών που σήμερα επανέρχονται με διεκδικήσεις για τη Θεσπρωτία, την κατ’ αυτούς Τσαμουριά.
Τέτοιες επέτειοι, προσφέρονται για βαθύτερες σκέψεις, αρκεί να μην τις περιορίζουμε σε μνημόσυνα, αρκεί να προβληματιζόμαστε από τα μηνύματά τους και να εφαρμόζουμε τα διδάγματά τους στο παρόν.
Ο καπετάν Μάρκος θα ένιωθε πολύ ξένος στη σημερινή Ελληνική κοινωνία της φιγούρας, της διαφθοράς, των πουλημένων πολιτικών, των τούρκικων σήριαλ, της φοβικής εξωτερικής μας πολιτικής. Αυτός αναλίκωσε σε ένα περιβάλλον που διαπνεόταν από το πνεύμα και τη νοοτροπία της αντίστασης του λαού μας απέναντι στους δυνάστες του, σε μια περίοδο όπου η άμιλλα μεταξύ των νέων ήταν ποιος θα δώσει περισσότερα στους αγώνες της πατρίδας.
Με πατέρα που ήταν αρχηγός Ρεθύμνης στο σηκωμό του 1866, αδερφούς καπετάνιους το ’97 και στο Μακεδονικό αγώνα, χάραξε τη δική του πορεία στην Ήπειρο. Η προσωπική του ζωή ήταν υπόδειγμα αρχών και αγώνων. Κοιμόταν στο χώμα πολεμώντας, πάντα δίπλα στους καταπιεσμένους αδελφούς του. Οι χριστιανοί, εκείνη ακόμα την περίοδο, υπέφεραν τα πάνδεινα. Σώζεται η μαρτυρία μιας γυναίκας, που ζούσε ακόμα πριν μερικά χρόνια, που έφερε από πολύ μικρή χαραγμένο στο χέρι της με ανεξίτηλη γραφή ένα μικρό σταυρό και τα αρχικά του ονόματος της, χάραγμα που της έκαμαν οι γονείς της ώστε να μην ξεχάσει ποια είναι η ταυτότητά της αν την παίρνανε οι Τούρκοι για να την τουρκέψουν.
Κι αυτά αρχές του 20ου αιώνα, όχι τον καιρό του Σουλεϊμάν. Τότε η διατήρηση και μόνο της ταυτότητας ήταν αντίσταση σ’ ένα περιβάλλον που κάθε στιγμή σε καλούσε να τουρκέψεις από την καταπίεση.
Μετά τον πόλεμο, ο καπετάν Μάρκος, ολιγαρκής και έτσι πάντα ελεύθερος, έζησε στο χωριό του, την Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Η καταγωγή του ήταν από το Ασφέντου Σφακίων.
Κάποια στιγμή, ένας φιλιότσος του (ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη Figlio που σημαίνει “Υιός” και την κατάληξη –zzo, σε ελεύθερη μετάφραση “ο Γιόκας” και χρησιμοποιείται για να υποδείξουμε το βαπτισιμιό) από την Παραμυθιά που είχε βαφτίσει δι’ αντιπροσώπου επειδή πολεμούσε και δε μπορούσε να παρευρεθεί στο μυστήριο, έγινε υφυπουργός Οικονομικών και τον αναζήτησε να του προσφέρει μεγαλύτερη σύνταξη. Ο καπετάνιος την αρνήθηκε, γιατί η πατρίδα είναι φτωχή κι έχει πολλές ανάγκες, κι αυτός δεν έκαμε ό,τι έκαμε για να ανταμοιφθεί με χρήματα.
Η στάση αυτών των ανθρώπων, προκαλεί σήμερα δέος. Γιατί είναι μπροστά μας συνεχώς, προσφέροντας μας ένα παράδειγμα αντίστασης, αυτοθυσίας, συλλογικότητας, αξιοπρέπειας. Κι εμείς σήμερα δεν έχομε τίποτα απ’ αυτά, τα χάσαμε τρέχοντας πίσω από κόμματα που θα μας βόλευαν και ανέσεις δανεικές, κατασκευασμένες ανάγκες που μας στέρησαν την ελευθερία μας, που μας κάμανε να συμβιβαστούμε. Κι αναμετριούμαστε μ’ Αυτούς και ντρεπόμαστε για την κατάντια μας, ενώ σήμερα πληρώνομε και το λογαριασμό.
Όμως, εκεί βρίσκονται τα κλειδιά που θα μας βγάλουν από το σημερινό αδιέξοδο, αν έχομε τη θέληση κι αν είμαστε άξιοι να τα δούμε και τα φέρομε στα σημερινά μέτρα κι ανάγκες, πραγματικές ανάγκες.
Οι παλιοί μας δείχνουν το δρόμο, με τις παρακαταθήκες τους και τις αξίες που διείπαν τη ζωή τους.
Παραγωγικοί, αυτάρκεις, ελεύθεροι, δίχως το ρεαλισμό των σημερινών προσκυνημένων, με πίστη στα δίκαια τους και αποφασιστικότητα, επέβαλαν τη θέλησή τους στους Δυτικούς και τους Τούρκους, αυτούς που σήμερα επανακάμπτουν για να μας εξαφανίσουν, οικονομικά οι πρώτοι, πολιτικά και στρατιωτικά οι δεύτεροι. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο καπετάν Μάρκος εξόντωσε την ηγεσία των κατακτητών, οι Δυτικοί έκαναν διαβήματα στο Βενιζέλο ζητώντας την τιμωρία του. Αυτοί όμως ήταν τότε οι Άντρες, κι αυτοί είμαστε εμείς σήμερα. Αν θέλομε, μπορούμε να τους πλησιάσομε, κι αυτό κέρδος θα’ ναι, γιατί να τους φτάσομε είναι μάλλον αδύνατο.
* Οι πληροφορίες για τη ζωή του καπετάν Μάρκου προέρχονται από προφορικές οικογενειακές αφηγήσεις και από την καταγραφή του Στρατηγού Ηλία Δεληγιαννάκη στο έργο του ΄΄Γενεαλογία Δεληγιαννάκηδων – Βαρδουλάκηδων΄΄.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΡΚΟΝ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Καπετάνιο Αντάρτικων Σωμάτων της περιφερείας Παραμυθιάς
1
Τρεις αδελφοί τρεις αρχηγοί τρεις πρωτοκαπετάνιοι
Από την Κρήτη ξεκινούν στον πόλεμον να πάνε,
Ν’ αγωνισθούν στην Ήπειρον και εις την Μακεδονία
Στα σκλαβωμένα αδέλφια των ελευθέρια να φέρουν,
Πήραν παιδιά δικά τωνε ανήψια και ξαδέλφια,
Πήραν και φίλους μπιστικούς και Κρητικούς λεβέντες
Επήραν και σταυραετούς Σουλιώτες Ηπειρώτες
Πούχαν τον πόλεμο γιορτή, τον πόλεμο παιγνίδι,
Τρέχει ο Ηλίας πλειά μπροστά για την Μακεδονία,
Ο Κανάκης για την Ήπειρο στο Μέτσοβο στον Δρίσκο
Και ο Μάρκος ο περίφημος Παραμυθιά και Σούλι.
Για σου χαρά σου Αρχηγέ Δεληγιανάκη Μάρκο
Το λεν τα παληκάρια σου και οι ΗπειροτοΣουλιώτες
Το λέγουν και όλα τα βουνά η Σπάτα και ο Κορίλας
Και η Βριτζάχα η ξακουστή, το Σούλι και το Κούγκι
Θα μπούμεν στην Παραμυθιά θα σφάξωμε τους Τούρκους
τους αρχηγούς της Τσαμουριάς τους Τουρκοαρβανίτες,
Θα πάμεν και εις τα Γιάννενα στ’ Αλή Πασά το Κάστρο
Να βρούμεν τον Εσσάτ Πασσά.
2
Κρένει ο Γέρω Ολίτσικας και λέει στην Βριτζάχα
Τ’ Αγίου Ανδρέα ανήμερα κοντά το μεσημέρι,
Βριτζάχα ρώτησε και συ την Σπάτα και τον Κορίλα
Να μάθης τι να γίνεται εις το Λευθεροχώρι
Στην Σκάλα της Παραμυθιάς βογκούν πολλά τουφέκια
και ακούγονται και κλάϊματα και γογκητό μεγάλο.
Άκουσε γέρω Ολίτσικα να μάθης τα μαντάτα
Οι αντάρτες κάνουν πόλεμο και επήρανε το Κάστρο,
Την σκάλα της Παραμυθιάς και απάνω τα Βορδόπια
Και εσκότωσαν πολλή Τουρκιά και έπιασαν Τούρκους σκλάβους
Μάχουν και πίκρα τα χωριά και δεν παρηγορούνται
Γιατί στην μάχη πέσανε δεκάξε (16) παληκάρια,
Ααβώθηκε και ο Αρχηγός ο Μάρκος Δεληγιαννάκης
Μ’ αυτός δεν σκούζει δεν πονεί δεν κλαίει για την πληγή του
Μα κλαίει τα παληκάρια του και τον Υπαρχηγόν του,
Τον ξακουσμένο Σταυραετό, Κουτούπη τον Σουλιώτη.
Και τον Σημαιοφόρον του Μανώλη Πατεράκη
Πούχεν πρωτοπαλήκαρο και μπιστικό παιδί του,
Τον κλαιν και όλοι οι σύντροφοι του και οι πληγωμένοι σκούζουν
Και όλες οι νιές της Σέλιανης του λέγουν μοιρολόγια,
Σήκω λεβέντη Κρητικέ να βάλης τ’ άρματα σου.
Και ο λαβωμένος Αρχηγός καλήν καρδιά δεν κάνει
Και λόγο της παληκαριάς στέκει και σου διαβάζει
Και ώρες τηρά τον τάφον σου και ώρες προς τα Βορδόπια
Και ώρες την Σκάλα σωτηρά να τ’ αλαφρώση ο πόνος
Γιατί μετρά ξαναμετρά και βλέπει ξαπλωμένα
Διακόσια τούρκικα κορμιά τούρκων και αρβανιτάδων.
3
Μωρέ πως εβογκούσαν τα βουνά η Σπάτα και ο Κορίλας
Από τα Τόπια των Τούρκων και από τα πολυβόλα.
Των Χριστουγέννων ανήμερα σαν έφεξεν ο ήλιος
Στην Σέλιανη την ξακουστή και εις την Λαμπανίτσα
Στο Λευθεροχώρι, στο Πόποβο, Βερνίκου και Σαλονίκη
Γιατί δεν επροσκύνησαν Μπέηδες και Πασάδες
Μον’ δέχθησαν τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
Και την Σημαία του Σταυρού όλοι των προσκύνησαν
Και όλοι μαζί του πολεμούν και την Τουρκιά σκοτώνουν
Που τρόμαξε η Αρβανιθιά στα Γιάννενα μηνούσι
Για να των στείλουσι στρατό βοήθεια και κανόνια
Να πιάσουν και τον Αρχηγό και όλους τους Καπετάνιους
Και να τους παν’ στα Γιάννενα και όλους να τους κρεμάσουν.
Μηνούν και του Μπεκήρ Αγά νάρθη κι’ αυτός με άλλους
Να καταστρέψη ταις εκκλησιές και τα χωριά να κάψη,
Μωρέ πέφτουν αι σφαίρες σαν βροχή τα τόπια εμπρός και οπίσω
Μα ο Δεληγιαννάκης πολεμά με άξια παληκάρια
Σκοτώνουν Τούρκους Τσάμηδες, Λιάπηδες Αρβανίτες
Τα παληκάρια απόστεσαν, σώθηκαν τα φυσέκια
Και τότε φώναξ’ ο Αρχηγός λέγει στους Καπετάνιους,
Παιδιά οπίσω σέρνεσθε να πιάσετε την ράχη,
Στο Σέλωμα περάσετε το πλάϊ να διαβήτε
Και εις το Λιβάδι κάτσετε για να με καρτερήτε
Κρατήτε τα φυσέκια σας να πιάσωμε τα μέρη
Στης Λαμπανίτσας τα στενά να στέσωμεν τους Τούρκους
Να σώσωμεν μωρά παιδιά γυναίκες και κοράσια
Σκλάβους να μη τα πιάσουσιν και ‘μεις όλοι ας χαθούμε.
4
Παραμυθιά και Τσαμουριά, Φιλιάτες, Μαργαρίτι
Όλα γένηκαν Ελληνικά μα τ’ άρματα δεν δίδουν
Κάμνουν κρυφά συμβούλια Μπέηδες και αγάδες
Σαν εσκοτώθη ο Βασιλιάς εις την θεσσαλονίκην
Για να σηκώσουν πόλεμο τ’ αρβανικό να φέρουν
Και από τα χωριά της Τσαμουριάς τους Έλληνες να διώξουν
Του Κωνσταντίνου τον στρατό του Βασιλιά του νέου
Αγάκος και ο Κασοσαλής και ο Φαταγάς ο Πρόνιος,
Ο Φέζος και ο Σουμπήμπεης, Μαλίκης και Δαλιάνης
Σφάζουν κρυφά τους Χρισθιανούς δέρνουν και φοβερίζουν
Και αρματωμένοι στα χωριά οι Λήσταρχοι γυρίζουν
Αρβανιθιά στρατολογούν πόλεμον για να κάμουν,
Που τρόμαξαν τους Χρισθιανούς τους προύχοντες του τόπου
Τους πρώτους της Παραμυθιάς και τον Μητροπολίτη.
Κάμνουν και αυτοί Συμβούλιο τον τόπον πώς να σώσουν
Και προσκαλούν τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
Του λέγουν να μείνη ακόμη εκεί, γιατί η Τουρκιά εσηκώθη
Δέρνει και σφάζει Χρισθιανούς έξω στην Επαρχία
Και μέσα την Παραμυθιά καυχούνται πως θα κάψουν.
Μηνά ο αρχηγός ως τάκουσεν, εις τα Σουλιοτοχώρια,
Να παν εις την Παραμυθιά διακόσια παλληκάρια,
Μηνά εις τους Καπετάνιους του που είχε πάντα κοντά του
Όταν πολέμα την Τουρκιά σ’ αυτά τα ίδια μέρη.
Γράφει μηνά του Βερναδή και του Γιάνναρο Γιάννη
Του Ζάγκα και του Καταραχιά και του Σπανοβαγγέλη
και του Αρβανιτοθόδωρου του Δούμα και του Ζώη,
Του Πανταζή και του Καρρά και τ’ Αρβανίτη Χρήστου,
Και του Σουλιώτη μήνυσε του Γιώτη και εις τους άλλους
Και το πρωί μια Κυριακή του Μάρτη την δεκάτη
Ο Δεληγιαννάκης κίνησε στην Τσαμουριά να υπάγη
Δεξιά ζερβά του ακολουθούν δυο άξια παληκάρια,
Μ’ άρματα ασημοστόλιστα δυο μπιστικοί λεβέντες
Ο Κανάκης ο Βουγιούκαλος και ο Νομικός ο Γιώργης,
Και άλλοι διακόσιοι διαλεκτοί με δέκα Καπετάνιους,
Διαβαίνουν’ που την Σέλιανη και εκεί Αρχηγός προστάζει
Να χαιρετίσουν τους νεκρούς που είχαν εκεί θαμμένους,
Βαράει η σάλπιγγα γραμμή και όπλα παρουσιάζουν
Και την Σημαία του Σταυρού πάνω στους τάφους στένουν
Και ο Αρχηγός μ’ ευλάβεια λόγο τωνε διαβάζει
Και σαν τον αποδιάβασε χίλια τουφέκια ρίχνουν,
Καβαλικεύει ο Αρχηγός και εμπρός σ’ όλους διατάσσει
Να κατεβούν στον Καλαμά στης Τσαμουριάς τα μέρη.
Λίγες ημέρες πέρασαν και εγύρισαν οπίσω
Που τα χωριά της Τσαμουριάς, στην Σέλιανην διαβαίνουν
Κοντά στους Τάφους των νεκρών στα μνήματα ανδρειωμένων
Διατάσσει πάλι Αρχηγός για να τους χαιρετίσουν
Και αντί λιβάνι και κερί ακούσθη μέγας κρότος
Του τουφεκιού και του σπαθιού στου Λίβερη το ρυάκι,
Ξυπνά ο Κουτούπης και ρωτά και ο Γεώργης ο Λακτάρας,
Ξυπνά το κρητικόπουλο ο Μανώλης ο Πατεράκης
Ξυπνούν και οι άλλοι ήρωες και οι άλλοι σκοτωμένοι
και βλέπουν αίμα ποταμό στου Λίβερη το ρυάκι
Και εβδομήντα δυο κορμιά Λησταρχοαρβανιτάδων
Και τότε αρχίζουν οι νεκροί πολεμικό τραγούδι
Και σαν άγγελοι ψάλανε δίπλα στην Άγια Μαύρα.
Γεια σου χαρά σου Αρχηγέ Δεληγιαννάκη Μάρκο
Σε καμαρώνουν οι ζωντανοί και ημείς οι σκοτωμένοι
Και οι αρχηγοί μας οι παλαιοί χαιρετισμό σου πέμπουν
Από το Σούλι ο Μπότσαρης, Τζαβέλλας και Κατσαντώνης
Και από το Κούγκι ο Σαμουήλ σου στέλνει την ευχή του
Να ζήσης και να χαίρεσαι τα ένδοξα άρματα σου
και το σπαθί σου όλη η Τουρκιά να τρέμη να φοβάται.
5
Μωρέ τι να γράφουν τα χαρθιά το γράμμα τι να λέγη
Που φέραν εις τον Αρχηγό και εχάλασ’ η καρδιά του
Συλλογισμένος κάθεται που είχε χαρά μεγάλη
Πως φευγομενε νικηταί και πάμε στην Αθήνα,
Αυτά λέγε στην Πρέβεζα την υστερνήν του Μάρτη
Ο οπλαρχηγός ο Βερναδής ο για τον Αρχηγόν του
Και φίλον του αδελφικό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
Εκεί που τρωγεν και έπινεν με τα’ άλλα παληκάρια,
Ρωτά τους δυο του ακόλουθους που είχε πάντα κοντά του
Τον μπιστικό του Νομικό και τον Βουγιουκαλάκη
Για να του πουν τι έχει αρχηγός και είναι κλειστή η καρδιά του
Και ο Αρχηγός των τους γροικά και απάντησιν τους δίδει.
Παιδιά μου μη πικρένεσθε και ακούστε το μαντάτο,
Πίσω μου γράφουν να στραφώ στα Γιάννενα να υπάγω
να μπω εκεί στην φυλακή στ’ Αλή Πασά το Κάστρο
Να μή φωνάζη η Αρβανιθιά η Αυστρία και η Ιταλία
Πως μ’ έστειλεν ο Βασιλιάς και αυτός ο Βενιζέλος
Και έσφαζα και ετουφέκιζα Μπέηδες Αρβανίτες.
Φεύγω και σας αφήνω υγειά και αμέτε στην ευχή μου
Γλήγωρα στην Αθήνα μας θαρθώ ν’ανταμωθούμεν
Φιλεί τα παληκάρια του και ευθύς καβαλικεύει
Και φεύγει για τα Γιάννενα και οπίσω δεν κυττάζει
Μα οι μπιστικοί του ακόλουθοι δεν παν εις την Αθήνα
Τον Αρχηγό των ακλουθούν κρυφά κρυφά από πίσω
Και παν και αυτοί στα Γιάννενα μαζί του ν’ αποθάνουν
Αν τύχη και θανατωθή στα Γιάννενα Αρχηγός των.
6
Εσείς πουλιά της Τσαμουριάς και αϊδόνια του Σουλίου
Μην είδατε τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
Γιατί τον κραίνει η Τσαμουριά το Σούλι του φωνάζει
Και η όμορφη Παραμυθιά καλήν καρδιά δεν κάνει,
Μωρέ και που να πήρενε και που να λειμεριάζη
Και ούτε στην Σπάτα φαίνεται ουδέ και εις τον Κορίλλα
Και εις την Βριτσάχα ούτε εκεί δεν έκαμε λημέρι.
Κι ο Ολίτσικας στ’ άλλα βουνά αποκρίνεται και λέει,
Μωρέ σεις αδέλφια μου βουνά Σούλι μου δοξασμένο
Παραμυθιά και Τσαμουριά μην σκούζετε μην κλαίτε
Μα ο Αρχηγός σας βρίσκεται στ’ Αλή Πασά το Κάστρο
Στην φυλακή στα Γιάννενα τον έχει ο Βενιζέλος,
Οι Αρβανίτες να σιωπούν η Αυστρία και Ιταλία
Για τους Λήσταρχους πουσφαξε στου Λίβερι το ρυάκι,
Και αυτός γράφει του Βασιλιά γράφει του Βενιζέλου
Να τον αφήσουν ελεύθερο λίγες ημέρες μόνο
Να κατεβή στην Τσαμουριά να πάη όπου δεν επήγε
Να πιάση και τους επίλοιπους Μπέηδες Καπετάνιους
Να τους δικάση εις θάνατον και οπίσω να γυρίση
Και μοναχός του να δεχθή μ’ αλήθεια και όχι ως ψεύμα
Να τον δικάσουν εις θάνατον να τον ετουφεκίσουν
Σαν εκδικηθή όσα κάμασιν οι Τουρκαρβανιτάδες
Εις του Τσαβέλα τα παιδιά στου Μ. Μπότσαρη τα γκόνια
Και εις την γενιά του Σαμουήλ.
7
Μωρέ σεις βουνά περήφανα και σεις Σουλιωτοχώρια
Μην κλαίτε για τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
Μ’αυτόν δεν τον εχάλασαν μα ελεύθερον τον έχουν
Στο Κάστρο του Αλή Πασσά εκεί περιδιαβαίνει
Κάτω την Λίμνην συντηρά τα Γιάννενα κυττάζει
Και τραγουδεί χαρούμενος τ’Αλή Πασά τραγούδι,
Τραγούδι της Βασιλικής και της Κυρά Φροσύνης
Και από την χαράν του την πολλή τα μάθια του δακρύζουν
Συλλογισμένος κάθεται τον νουν του στρέφει οπίσω
Στο Σούλι στην Παραμυθιά και εις τα Τσαμουροχώρια
Και άλλο τραγούδι και άλλο σκοπό αρχίζει μοναχός του
Και λέει με παράπονο με μάθια βουρκωμένα,
Ολίτσικα περήφανε να μου κάνες τη χάρι
Να χαμηλώσης μία στιγμή να μου βγορίση η Σπάτα
Και ο Κορρίλας όμορφος, και η ξακουστή Βριτζάχα,
Να χαμηλώνανε και αυτά να ειδώ εκείνα τα μέρη
Παραμυθιάς και Τσαμουριάς και τα Σουλιωτοχώρια
Το Πόποβο την Σέλιανη και αυτήν την Λαμπανίτσα
Να ιδώ πως ζουν ελεύθερα τ’ αδέλφια μας κει πέρα
Να γιατρευθούν οι πόνοι μου και το παράπονο μου.
Join the Conversation